Σέ πολλά βυζαντινά χειρόγραφα, τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου συνοδεύεται ἀπό ἔμμετρα ἐπιγράμματα, συντεθειμένα πρός τιμήν τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν. Τά ὀλιγόστιχα αὐτά ποιήματα χαρακτηρίζονται ἀπό ἰδιαίτερη τέχνη, περιεκτικότητα καί μεστότητα στοχασμοῦ. Ἐξαίρουν τό πρόσωπο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ἀναφέρονται σέ χαρακτηριστικά σημεῖα τοῦ ἱεροῦ κειμένου του καί ἀναλύουν τήν σημασία του γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄλλα ἐξ αὐτῶν ἐπικεντρώνονται σέ ἰδιαίτερα σημεῖα τοῦ βίου του καί τοῦ μαρτυρίου του. Ἐμφανίζονται κυρίως στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου, στό τέλος, ἤ σέ ἄλλα σημαντικά σημεῖα του. Κατά κανόνα προετάσσοντο τοῦ οἰκείου Εὐαγγελίου, καί ἐτίθεντο κάτωθεν τῶν κανόνων τοῦ Εὐσεβίου, τῶν ὑποθέσεων τοῦ Εὐαγγελίου ἤ τῶν κεφαλαίων του καί ἄλλων βιογραφικῶν σημειωμάτων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.
Σέ ἀρκετές περιπτώσεις, τά ἐπιγράμματα αὐτά ἀντεγράφοντο ἤ ἐτροποποιοῦντο, καί κάποια ἀπό αὐτά ἔφθασαν στό σημεῖο νά γνωρίσουν ἐξαιρετική διάδοση. Ὡστόσο, ἐξ αἰτίας τῆς συντομίας τους, τῆς διάσπαρτης παραδόσεώς τους, καθώς καί τοῦ γεγονότος ὅτι συχνῶς παραλείπονται στούς περιγραφικούς καταλόγους τῶν χειρογράφων, ἡ μελέτη τους καθίσταται δυσχερές πεδίο γιά τήν φιλολογική ἔρευνα. Σέ πολλούς καταλόγους κωδίκων, εἴτε γίνεται ἁπλή μνεία τῶν ἐπιγραμμάτων, εἴτε αὐτά παρασιωπῶνται, εἴτε παρατίθεται ἡ ἀρχή καί τό τέλος τους. Λόγου χάριν, ὁ Βρετανός παλαιογράφος Henry Octavius Coxe, σέ ἀντίστοιχο κατάλογο τοῦ 19ου αἰῶνος, μᾶς πληροφορεῖ περί τῆς ὑπάρξεως ἐπιγράμματος «εἰς Μᾶρκον», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή: «ἄρδευε Μάρκε ψυχοφαῶς τήν κτίσιν / λόγον ὁ Μάρκος τήν ἀείρρυτον χάριν» (sic), χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες[1].
Δεῖγμα ἰαμβικοῦ ἐπιγράμματος ἀφιερωμένου στό σύνολο τῶν Εὐαγγελιστῶν εὑρίσκουμε σέ χειρόγραφο τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων (Parisinus Coislinus graecus 199, φ. 9), τοῦ 11ου αἰῶνος:
Ἀφείς τελώνης τάς δεκάτας ὠνίων
πράως δεκατοῖ τήν Χριστοῦ γεναρχίαν.
Μᾶρκος, λέων Λόγου δε, βάπτισμα γράφει
καί πᾶν τό θαῦμα μέχρις εἰς πόλου δρόμον.
Ὁ βοῦς δε Χριστοῦ, Λουκᾶς αὐλακεργάτης,
Χριστοῦ γένος, θαύματα καί πόλου δρόμον.
Ὁ δ’ ἀσπαλιεύς τόν βυθόν παρείς κάτω
γράφει τό βάθος τῆς ἄνω θεωρίας.
(Ὁ τελώνης σταμάτησε νά λαμβάνει τό δέκατο τῶν ἐμπορευμάτων / καί τώρα μέ πραότητα καταλογογραφεῖ τήν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. / Ὁ Μᾶρκος, ὁ λέων τοῦ Λόγου, γράφει γιά τήν Βάπτιση / καί γιά ὅλη τήν θαυματουργή πορεία μέχρι καί τήν διάβαση τοῦ οὐρανίου πόλου [δηλ. τήν Ἀνάληψη]. / Ὁ βοῦς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Λουκᾶς ὁ ζευγολάτης, / γράφει γιά τό γένος τοῦ Χριστοῦ, τά θαύματά Του καί τήν Ἀνάληψη. / Ὁ ἁλιευτής, ἔχοντας ἀφήσει κάτω τόν βυθό / τώρα γράφει γιά τό βάθος τῆς ἐνατενίσεως τῶν πιό ὑψηλῶν πραγμάτων.)
Ἡ δομή τοῦ ποιήματος εἶναι ἀρκετά διαφανής. Ἀποτελεῖται ἀπό τέσσερα δίστιχα, ἕνα γιά κάθε Εὐαγγελιστή. Οἱ Εὐαγγελιστές προσδιορίζονται ἀπό ἔμμεσες καί ἄμεσες ἀναφορές, οἱ ὁποῖες σχετίζονται μέ τά τυπικά τους γνωρίσματα, ὅπως εἶναι τά προγενέστερα τῆς ἀποστολικῆς τους ἰδιότητος ἐπαγγέλματα ἤ τά συμβολικά ζῶα μέ τά ὁποῖα ἔχουν συσχετισθεῖ. Ἐν πλήρει συμμετρίᾳ, τά τέσσερα δίστιχα χωρίζονται σέ δύο τύπους: ὁ Ματθαῖος καί ὁ Ἰωάννης, στήν ἀρχή καί στό τέλος, ἀναφέρονται σέ συσχετισμό πρός τό πρώην ἐπάγγελμά τους, μέσῳ ἑνός ἀντιθετικοῦ σχήματος, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος καί ὁ Λουκᾶς ἀναφέρονται ὀνομαστικῶς καί συνοδεύονται ἀπό τό ἀντίστοιχο ζῶο πού συμβολίζει τόν καθένα. Τοῦτο μπορεῖ νά δηλώνει εἴτε συνειδητή σύνθεση ἤ ἔνδειξη συνδυασμοῦ διστίχων ἀπό διαφορετικές πηγές.
