Του π. Ηλία Μάκου
Ήταν το μακρινό 1993. Πολύ νέοι τότε εμείς. Είχε έρθει για επίσκεψη στις φυλακές Ιωαννίνων ο «προστάτης άγγελος» των φυλακισμένων, όπως τον αποκαλούσαν, ο αείμνηστος π. Γερβάσιος Ραπτόπουλος, μαζί με μέλη της Αδελφότητας «Οσίας Ξένης» και της «Διακονίας Αποφυλακίσεως Απόρων Κρατουμένων». Πήγε στις φυλακές, τέλεσε θεία λειτουργία, μίλησε θερμά και συγκινητικά και απλά στους κρατουμένους, τονίζοντάς τους ότι ο Χριστός είναι δίπλα τους για να τους συγχωρήσει τις αμαρτίες τους, αν μετανοήσουν, και πρέπει να Τον δουν, να Τον ανακαλύψουν. Εξομολόγησε κάποιους από αυτούς και δίνοντας χρήματα αποφυλάκισε μερικούς. Έκανε, δηλαδή, και στα Γιάννινα, αυτό, που έκανε, επί 42 χρόνια, σ’ όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Κατά την παραμονή του στα Γιάννινα θέλησε να μεταβούν ως προσκυνηματική εκδρομή στο ιστορικό Σούλι. Γνωστός του τού σύστησε εμάς ως ξεναγό. Και πραγματικά, συμμετείχαμε στο προσκύνημά του. Και θυμόμαστε ακόμη τα δάκρυά του, όταν βρέθηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής, καθώς, όπως μας είπε, «ξεχνάνε πολύ το ρόλο της Εκκλησία στην ελευθερία του Γένους».
Από τότε ξεκίνησε μια ευλογημένη επικοινωνία μεταξύ μας, μια ειλικρινή σχέση, που κράτησε για 27 ολόκληρα χρόνια, μέχρι την κοίμησή του. Μας έστελνε βιβλία του, το περιοδικό του, μας τηλεφωνούσε συχνά, αλληλογραφούσαμε.
Οι επιστολές του μια όαση μέσα στην ερημιά, μέσα στην Σαχάρα της καρδιάς μας. Και αυτό, γιατί δεν ήταν τυπικές, άψυχες και ψυχρές, όπως δεν ήταν τυπικός, άψυχος και ψυχρός ο ίδιος, αλλά είχαν την εσωτερική του φλόγα, που διατηρούνταν πάντοτε αναμμένη από τον ευαγγελικό λόγο.
Όλος ο αγώνας του για τους φυλακισμένους, για τον οποίο έχει τιμηθεί ουκ ολίγες φορές, είχε μια αφετηρία. Την αγάπη του για τους αμαρτωλούς.
Αυτή τον έκανε «φτερωτό» και διάβηκε τα ελληνικά σύνορα και ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας, «έως εσχάτου της γης». Από τη Γαλλία στην πλευρά του Ατλαντικού ως τον Ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό, στα Νησιά Φίτζι. Κι από το Μοζάισκ της Β. Ρωσίας, στο δρόμο προς τη Σιβηρία, μέχρι τις Φυλακές Μαδαγασκάρης στον Ινδικό Ωκεανό, στην Αμερική και στην Αφρική. 71 μεγαλειώδεις επισκέψεις σε φυλακές εντός Ελλάδος και 45 ιδιαίτερες επισκέψεις σε φυλακές του λοιπού κόσμου.
Έλεγε συχνά: «Για τον αμαρτωλό και τον πιο αμαρτωλό θυσιάστηκε ο Θεός, που έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο. Εγώ κάνω ελάχιστα».
Επειδή ήταν αληθινός Χριστιανός αγωνιστής, έβαζε αγάπη, εκεί, που δεν υπήρχε αγάπη, για να βρει αγάπη.
Με τη ζεστασιά της αγάπης του της αληθινής, που την ενέπνεε ο Χριστός, συσπείρωσε γύρω του εκατοντάδες ανθρώπους, που τον βοηθούσαν, και «γκρέμιζε», χωρίς και ίδιος πολλές φορές να το καταλαβαίνει πως συνέβαινε αυτό, τα τείχη των φυλακών, την απομόνωση και τη μοναξιά των φυλακισμένων. Πρώτο απ’ όλα, και αυτό ήταν το σημαντικότερο, τους έβγαζε από τη φυλακή του εαυτού τους.
Οτιδήποτε και αν ήταν ο άλλος, δεν έπαυε να ήταν αδελφός του, παιδί του Θεού. Γι’ αυτό δεν σταματούσε στις διαπιστώσεις, αλλά προχωρούσε στο πλησίασμα του συνανθρώπου και ειδικά του κρατουμένου στις φυλακές, απλώνοντάς του φιλικά το χέρι, ρίχνοντας του βλέμμα καλοσυνάτο και απροσποίητο, που τον μαγνήτιζε, ακούγοντας τους καημούς του και στηρίζοντάς τον με κάθε τρόπο.
Θεωρούσε, μας το ομολογούσε πολλές φορές, πώς είχε ευθύνη για τους φυλακισμένους. Ευθύνη να τους δείξει, με το φως του Χριστού, το δρόμο, να τους δώσει το αλάτι, που θα νοστιμίσει τη ζωή τους, τη ζύμη, που θα τους ανεβάσει το ηθικό και το ήθος.
Κάνοντας το χρέος του, στα πρόσωπα των αδελφών του, έβρισκε τον εαυτό του και δεν τον καταδίκαζε σε μια αφύσικη ζωή και σε μια πνευματική ακαρπία.
Η ψυχή του ισορροπούσε μόνο με την προσφορά. Ήταν φτιαγμένη όχι μόνο να δέχεται, αλλά και να προσφέρει. Είχε νόημα η ζωή του, γιατί αγάπησε και αγαπήθηκε.