You are currently viewing Ο Άγιος Επίσκοπος της Χίου

Ο Άγιος Επίσκοπος της Χίου

  • Reading time:2 mins read

🔺Γράφει ο Γεώργιος Μακαγιός, Φοιτητής Νομικής Α.Π.Θ.

Αναζητώντας κανείς την αλήθεια μέσα στις σελίδες της ιστορίας ενός τόπου, συναντά συχνά πρόσωπα που έλαμψαν στην εποχή τους ως φωτοφόρα παραδείγματα μόρφωσης, τιμιότητας ή ανδρείας και συνεχίζουν να ακτινοβολούν ως τις μέρες μας δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές και για άλλους σύγχρονους μιμητές τους.

Ανθρώπους οι οποίοι, αφανώς πολλές φορές, έδρασαν με τρόπο που κατέστη σωτήριος για τους υπολοίπους, διότι είτε τους όπλισαν με αισθήματα και γνωρίσματα απαραίτητα για τις επιταγές της επικαιρότητας, είτε θυσίασαν οι ίδιοι τα πάντα ώστε να προστατευθεί κάθε άλλος. Ένα γνώρισμα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και ως «αυτοθυσία», κάτι όμως που για τους ίδιους δεν ίσχυε αφού τέτοιες πράξεις ήταν για αυτούς «ιερό καθήκον». Ίσως αυτό να ήταν και το βασικό χαρακτηριστικό που οδήγησε στην αιώνια ενθύμηση.

Άνθρωποι με τα παραπάνω γνωρίσματα πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν μέσα στο πλήθος, ίσως όμως σε περιόδους δύσκολες  να φάνηκε καλύτερα η δράση και ο δυναμισμός τους. Έτσι και στα πολεμικά γεγονότα δεν ήταν μόνο οι ήρωες, οι στρατηγοί και οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν τον απλό λαό και τα ιδανικά του, αλλά ήταν και τόσοι άλλοι φωτισμένοι λόγιοι, κληρικοί και δάσκαλοι, οι οποίοι με τον τρόπο τους συνέβαλαν τα μέγιστα στο βωμό της ελευθερίας. Ανάμεσα σε αυτούς και ένας άγνωστος στους πολλούς Εθνοϊερομάρτυρας Επίσκοπος της Χίου, ο Πλάτων Φραγκιάδης.

Ας ταξιδέψουμε όμως πίσω στο χρόνο για να γνωρίσουμε αυτή τη μεγάλη ιστορική προσωπικότητα και ας κατευθυνθούμε στο νησί της μαστίχας, στην πανέμορφη μα Τουρκοκρατούμενη Χίο του 1775. Ο κατά κόσμον Πανταλέων Φραγκιάδης ή Φραγκιάς γεννήθηκε και ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου μέσα σε μια από τις ελληνικές οικογένειες του νησιού. Η οικογένειά του, μάλιστα, φαίνεται πως μετοίκησε στο νησί από τον Μυστρά κατά τον 16ο αιώνα και ήταν εύπορη συγκριτικά με τις υπόλοιπες τις περιοχής, ενώ μετά την Σφαγή του 1822 μέλη της είχαν εγκατασταθεί κυρίως στο Λονδίνο και στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο (Σύρο, Κωνσταντινούπολη, Νέα Υόρκη, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Μάντσεστερ κ.ά.). Οι γονείς του μετέπειτα φημισμένου Επισκόπου φρόντισαν να λάβει επιτηδευμένη μόρφωση στην Μεγάλη Σχολή της Χίου που ίδρυσε ο ιερέας (και Άγιος πλέον της Εκκλησίας μας) Αθανάσιος ο Πάριος το 1792.