Τό ἐπίγραμμα περιλαμβάνει χρήση ὁρισμένων λέξεων ὑψηλῆς αἰσθητικῆς, ὅπως τό ἀσπαλιεύς, πού ἀπαντᾶ στόν Νίκανδρο καί τόν Ὀππιανό, καί τό αὐλακεργάτης, πού ἐντοπίζουμε στήν Παλατινή Ἀνθολογία. Παρατηροῦμε ἐπίσης ὅτι ὁ ποιητής διαφοροποιεῖ τό περιεχόμενο τῶν Εὐαγγελίων: τά τρία πρῶτα Συνοπτικά Εὐαγγέλια χαρακτηρίζονται κυρίως ἀπό τά γεγονότα πού σημαδεύουν τό προοίμιο καί τήν κατακλείδα τους, ἐνῶ στόν ἕκτο στίχο «τό βάθος τῆς ἄνω θεωρίας» χρησιμοποιεῖται γιά νά γίνει ἀναφορά στό θεολογικό ὕψος τοῦ Κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἡ προσωδιακή τεχνική τοῦ ποιήματος εἶναι σύμφωνη πρός τούς κανόνες οἱ ὁποῖοι διέπουν τόν ἰαμβικό δωδεκασύλλαβο. Ἡ ποσότητα τῶν φωνηέντων γίνεται γενικῶς σεβαστή, ἐκτός ἀπό τά δίχρονα (π.χ. στόν στίχο 8, «βάθος» μέ μακρό -α-).
Διά τῶν ἑλληνιστικῶν καί ρωμαϊκῶν χρόνων, τό ἐπίγραμμα, ὡς ποιητικό εἶδος, μετεδόθη καί στούς πρώτους χριστιανικούς, καί γνώρισε μεγάλη ἀνάπτυξη κατά τούς κυρίως βυζαντινούς χρόνους. Ἀλλά καί μετά τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου, ὅπως θά παρατηρήσουμε εὐθύς ἀμέσως, διόλου δέν ἐξέλιπε· καλλιεργήθηκε ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας μας καί κατά τούς μετά τήν Ἅλωσιν χρόνους, ὅπως ὅλες οἱ πνευματικές ἐκδηλώσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ ποιητές τῶν ἐπιγραμμάτων, τά ὁποῖα ἀφιερώνονται ἀποκλειστικῶς στόν ἅγιο Εὐαγγελιστή Μᾶρκο, παραμένουν, κατά τό πλεῖστον, ἄγνωστοι. Ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων γνωρίζουμε τά ὀνόματα εἶναι κυρίως δύο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Μανουήλ Φιλῆς, ὁ γνωστός ποιητής τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, ὁ ὁποῖος ἤκμασε κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰῶνος, καί ὁ δεύτερος εἶναι ὁ Μιχαήλ Ἀποστόλης, λόγιος τοῦ 15ου αἰῶνος.
Ἀναζητοῦντες σέ αὐτό τό εἶδος ἐπιγραμμάτων τίς ὁμηρικές ἐπιρροές, ἐκκινούμεθα εἴτε ἀπό τή μετρική μορφή τους, εἴτε ἀπό τούς λεξιλογικούς τύπους. Τά ἐπιγράμματα, τά ὁποῖα μᾶς ἀπασχολοῦν, εἶναι γραμμένα σέ δακτυλικό ἑξάμετρο καί σέ ἰαμβικό τρίμετρο, ἐνῶ ὁρισμένα ἐξ αὐτῶν εἶναι ἐλεγειακά δίστιχα. Γνωρίζουμε βεβαίως ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς συγγραφῆς τους δέν ἦταν πλέον αἰσθητή ἡ ἀρχαία προσῳδία, καί ὅτι κύριο μέτρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως ὑπῆρξε τό τονικό. Ἐντούτοις, πολλοί ποιητές, ἔχοντες ὡς πρότυπο τόν Ὅμηρο καί τούς ἀρχαίους ἐπικούς, προσπαθοῦν νά τούς μιμηθοῦν καί στό μέτρο. Στήν προσπάθειά τους αὐτή, πολλοί διέπρεψαν, ἄλλοι ὅμως ἀπετύγχανον καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ διατήρηση τῶν δώδεκα συλλαβῶν στόν ἰαμβικό τρίμετρο, τό συνηθέστερο μέτρο τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Στά ἀκόλουθα ἐπιγράμματα δυνάμεθα νά ἐντοπίσουμε δείγματα τόσον τῆς ἐπιτυχοῦς ὅσον καί τῆς ἀτυχοῦς μιμήσεως τῶν ἐπικῶν προτύπων.
