Τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή; Καθώς ξεφύλλιζα «Το Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής, σταματώ απότομα σε μια φωτογραφία. Μα αυτός είναι ο Τζίμης, σκέφτηκα με χαρά. Ζει!
Και πραγματικά ήταν ο Τζίμης. Και φαινόταν μια χαρά. Πολύ καλύτερα από ό,τι ήταν όταν ζούσε στους δρόμους στην Αστόρια.
Ο Δημήτρης -ποτέ δεν μου αποκάλυψε το επίθετό του- είχε έρθει στη Νέα Υόρκη πριν 30 περίπου χρόνια από την Ελλάδα ως εκπρόσωπος κάποιας εταιρείας.
Του άρεσε η Νέα Υόρκη. Οταν οι συνάδελφοί του επέστρεψαν στην Ελλάδα, αυτός έμεινε πίσω. Αρχισε να δουλεύει ως μπογιατζής. Ηταν καλός στην δουλειά του και κέρδιζε αρκετά χρήματα. Και έστελνε και στην γυναίκα του, που όπως έλεγε είναι θεολόγος.
Σε λίγο άρχισε να διασκεδάζει στην «ελληνική Σπηλιά», το μπουζουξίδικο «Των μεγάλων ονομάτων», όπως ήταν το σλόγκαν του, που τότε ήταν στις δόξες του. Βρισκόταν στο Broadway, μεταξύ 31-32 Δρόμους, στο υπόγειο του «Crystal Palace», στην Αστόρια.
Ξενυχτούσε πια σχεδόν κάθε βράδυ. Και έπινε πολύ. Ετσι άρχισε να μην πηγαίνει στην δουλειά του. Κι αφού δεν πλήρωνε το ενοίκιό του τον πέταξαν έξω. Μετακόμισε στο διαμέρισμα ενός φίλου του. Αλλά πόσο καιρό θα τον φιλοξενούσε;
Και έτσι βρέθηκε στους δρόμους. Ο,τι λεφτά του έδιναν τα ξόδευε στο ποτό. Αρχισε να μας επισκέπτεται όταν ακόμα τα γραφεία μας ήταν στο Crescent Street, λίγο πριν από την γέφυρα των 59 Δρόμων.
Ηταν πιστός αναγνώστης μας. Περίμενε υπομονετικά να αρχίσει η εφημερίδα να τυπώνεται, να πάρει μερικές εφημερίδες και να φύγει. Τις έδινε σε γνωστούς του εστιάτορες με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαγητό ή κανένα δολάριο για να αγοράσει ποτό.
Οταν καταλάβαμε τι γινόταν κανονίσαμε να τρώει δωρεάν σε ένα εστιατόριο, στο Ντίτμαρς (Ditmars). Συνήθως όμως ζητούσε τα χρήματα αντί για το φαγητό και αγόραζε ποτό.
Oταν τον ρωτούσα γιατί το κάνει αυτό, χαμογελούσε. Σαν να μου έλεγε, τι να σου πω τώρα, τι θα καταλάβεις!
Προσπαθήσαμε να τον βάλουμε σε ίδρυμα για να φύγει από τους δρόμους. Ηταν έτοιμο να τον δεχτεί το Γηροκομείο του «Αγίου Μηχαήλ» και ένα δημοτικό ίδρυμα.
Μόλις όμως άκουσε ότι τα ιδρύματα την νύχτα έκλειναν τις πόρτες τους, έφευγε εξοργισμένος. Ούτε να ακούσει ότι δεν θα ήταν… ελεύθερος να κάνει τις βόλτες του. Ο δρόμος ήταν πια η ζωή του.
Τον παρακαλούσαμε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μια μέρα μου είπε ότι η γυναίκα του, μετά τόσα χρόνια που δεν είχε ακουστεί εκείνος, είχε ξαναπαντρευτεί.
Είχε όμως την κόρη του. Μόνο όταν μιλούσε για την κόρη του έδειχνε συγκίνηση. Βαθιά συγκίνηση! Δεν συνεργαζόταν όμως μαζί μας για να την βρούμε. Μάλλον ντρεπότανε.
Συνεχίζαμε να τον παρακαλούμε να επιστρέψει στην Αθήνα. Να φύγει από το κρύο και τη ζέστη της Νέας Υόρκης. Θα του βγάζαμε εμείς τα εισιτήρια.
Ναι, ναι θα πάω, μου έλεγε, δώστε μου τα λεφτά να αγοράσω εγώ τα εισιτήρια. Μου μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Ηταν φανατικός οπαδός του Καζαντζίδη και του… βασιλιά. Δεν του έδινα βέβαια τα λεφτά γιατί γνώριζα πως αντί για εισιτήριο θα τα ξόδευε στο ποτό.
Στο τέλος είχε χάσει πολύ βάρος. Ο τελευταίος χειμώνας πριν φύγει ήταν βαρύς. Τον είχε χτυπήσει άσχημα. Αρχισαν να τον διώχνουν και από τα τρένα όπου έβρισκε καταφύγιο.
Ετσι πολλές φορές, όταν πια δεν άντεχε, έκανε καμία μικροζημιά για να τον συλλάβει η Αστυνομία και να τον στείλει στη φυλακή για λίγες μέρες. Οταν έβγαινε ήταν ξυρισμένος, πλυμένος, ξεκούραστος. Αλλά άρχιζε και πάλι τα ίδια.
Στο τέλος κατάλαβε ότι δεν θα τον έβγαζε τον χειμώνα που ερχόταν. Ετσι, όταν ένας φίλος του του είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα δέχτηκε να πάει μαζί του.
Για ένα διάστημα πήγαινε στο γραφείο μας στην Αθήνα από όπου μου μιλούσε. Είχε βρει την κόρη του, τον αγαπούσε, τον φρόντιζε, μου είπε, για να με καθησυχάσει. Μην ανησυχείτε για μένα, μου έλεγε, χαμογελώντας. Μην ανησυχείτε… Αν μπορείτε όμως στείλτε μου…
Μετά από κάποιο διάστημα, σταμάτησε να τηλεφωνεί. Είχε πάρει τον δρόμο του. Αυτόν που γνώριζε. Εκεί που αισθανόταν ελεύθερος.
Οι καιρικές συνθήκες στην Αθήνα δεν είναι βέβαια σαν της Νέας Υόρκης. Και σίγουρα όλο και κάποιος θα βρίσκεται να του δίνει ένα πιάτο φαϊ. Τουλάχιστον έτσι θέλω να ελπίζω. Και έτσι φαίνεται στη φωτογραφία του, που από θεϊκή παρέμβαση δημοσίευσε «Το Βήμα».
Τον σκέπτομαι αρκετά τον φίλο μου τον Τζίμη. Σκέπτομαι ότι όσο και αν μερικοί από εμάς στην εφημερίδα προσπαθήσαμε, δεν τα καταφέραμε να τον βοηθήσουμε να απαλλαγεί από τους δαίμονές του, να αλλάξει πορεία ζωής. Αλλά αυτό δεν τον έκανε λιγότερο φίλο…