Στην περίφημη αυτή Σχολή συγκεντρώθηκαν, έπειτα από παρότρυνση του Σχολάρχη Αθανασίου, οι μαθητές όλων των μικρότερων σχολών που υπήρχαν στις διάφορες συνοικίες του νησιού και δημιουργήθηκε, έτσι, ένα πανελληνίως γνωστό εκπαιδευτικό ίδρυμα που διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην εποχή του, λόγω κυρίως της σπουδαίας του Βιβλιοθήκης. Μάλιστα, τα έξοδα δημιουργίας της Σχολής ανέλαβαν οι πιο εύποροι κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι συναισθάνονταν την ανάγκη μόρφωσης της νέας γενιάς και διαπίστωναν τη σημασία της Σχολής και της πλούσιας Βιβλιοθήκης «προς εξάπλωσιν και διάδοσιν της παιδείας, ως και εύκολον μετεκκένωσιν της ευρωπαικής  Σοφίας εις τας πόλεις της Ελλάδος». Σε αυτό το μεστό γνώσεων περιβάλλον έλαβε τα πρώτα του γράμματα και ο νεαρός -τότε- Παντολέων, ο οποίος όμως διψώντας για επιπλέον εφόδια ξεκίνησε για την πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το 1803, ο Παντολέων αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στην πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των λοιπών περιάκουστων Αυτοκρατόρων, η οποία παρά την οθωμανική κυριαρχία αποτελούσε σπουδαίο κέντρο πολιτισμού και γραμμάτων. Εκεί, επιλέγει να εγγραφεί στην Πατριαρχική Ακαδημία, την μετέπειτα Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης και ακολούθως Μεγάλη του Γένους Σχολή, η οποία ήταν υπό τη διεύθυνση του μετέπειτα Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Δωρόθεου του Πρώιου, ο οποίος ασκούσε τα ανώτατα διοικητικά καθήκοντα στην Ακαδημία έως της εκλογής του σε Μητροπολίτη Φιλαδελφείας το 1807. Μάλιστα, ο Δωρόθεος, αναγνωρίζοντας τα πλούσια χαρίσματα με τα οποία ο Θεός είχε κοσμήσει τον Άγιο, δεν δίστασε να του αναθέσει το έργο του βιβλιοθηκάριου της Σχολής, συμμετέχοντας έτσι στην έκδοση του λεξικού «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης», ενώ το 1807 η διαδοχή στη Σχολαρχία της Πατριαρχικής Σχολής Ξηροκρήνης ήταν το επιστέγασμα της όλης ως τότε πορείας του στον χώρο των γραμμάτων και η δικαίωση όλων των προσπαθειών του. Τη θέση αυτή ανέλαβε ο Παντολέων από τον προκάτοχό του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Δωρόθεο και τη διατήρησε έως και το 1809. Σαφώς, το πάθος του για τη διδασκαλία δεν έπαυσε εκεί, αλλά συνεχίστηκε με θέρμη και ορμή και μετέπειτα, καθώς δίδασκε ιδιωτικά σε οικογένειες Χίων και άλλων ομογενών της Κωνσταντινούπολης, ενώ άσκησε και καθήκοντα Ιεροκήρυκα σε διάφορους Ναούς της πόλης.

Η κλίση, όμως, προς την ιεροσύνη και η εξ Ουρανού κλήση για το ύψιστο υπούργημα ήταν πάντοτε υπαρκτά στοιχεία που αναμειγνύονταν με τη σπάνια προσωπικότητα του νεαρού διδασκάλου. Έτσι, ο Παντολέων Φραγκιάδης κείρεται το 1812 μοναχός και λαμβάνει το όνομα Πλάτων προς τιμήν του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Πλάτωνος. Η ευλογία προς το πρόσωπό του και η χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν έπαυσαν εκεί, καθώς λίγο καιρό αργότερα, ο μοναχός Πλάτων χειροτονήθηκε, στην Κωνσταντινούπολη, διάκονος και πρεσβύτερος.

Στις 25 Ιανουαρίου 1817, η Μέγαλη του Χριστού Εκκλησία, αναγνωρίζοντας το έργο και τις δυνατότητες του για προσφορά στον Θεό και τον άνθρωπο, τον εξέλεξε Μητροπολίτη Χίου, σε αντικατάσταση του Μητροπολίτη Παρθενίου. Οι προσδοκίες τους δεν διαψεύστηκαν! Ως Μητροπολίτης Χίου, ο Άγιος Πλάτων, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδεία φροντίζοντας για τη στέγαση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, ιδρύοντας Τυπογραφείο και φροντίζοντας για τη λειτουργία της περίφημης Σχολής της Χίου, παρά τις αντιξοότητες της εποχής. Εκτός αυτού, σπουδαία ήταν η μέριμνά του και για τις υλικές και πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου, στο οποίο παρείχε τα απαραίτητα για την πρόοδο και καλλιέργεια με ένα ευρύ φάσμα παροχών πνευματικής κατάρτισης και βιοπορισμού.

Κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του, ο Συναξαριστής θέλει τον Άγιο να έρχεται σε επικοινωνία με τους αδελφούς Νεομάρτυρες Σταμάτιο και Ιωάννη που κατάγονταν από τις Σπέτσες και μαρτύρησαν στη Χίο πιθανώς το 1822 (πριν τον Μητροπολίτη Πλάτωνα). Οι Άγιοι, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο, ξεκινώντας ένα μακρύ ταξίδι από τις Σπέτσες προς την Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους πέντε ναυτικούς, έπεσαν σε σφοδρή θαλασσοταραχή και αναγκάστηκαν να προσαράξουν απέναντι από τη Χίο, σε παραλία της Μικρασιατικής γης που ονομαζόταν Τσεσμέ. Εξερχόμενοι στην ξηρά και υπό τον φόβο των Οθωμανών εμπιστεύτηκαν την ζωή τους σε κάποιον Χριστιανό, τον οποίο παρακάλεσαν να μεριμνήσει, δίδοντάς του αμοιβή για την εξεύρεση υλικών, προκειμένου να επισκευάσουν τα χαλασμένο πλοιάριό τους. Δυστυχώς, όμως, το εν λόγω άτομο ήταν πιθανότατα φιλικά προσκείμενο στον εχθρό και για λόγους ιδιοτέλειας τους πρόδωσε στον επιχώριο Αγά οδηγώντας εναντίον τους Τούρκους στρατιώτες. Από τους επτά Σπετσιώτες ναυτικούς, οι δύο φονεύθηκαν επιτόπου, ενώ άλλοι δύο τράπηκαν διά θαλάσσης σε φυγή. Οι Οθωμανοί, εξαγριωμένοι από την παρουσία των Ελλήνων Χριστιανών στην περιοχή, συνέλαβαν τους δύο αδελφούς, Σταμάτιο και Ιωάννη, καθώς και τον γέροντα πλοίαρχο τους σκάφους Νικόλαο, τους οποίους οδήγησαν βίαια στις αρμόδιες Αρχές. Ο Πασάς, αφού τους ανέκρινε, έδωσε εντολή να φυλακίσουν τους δύο αδελφούς και να αποκεφαλίσουν το Νικόλαο στην εκτός του Κάστρου πεδιάδα. Οι Τούρκοι προέτρεπαν το Νικόλαο να αλλαξοπιστήσει έτσι ώστε να γλυτώσει τον θάνατο και να κερδίσει μια πλούσια και άνετη ζωή, εκείνος όμως απαντούσε με θάρρος και ζέση ότι δεν αρνείται την πίστη του. Έτσι, ομολογώντας τον Νυμφίο Χριστό, δέχθηκε το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού απέκοψαν την τίμια κεφαλή του. Όσον αφορά στους δύο αδελφούς, οι αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσπάθησαν να τους αλλαξοπιστήσουν στην αρχή με πλούτη και κολακείες, και στη συνέχεια με απειλές και βία. Παρά τις μεθοδικές και επίμονες προσπάθειες τους, όμως, επί επτά συνεχείς ημέρες δεν κατάφεραν τίποτε άλλο από το να ενδυναμώσουν ακόμη περισσότερο την πίστη των Σπετσιωτών ναυτικών. Τότε ήταν που οι Μάρτυρες βρήκαν την ευκαιρία και απέστειλαν κρυφά έγγραφη την εξομολόγησή τους προς τον Μητροπολίτη Χίου Πλάτωνα, ο οποίος δέχθηκε την ειλικρινή εξομολόγησή τους και έδωσε την ευλογία του για να προχωρήσουν προς τον δρόμο του μαρτυρίου με πνευματική ανδρεία. Κοινωνήσαντες δε των Αχράντων Μυστηρίων, των οποίων την αποστολή οικονόμησε εν κρυπτώ ο Επίσκοπος Πλάτων διά γυναικός, ήταν πλέον έτοιμοι για την μεγάλη θυσία στο βωμό της πίστεως. Προσαχθέντες και πάλι ενώπιον του Πασά, διεκήρυξαν για μια ακόμη φορά την ακλόνητη πίστη τους στον Χριστό και πορευόμενοι προς το μαρτύριο φώναξαν προς το πλήθος πως «Χριστιανοί είμεθα και για τον Χριστό πηγαίνουμε στον θάνατο». Έτσι δέχθηκαν τους στεφάνους του μαρτυρίου, αποκεφαλισθέντες, ο μεν νεομάρτυρας Σταμάτιος σε ηλικία 18 ετών, ο δε νεομάρτυρας Ιωάννης σε ηλικία 22 ετών.