Ἡ γλώσσα τῶν ἐπιγραμμάτων εἶναι ποικίλη. Στά ἑξαμετρικά καί τά ἐλεγειακά δίστιχα χρησιμοποιεῖται ἡ ὁμηρίζουσα. Ἀλλά καί τό γλωσσικό ὑλικό τῆς κλασικῆς ἐποχῆς χρησιμοποιεῖται ἐν ἐκτάσει, καί πρός αὐτό τείνουν νά προσαρμοσθοῦν ὅλα τά ἰαμβικά ἐπιγράμματα. Γιά τούς λόγους αὐτούς, ἡ γλώσσα τῶν ἐπιγραμμάτων ἐλάχιστα μᾶς βοηθεῖ νά ἀναχθοῦμε στήν ἐποχή κατά τήν ὁποίαν ἐγράφησαν.
Τά ἀναφερόμενα στόν ἅγιο Μᾶρκο ὁμιλοῦν περί τῶν σχέσεών του πρός τόν κορυφαῖον τῶν Ἀποστόλων Πέτρο, περί τοῦ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος σέ σειρά Εὐαγγελιστής καί περί ὁρισμένων σημείων τοῦ κατ’ αὐτόν Εὐαγγελίου. Ἐπίσης, ἄλλα ἐπιγράμματα ἀναφέρονται ἀποκλειστικῶς στά ζῶα, τά ὁποῖα ἡ παράδοση, ὁρμωμένη ἐκ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰεζεκιήλ στήν Παλαιά Διαθήκη καί τῆς Ἀποκαλύψεως, συνεσχέτισε πρός τούς Εὐαγγελιστές. Τέτοια π.χ. εἶναι ὁ λέων σχετισθεῖς μέ τόν Μᾶρκο. Τούτων συχνά γίνεται σύγχυσις καί ἡ ἐναλλαγή δέν εἶναι σπανία. Τά ἐπιγράμματα, τέλος, τά ὁποῖα ἀπαντοῦν στά Μηναῖα, ἑστιάζονται κυρίως στόν τρόπο, τόν τόπο καί τόν χρόνο τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ.
1. Παλατινή Ἀνθολογία, βιβλίο 1, ἀρ. 85· Κατάλογος τῶν κωδίκων Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας[2], σ. 2· ἐλεγειακό δίστιχο:
Οὐ κατ’ ἐπωνυμίην Αἰγύπτιον ἔλλαχε λαόν
ὄρφνη, ἐπεὶ φωνῆς Μάρκου ἔδεκτο φάος.
ἐπωνυμίην: φέρει τήν χαρακτηριστική κατάληξη ἐνικοῦ τῆς ὁμηρικῆς α΄ κλίσεως· ἀπαντᾶ σέ μεταγενέστερους ἐπικούς ποιητές, ὅπως τόν Ἀπολλώνιο τόν Ρόδιο, τόν Ὀππιανό καί τόν Νόννο.
ἔλλαχε: ἀόριστος β΄ τοῦ ρήματος λαγχάνω, μέ τόν χαρακτηριστικό ἐπικό σχηματισμό κατά διπλασιασμό τοῦ -λ-, ὅπως στό ὁμηρικό ἔλλαβεν. Ὁ ἴδιος τύπος ἐντοπίζεται δίς στόν ὁμηρικό ὕμνο Εἰς Δήμητραν (στ. 86-87)· ἀπαντᾶ ἐπίσης στόν Ὀππιανό, τόν Κόλουθο καί τόν Νόννο. Ὁμηρικῶς, συνήθως ὡς λάχεν, μέ ἀπουσία αὐξήσεως.
ὄρφνη (σκότος, νύχτα): ἀπαντᾶ συχνῶς στούς ἐπικούς ποιητές. Ὁμηρικῶς, στόν λογότυπο νύκτα δι’ ὀρφναίην (Κ 83, 276, 386· ι 143· Εἰς Ἑρμῆν, 578) καί ὀρφναίη νύξ (Εἰς Ἑρμῆν, 97).
ἔδεκτο: ἐντοπίζεται στόν ὁμηρικό ὕμνο Εἰς Ἑρμῆν, στ. 498. Πρόκειται γιά μεταγενέστερο ἐπικό τύπο, μετά χρονικῆς αὐξήσεως, τοῦ ὁμηρικοῦ ἀορίστου δέκτο τοῦ ρ. δέχομαι.
φάος: ὁ καθιερωμένος ἀσυναίρετος ὁμηρικός καί αἰολικός τύπος γιά τό φῶς. Ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ τούς τύπους φάος καί φόως, καί ἀπό τίς πλάγιες πτώσεις μόνο τή δοτική ἐνικοῦ (φάει) καί τήν αἰτιατική πληθυντικοῦ (φάεα). Τήν δοτική πληθυντικοῦ (φαέεσσι) ἐντοπίζουμε στόν Ἡσίοδο. Φάος εἶναι ὁ μόνος τύπος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Πίνδαρος. Οἱ Τραγικοί γράφουν φάος ἤ φῶς ἀναλόγως πρός ὅ,τι ἀπαιτεῖ τό μέτρο.
2. Εὑρίσκεται στούς ἑξῆς κώδικες: τῆς Γενναδείου Βιβλιοθήκης τῶν Ἀθηνῶν (13ος αἰ., 1226), τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων (Parisinus Graecus) ἀρ. 151 (14ος αἰ.) καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου (Patmiacus) ἀρ. 81 (14ος αἰ., 1345). Οἱ στίχοι ἔχουν γραφεῖ ἀνά δύο ὑπέρ καί ὑπό τήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καί ἔχουν συντεθεῖ σέ δακτυλικό ἑξάμετρο:
Ὅσσα περὶ Χριστοῖο θεηγόρος ἔθνεα Πέτρος
κηρύσσων ἐδίδασκεν ἀπὸ στομάτων ἐριτίμων
ἐνθάδε Μᾶρκος ἄγειρε καὶ ἐν σελίδεσσιν ἔθηκε·
τοὔνεκα καὶ μερόπεσσιν εὐάγγελος ἄλλος ἐδείχθη.
Ὅσσα: ὁ καθιερωμένος ὁμηρικός καί ἐπικός τύπος τοῦ ἐπιθ. ὅσσος-η-ον.
Χριστοῖο: ὁμηρίζων τύπος γενικῆς αρσ. β΄ κλίσεως. Ἀπαντᾶται εὐρέως σέ ἐκκλησιαστικούς ποιητές πού ὑπηρέτησαν τόν ἑξαμετρικό στίχο, κυρίως στά Ἔπη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
θεηγόρος: ἀπαντᾶ στήν Μεταβολή τοῦ Κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τοῦ Νόννου, στήν ὁποία παρατηροῦμε τήν προφανῆ σημασιολογική διαφοροποίηση τοῦ ἴδιου ὅρου ἀπό τά Διονυσιακά τοῦ ἰδίου.
ἔθνεα: στόν Ὅμηρο εὑρίσκεται ὄχι μόνο ὑπό τήν ἐθνοτική ἔννοια τοῦ συνόλου ὁμοφύλων (ἔθνεα Κόλχων, ἔθνεα Κελτῶν), ἀλλά κυρίως μέ τή σημασία τοῦ συνόλου προσώπων, τοῦ πλήθους, τῆς ὁμάδος προσώπων ἤ τοῦ εἴδους, γένους, πλήθους, σμήνους ζώων.
ἐριτίμων: τό ἐπίθ. ἐρίτιμος ἀπαντᾶ στήν Ἰλιάδα ὡς προσδιοριστικό τοῦ χρυσοῦ καί τῆς αἰγίδος, ὑπό τούς μετρικούς τύπους ἐριτίμοιο χρυσοῖο (Ι 126, 269) καί αἰγίδ’ ἔχων ἐρίτιμον ἤ αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον (Β 447, Ο 361). Στήν πρώτη περίπτωση, ἀναφέρεται στόν βαρύτιμο χρυσό τόν ὁποῖον ὁ Ἀγαμέμνων περιέλαβε στίς προσφορές τῆς πρεσβείας του πρός τόν Ἀχιλλέα, στήν προσπάθειά του νά τόν ἐξευμενίσει ὥστε νά ἐπιστρέψει στή μάχη. Στή δεύτερη περίπτωση, ἀναφέρεται στήν αἰγίδα τῆς Ἀθηνᾶς. Στό Β τῆς Ἰλιάδος ὁ Νέστορας συμβουλεύει τόν Ἀγαμέμνονα νά χωρίσει τά στρατεύματα κατά φυλές καί φατρίες. Ὁ Ἀγαμέμνων παραγγέλλει νά διαχωρίσουν μέ σπουδή οἱ βασιλεῖς τά πλήθη. Τόν Ἀτρείδη συνώδευε, σύμφωνα μέ τό ὁμηρικό ἔπος, ἡ Ἀθηνᾶ, μέ τήν ἐρίτιμον, ἀγήρων καί ἀθανάτην αἰγίδα, τήν ὁποία κοσμοῦσαν ἑκατό παγχρύσεοι θύσανοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ καθείς ἄξιζε ἑκατό βόες. Μέ αὐτήν περνοῦσε σάν ἀστραπή ἀπό τά πλήθη τῶν Ἀχαιῶν καί τούς ἐνεψύχωνε.
ἄγειρε: μέ ὁμηρική παράλειψη τῆς αὐξήσεως. Ἀπαντᾶ στό Λ 716, μέ τή σημασία τοῦ συγκεντρώνω, συναθροίζω.
σελίδεσσιν: μέ τήν τυπική ὁμηρική κατάληξη δοτ. πληθ. γ΄ κλίσεως, κατά διπλασιασμό τοῦ -σ-.
ἔθηκε: συχνότατος ἤδη ἀπό τόν Ὅμηρο ἀορ. τοῦ ρ. τίθημι, ἀπαντᾶ ἤδη στόν δεύτερο στίχο τῆς Ἰλιάδος (οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε).
μερόπεσσιν: ὁμηρικῶς, τό ἐπίθ. μέροψ (παρά τό μείρομαι = μερίζω + ὄψ, δηλ. «ὁ διαιρῶν τήν φωνή, ὁ προικισμένος μέ ἔναρθρο λόγο, ὁ ὁμιλῶν ἐνάρθρως») ἀπαντᾶ ὡς προσδιοριστικό τῶν ἀνθρώπων (μέροπες ἄνθρωποι, μερόπων ἀνθρώπων). Στή δοτ. πληθ. ἀπαντᾶ στό Β 285 (μερόπεσσι βροτοῖσιν), ὅπου ὁ Ὀδυσσεύς, ἀγορεύοντας πρός τά πλήθη τῶν Ἀχαιῶν, τούς κατηγορεῖ ὅτι καταλήγουν νά ἀτιμάσουν τόν Ἀγαμέμνονα «ἐμπρός στόν κόσμον ὅλον» (μτφρ. Ἰ. Πολυλᾶ. Στό πρωτότυπο: Ἀτρεΐδη νῦν δή σε ἄναξ ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ / πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσιν). Οἱ Ἀχαιοί ἔθεταν πλέον ὑπό ἀμφισβήτηση τή συνέχιση τῆς ἐκστρατείας, ὕστερα ἀπό λόγο τοῦ Θερσίτη, ὁ ὁποῖος τούς παρότρυνε νά τήν ἐγκαταλείψουν. Ὁ Ὁδυσσεύς ὑποστήριξε ὅτι, ἀντιθέτως, ἔπρεπε νά παραμείνουν στήν Τρῳάδα καί νά ἐπιτεθοῦν κατά τῆς πόλεως τοῦ Ἰλίου.
3. Εὑρίσκεται στούς ἑξῆς κώδικες: Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων, Parisinus Graecus 151 (14ος αἰ.)· Κατάλογος Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου[3], σ. 54· Κατάλογος Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, σ. 5. Πρόκειται γιά ἐλεγειακό δίστιχο:
Ἔργον ἀριπρεπὲς ἐκ μεγάλου Πέτρου μυηθείς
Μᾶρκος ἔτευξε τόδε πνεύματος ἐν σοφίῃ.
ἀριπρεπές: Τό ἐπίθετο ἀριπρεπής σχηματίζεται ἀπό τό ρήμα πρέπω μέ τήν προσθήκη τοῦ προθεματικοῦ μορίου ἀρι-, τό ὁποῖο (ὅπως καί τό ἐρι-) ἐνισχύει τήν ἔννοια τοῦ β΄ συνθετικοῦ. Ἔχει κοινή ρίζα μέ τά Ἄρης, ἀρείων, ἄριστος, ἀραρίσκω, περιέχοντας τήν ἔννοια τῆς καταλληλότητος καί τῆς ἀνωτερότητος (πρβλ. ἀρίγνωτος, ἀρίδακρυς, ἀρίδηλος). Ἀπαντᾶ δέ καί στά σανσκριτικά (ari-). Τό ἀριπρεπές, συνεπῶς, δηλώνει τό λίαν εὐπρεπές, τό μεγαλοπρεπές, τό διαπρεπές, τό ἀληθῶς σπουδαῖον.
Ὁμηρικῶς, ἀπαντᾶ στήν Ὀδύσσεια (θ 176, ι 22). Στήν πρώτη περίπτωση, ὁ Εὐρύαλος, εἷς ἐκ τῶν Φαιάκων, πανέμορφος στήν ὄψη ἀλλά ἐριστικός στά λόγια, ἀμφισβητεῖ τίς ἀθλητικές ἱκανότητες τοῦ Ὀδυσσέως. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ, μεταξύ ἄλλων: «ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές, οὐδέ κεν ἄλλως / οὐδὲ θεὸς τεύξειε, νόον δ᾽ ἀποφώλιός ἐσσι» (θ 175-6), δηλ. «Ἔτσι κι ἐσύ· τήν ὀμορφιά σου οὔτε θεός δέν θά μποροῦσε / νά τήν κάνει ἀνώτερη, ὁ νοῦς σου ὡστόσο εἶναι λίγος καί λειψός» (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη).
Στή δεύτερη περίπτωση, ὁ Ὀδυσσεύς, ἀρχίζοντας νά ἐξιστορεῖ τίς περιπλανήσεις του ἐνώπιον τῶν Φαιάκων, ἀποκαλύπτει τήν ταυτότητα καί τήν καταγωγή του. «Ναιετάω δ᾽ Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ᾽ ὄρος αὐτῇ / Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές» (ι 21-22), δηλ. «Πατρίδα μου ἡ Ἰθάκη πού τήν γνωρίζεις εὔκολα· στή μέση της / ὑψώνεται βουνό, τό Νήριτο περήφανο, ὁ ἄνεμος κλονίζει / τά φυλλώματά του» (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη).
ἔτευξε: γ΄ πρόσωπο ἐνικοῦ ἀορίστου τοῦ ρήματος τεύχω, πού ἀπαντᾶ ἤδη ὁμηρικῶς (Ζ 314, Ξ 166 καί 338, η 92) μέ τή σημασία τοῦ τεχνουργῶ, κατασκευάζω, παράγω διά τεχνικῆς ἐργασίας. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρουσία του στό λογοτυπικό σύνταγμα τόν οἱ ἤ τόν σοι φίλος υἱὸς ἔτευξεν Ἥφαιστος, πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, τό ὁποῖο ἀπαντά δίς στό Ξ τῆς Ἰλιάδος, καί ἀναφέρεται στό ὀλύμπιο ἰδιαίτερο δωμάτιο τῆς Ἥρας.
σοφίῃ: μέ τήν ἰδιαίτερη ἐπική κατάληξη γιά τά θηλυκά α΄ κλίσεως.
4. Κατάλογος Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, σ. 3· δακτυλικό ἑξάμετρο:
Πέτρου θεσπεσίοιο πάϊς καὶ μύστης Μᾶρκος
τήνδ’ ἱερὴν ζαθέην τε βίβλον θέτο κοινὸν ὄνειαρ,
τῆς [4] ἀρχὴ βάπτισμα Θεοῦ ἰδὲ θαύματα πλεῖστα
καὶ τέλος εἰς πόλον ἄρσις Ἰησοῦ παμμεδέοντος.
θεσπεσίοιο: ὁμηρικός τύπος γενικῆς αρσενικῶν β΄ κλίσεως τοῦ ἐπιθέτου θεσπέσιος (θεσπέσιος, ἐξαίσιος, ἔξοχος, θεῖος, ἀνέκφραστος, φοβερός). Ἀπαντᾶ ἀρκετές φορές ὁμηρικῶς (Α 591, Β 457, ι 434, ν 363, ω 6), ὑπό τίς ἑξῆς μορφές: ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, ὅπου δηλώνει τό κατώφλι τοῦ Ὀλύμπου· ἀπό χαλκοῦ θεσπεσίοιο: γιά νά προσδιορίζει τήν θαυμαστή θέα τοῦ ἀκτινοβολοῦντος χαλκοῦ τῶν πολεμιστῶν· ἀώτου θεσπεσίοιο: τοῦ μαλλιοῦ τοῦ κριαριοῦ, διά τοῦ ὁποίου δραπέτευσε ὁ Ὀδυσσεύς ἀπό τό κυκλώπειο σπήλαιο· καί, τέλος, ὑπό τόν λογότυπο μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο (ν 363, ω 6).
πάϊς: συχνότατος ὁμηρικός τύπος τοῦ κλασικοῦ ὀνόματος παῖς, παιδός, εἰδικῶς ὅταν ἀποτελεῖ μέρος δύο διαδοχικῶν ποδῶν ἤ τυγχάνει στόν πέμπτο πόδα ἤ πρό τῆς βουκολικῆς διαιρέσεως. Συχνός εἶναι ὁ τύπος Κρόνου πάϊς, ἰδιαιτέρως ὑπό τήν μορφή Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω, «ὁ υἱός τοῦ ἀγκυλομήτου Κρόνου»· ἀγκυλομήτης εἶναι ὁ κρυπτόβουλος, ὁ κρυψίνους, ὁ πανοῦργος, ὁ σκολιῶς βουλευόμενος.
ζαθέην: ὁμηρική αἰτιατική ἐνικοῦ θηλυκοῦ τοῦ ἐπιθέτου ζάθεος, -α, -ον, πού σημαίνει τόν ἄγαν θεῖον, τόν ἱερόν, τόν ἡγιασμένον. Ἀπαντᾶ ἤδη στίς ραψωδίες Α καί Β τῆς Ἰλιάδος (Α 38, 452, Β 508, 520) ὡς προσδιοριστικό πόλεων.
θέτο: τρίτο πρόσωπο ἐνικοῦ ἀριθμοῦ ἀορίστου β΄ μέσης φωνής τοῦ ρήματος τίθημι, μέ ὁμηρική παράλειψη τῆς αὐξήσεως.
ὄνειαρ: ὁμηρική λέξη, τό ὄνειαρ, γεν. τοῦ ὀνείατος, πληθ. τά ὀνείατα, παρά τό ρήμα ὀνίνημι, πού δηλώνει πᾶν ὅ,τι ὠφελεῖ ἤ συμφέρει, τό κέρδος, τό ὄφελος, τήν ἐπικουρία, τήν βοήθεια, τήν ἀναψυχή, κι ἐπίσης τά τρόφιμα, τά ἐδέσματα, τά δῶρα. Ἡ Ἑκάβη, θρηνώντας τόν υἱό της Ἕκτορα, λέγει ὅτι ἦταν πᾶσί τ’ ὄνειαρ Τρωσί τε καὶ Τρῳῇσι κατὰ πτόλιν, οἵ σε θεὸν ὣς δειδέχατ[ο] (Χ 433), ὅτι δηλ. «καί οἱ Τρώισσες καί οἱ Τρῶες σωτῆρα σ’ εἶχαν καί ὡς θεόν σέ καλοδέχοντ’ ὅλοι» (μτφρ. Ἰ. Πολυλᾶ). Ἀκολούθως, τό ἐντοπίζουμε μέ τή σημασία τοῦ βοηθοῦ στόν θρῆνο τῆς Ἀνδρομάχης (Χ 486). Ὀνείατα χαρακτηρίζονται τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Πριάμου πρός τόν Ἀχιλλέα (Ω 367). Τέλος, τά εὑρίσκουμε μέ τή σημασία τῶν ἐδεσμάτων στήν Ὀδύσσεια (κ 9, ο 316).
παμμεδέοντος: ἐπιθετική μετοχή πού ἀπαντᾶ στήν βυζαντινή ἐπική γραμματεία ἀπό τόν Νόννο (καί στά Διονυσιακά του καί στήν Μεταβολή τοῦ Κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου). Ἀνάγεται στήν ὁμηρική ἐπιθετική μετοχή μεδέων, θηλ. μεδέουσα, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ὡς προσδιοριστική τῶν θεῶν, ὅπως τοῦ Διός (Γ 276, 320, Η 202, Ω 308: Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε), τοῦ Ἑρμοῦ (ὁμηρικός ὕμνος Εἰς Ἑρμῆν, στ. 2) καί τῆς Ἀφροδίτης (ὁμηρικοί ὕμνοι Εἰς Ἀφροδίτην: Χαῖρε θεὰ Κύπροιο ἐϋκτιμένης μεδέουσα). Συνιστᾶ ἐπιθετική μετοχή τοῦ ρήματος μεδέω, τύπου τοῦ μέδω, καί σημαίνει τόν φροντίζοντα, τόν κυβερνῶντα, τόν προστάτη, τόν βασιλέα, τόν κηδεμόνα, τόν φρουρό. Χρησιμοποιεῖται ἐπί θεῶν εὐνοούντων καί προστατευόντων ὁρισμένους τόπους, ὅπως ἐπί τοῦ Διός ἀνωτέρω, Ἴδηθεν μεδέων (κλητική), δηλ. «φρουρέ καί προστάτα τῆς Ἴδης, ἄρχοντα τῆς Ἴδης». Στό θηλυκό πρόσωπο, χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἐπί προστατίδων θεαινῶν καί δηλώνει τήν ἄρχουσα, τήν ἐπόπτιδα, τήν πολιοῦχον, τήν προστάτιδα. Ἐκκλησιαστικῶς τό ἐντοπίζουμε λ.χ. καί στό ἐπίγραμμα ὑπ’ ἀριθμ. 31 τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας, ἀφιερωμένο «Εἰς τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον»: Παμμεδέοντα, ἄνασσα, Θεοῖο γόνον, τεὸν υἱόν, / ἄγγελοι ὃν τρομέουσι, τεῇς παλάμῃσι κρατοῦσα […].
5. Ἀποτελεῖ ποιητική σύνθεση, σέ ἰαμβικό τρίμετρο, τοῦ Μανουήλ Φιλῆ, μέ τήν ἐπιγραφή Εἰς τὸ λεοντῶδες αὐτοῦ ζώδιον. Ἔχει ἀποδοθεῖ στό παρελθόν στόν ἁγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[5].
Λέων ὁ Μᾶρκος εὑρεθεὶς ἐκ τῶν λόγων,
φρικτῶν βρυχηθμῶν ἐξερεύγεται κτύπους,
οὓς ἡ κτίσις πτήξασα, δορκάδος δίκην,
τοὺς δυσπλόκους πέφευγε τῆς πλάνης βρόχους.
Ἡ ἔξοχη ποιητική εἰκόνα θυμίζει πολύ ἀντίστοιχες τοῦ Ὁμήρου, ἀντλούμενες ἀπό τόν ζωικό κόσμο καί ἰδιαίτερα ἀπό τίς ἐπιθέσεις λεόντων στή λεία τους. Σέ μίαν ἀπό αὐτές, παρομοιάζει τήν καταδίωξη τοῦ Ἕκτορος ἀπό τόν Ἀχιλλέα, κατά τή μονομαχία τους, μέ σκύλο πού καταδιώκει ἐλάφι καί δέν ἡσυχάζει ἄν δέν τό ἐντοπίσει. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ, ἀναλόγως ὅπως ἐδῶ (ἡ κτίσις πτήξασα), τήν μετοχή καταπτήξας (Χ 191), τοῦ ρήματος καταπτήσσω (συστέλλομαι ἐκ φόβου).
6. Οἱ ἀκόλουθοι στίχοι ἀνήκουν στόν Μιχαήλ Ἀποστόλη, λόγιο τοῦ 15ου αἰῶνος[6]:
Εὐαγγελιστά Μάρκε[7] τοῦ θεοῦ λόγου
ἰδοὺ τέτευχας τῆς ἄνω κληρουχίας·
αὐχένα εἰκάδι πέμπτῃ[8] Μάρκου ἔτμαγεν αἰχμή·
Ὦ πολιοῦχ’ Ἐνετῶν μεγαθύμων Μάρκε ἀγῆνορ,
ῥύεο σεῖο πόλιν ἔκ γε δολορραφίης.
Οἱ δύο πρῶτοι στίχοι εἶναι σέ ἰαμβικό τρίμετρο· ὁ τρίτος σέ δακτυλικό ἑξάμετρο καί οἱ δύο τελευταίοι συνιστοῦν ἐλεγειακό δίστιχο.
Τό τέτευχας, παρακείμενος τοῦ τυγχάνω στούς κλασικούς συγγραφεῖς, συγχέεται καί συμπίπτει ἰωνικῶς καί ὁμηρικῶς μέ ἀντιστοίχους τύπους τοῦ τεύχω (παρασκευάζω, παράγω διά τεχνικῆς ἐργασίας).
ἔτμαγεν: ἀόριστος τοῦ τμήγω (τέμνω, κόπτω). Στόν Ὅμηρο ἀπαντοῦν οἱ τύποι τμάγεν καί διέτμαγεν. Μέ αὐτόν τόν τύπο δηλώνεται λ.χ. ἡ διάσπαση τῶν τάξεων τῶν Τρώων ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ Πατρόκλου (Π 374).
ἀγῆνορ: κλητική ἐνικοῦ τοῦ ἐπιθέτου ἀγήνωρ (ἀνδρεῖος, ἡρωϊκός, γενναῖος· ἐπίσης, ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος καί ἀλαζόνας). Ἀγήνορες χαρακτηρίζονται ἀπό τόν Ὅμηρο οἱ Τρῶες (Τρῶας ἀγήνορας: Κ 299) καί ὁ Λαομέδων· ἐπίσης, τό θυμικό τοῦ λέοντος, πού ὁρμᾶ μέ ἀσυγκράτητη δύναμη στά ποίμνια (Ω 42: μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ), ὡς παρομοίωση τῆς μήνιος τοῦ Ἀχιλλέως· καθώς καί στήν Ὀδύσσεια, κατ’ ἐπανάληψη καί λογοτυπικῶς, οἱ μνηστῆρες. Ἀγήνωρ, βεβαίως, ἦταν καί τό ὄνομα τοῦ Τρώου ἥρωος, υἱοῦ τοῦ Ἀντήνορος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν Ἰλιάδα (Ζ 298, Λ 59) καί διεκρίθη γιά τήν γενναιότητά του, καθώς ἀντιμετώπισε τόν ἴδιο τόν Ἀχιλλέα. Κατά τήν ἀναμέτρηση (Φ 545 κ.ἑ.), κινδύνευσε νά σκοτωθεῖ καί τόν διέσωσε ὁ Ἀπόλλων τυλίσσοντάς τον σέ νέφος καί ἀπομακρύνοντάς τον ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης.
Μεγαθύμων: γενική πληθυντικοῦ τοῦ ἐπιθέτου μεγάθυμος (μεγαλόψυχος, γενναιόψυχος, ὑψηλόφρων), πού ἀπαντᾶ εὐρέως στόν Ὅμηρο, εἰδικῶς σέ λαωνυμικά συμφραζόμενα (λ.χ. Τρώων μεγαθύμων, Αἰτωλῶν, Παφλαγόνων, Ἀβάντων, Φαιήκων, Φθίων μεγαθύμων), καί χρησιμοποιεῖται καί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ποιητές.
ῥύεο: β΄ πρόσωπο προστακτικῆς ἐνεστῶτος, ἄνευ συναιρέσεως στήν κατάληξη, τοῦ ρήματος ῥύομαι (προστατεύω, προφυλάσσω· κυριολεκτικῶς, ἀπό τό ἐρύω: σύρω, ἕλκω, ἐξελκύω, ἀνασπῶ).
σεῖο εἶναι ὁ γνωστός ὁμηρικός τύπος τῆς γενικῆς τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας.
δολορραφίη: ἡ λέξη δέν ἀπαντᾶ στόν Ὅμηρο, ὡστόσο ἔχει τήν χαρακτηριστική ὁμηρική κατάληξη τῶν θηλυκῶν οὐσιαστικῶν α΄ κλίσεως. Μέ αὐτή τή μορφή ἐντοπίζεται καί στήν Παλατινή Ἀνθολογία (Βιβλίο Ε΄, ἐπίγραμμα 286), ἐνῶ ὁ δολορραφεύς ἀπαντᾶ στά Διονυσιακά τοῦ Νόννου καί στόν Ὀππιανό.
7. Μηναῖον Ἀπριλίου, ἐκδ. Βενετίας, ἡμ. 25ῃ. Τό πρῶτο δίστιχο ἔχει συντεθεῖ σέ ἰαμβικό τρίμετρο, ἐνῶ ὁ τελευταῖος στίχος σέ δακτυλικό ἑξάμετρο:
Σύροντες εἰς γῆν Μᾶρκον οἱ μιαιφόνοι,
πρὸς οὐρανοὺς πέμποντες αὐτὸν ἠγνόουν.
Εἰκάδι πέμπτῃ Μᾶρκον ἐνὶ χθονὶ ἄφρονες εἷλκον.
μιαιφόνοι: Τό ἐπίθ. μιαιφόνος (ὁ διά φόνου μεμιασμένος, ὁ αἱμοδιψής καί αἱμοχαρής, ὁ φονικός) εἶναι προσδιοριστικό τοῦ Ἄρεως στήν Ἰλιάδα (Ἄρης μιαιφόνος, ὁ ἀνδροφόνος: Ε 844, Φ 402).
ἐνί: ὁ γνωστός ὁμηρικός τύπος τῆς προθέσεως ἐν.
Ἡ μελέτη τῶν παρατεθέντων ἐπιγραμμάτων δεικνύει ὅτι ὁ ὁμηρικός στίχος ἀνέθαλε καί σέ αὐτό τό πεδίο ὡς ζῶσα ποιητική παράδοση, καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν βυζαντινῶν χρόνων καί πέραν ἀκόμη τούτων. Ἡ πάλλουσα γλώσσα καί τό μέτρο τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν δέν παρέμεινε στό διδασκαλεῖο· γονιμοποίησε τήν ἐκκλησιαστική ποίηση καί τῆς προσέδωσε αἴγλη καί ἀρτιότητα, ὑψηλό καί ὑπερβατικό ὕφος, ποιητική χάρη, δύναμη καί βαρύτητα. Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ὁμηρικοῦ στίχου διεπότισε βαθέως καί ἐκτενῶς τήν ἐκκλησιαστική ἐπιγραμματοποιία τόσο στό λεξιλόγιο ὅσο καί στή μετρική μορφή, ἀποδίδουσα θαυμαστούς καρπούς. Ἡ τέχνη τοῦ «κορυφαίου τῶν ποιητῶν» ἔγινε ἐκδήλωση ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας πρός τιμήν καί ὕμνον τοῦ «θείου συγγραφέως» καί «τρανῶς φθεγγομένου» «ἐν θεογράφοις», ἁγίου Μάρκου.
[1] Henrici O. Coxe, Catalogi codicum manuscriptorum Bibliothecae Bodleianae. Pars prima recensionem codicum Graecorum continens, Oxonii 1853. Πρβλ. Τό ἰαμβικό ἐπίγραμμα στόν Πατμιακό κώδικα ὑπ’ ἀριθμ. 334 (14ος αἰ.). Ἀθ. Κομίνης, «Συναγωγή ἐπιγραμμάτων εἰς τούς τέσσαρας Εὐαγγελιστάς», ΕΕΒΣ 21 (1951), 254-279.
[2] Σωφρ. Εὐστρατιάδου – Σπυρ. Λαυριώτου, Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἐν Κανταβριγίᾳ, 1925.
[3] Σωφρ. Εὐστρατιάδου – Ἀρκαδίου Βατοπεδινοῦ, Κατάλογος τῶν κωδίκων τῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπεδίου ἀποκειμένων κωδίκων, ἐν Κανταβριγίᾳ, 1924.
[4] Δηλ. «τῆς ὁποίας βίβλου» ἤ «ταύτης τῆς βίβλου».
[5] Λ. Σωφρονίου (Εὐστρατιάδου), Ἁγιορειτικῶν κωδίκων σημειώματα, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Α΄, 1917, σ. 54-55.
[6] Β. Λαούρδας, «Μιχαήλ Ἀποστόλη ἀνέκδοτα ἐπιγράμματα», ΕΕΒΣ 20 (1950), σ. 192-3.
[7] Οἱ φιλόλογοι διατηροῦν τήν ὀρθογραφία τοῦ πρωτοτύπου καί αὐτογράφου κώδικος: Β. Λαούρδας, ἔ.ἀ., σ. 173· Ἀθ. Κομίνης, «Συναγωγή ἐπιγραμμάτων εἰς τούς τέσσαρας Εὐαγγελιστάς», ΕΕΒΣ 21 (1951), σ. 259.
[8] Δηλ. Ἀπριλίου.
Ἡ ανωτέρω ὁμιλία εκφωνήθηκε στό Ὁμήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου τήν Κυριακή 14 Ἰουλίου 2013 στά πλαίσια τῶν εργασιῶν τῆς Ὁμηρικῆς Ἀκαδημίας 2013