 

Σε αυτές τις ταραγμένες περιόδους της ιστορίας, οι άσχημες καταστάσεις και τα προβλήματα είναι όπως φαίνεται πολλά και δυσεπίλυτα. Αυτό συνέβη και στη Χίο όταν ο τότε Σχολάρχης της Σχολής του νησιού, Νεόφυτος Βάμβας, προσπάθησε να πείσει τον Μητροπολίτη και τους προκρίτους του νησιού να συμμετέχουν ενεργά στον ένοπλο αγώνα. Οι προεστοί, γνωρίζοντας πως οι Χιώτες δεν διέθεταν την απαιτούμενη στρατιωτική υποδομή για ένα τέτοιο εγχείρημα και με τη σύμφωνη γνώμη του Πλάτωνος, αρνούνται κατηγορηματικά μια τέτοια προοπτική και επιμένουν στη διατήρηση της ειρήνης μέχρι την ολοκλήρωση της προετοιμασίας του πλήθους για ένα τέτοιου είδους εγχείρημα. Ο Βάμβας, κινούμενος και πάλι από τον πόθο για τη λευτεριά της Χίου, ταξιδεύει τον Απρίλιο του 1821 στην Ύδρα, όπου με θέρμη παροτρύνει τους Υδραίους να εκστρατεύσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του επιχειρηματολογώντας λέγοντας πως στη Χίο υπήρχε αρκετός πλούτος και η επανάσταση θα ενισχυόταν οικονομικά. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνει την ποθούμενη έγκριση από τους αδελφούς Κουντουργιώτηδες και εικοσιένα υδραίικα, σπετσιώτικα και ψαριανά πλοία, υπό την ηγεσία του Ιακώβου Τομπάζη, καταφτάνουν στα Ψαρά και κατόπιν στη Χίο. Οι Τούρκοι που βρίσκονταν στο νησί, μη μπορώντας να αντιδράσουν στην έξαφνη επίθεση των Ελλήνων, κλείστηκαν στο Κάστρο της Χίου, παίρνοντας μαζί τους ως ομήρους κάποιους από τους προκρίτους και τον Μητροπολίτη Πλάτωνα. Η επίθεση τελικώς κατέστη αποτυχημένη με τους Έλληνες να υποχωρούν και τους Οθωμανούς να επιστρέφουν και πάλι στην καθημερινότητα απελευθερώνοντας και τους αιχμαλώτους. Τα προβλήματα δεν είχαν, όμως, επιλυθεί και οι υπόδουλοι αποζητούσαν νέα ευκαιρία για επανάσταση με γνώμονα την απελευθέρωση από το ζυγό του αλλόθρησκου δυνάστη. Αυτό είχε γίνει αντιληπτό σαφώς και από τις τουρκικές αρχές του νησιού, οι οποίες για την πρόληψη επανάστασης είχαν μεταφέρει στο νησί στρατεύματα από την Ασία και είχε τοποθετηθεί ως διοικητής ο αδίστακτος και αιμοδιψής Βαχίτ Πασάς. Οι Χιώτες αναγκάζονταν και πάλι να συμμετέχουν σε καταναγκαστικές εργασίες για την ενίσχυση των οχυρώσεων και ταυτόχρονα, ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σύμφωνα με τις παράλογες προσταγές του εχθρού υπό την απειλή της βίας. Από την άλλη πλευρά, οι οθωμανοί κάτοικοι του νησιού καθημερινά διέπρατταν αρπαγές, φόνους και λοιπά εγκλήματα στην πόλη και στα χωριά παραμένοντας ατιμώρητοι.

Τον Μάρτιο του 1822, η Χίος τελικά επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς -που υπήρξε αξιωματικός του Ναπολέοντα κατά την Αιγυπτιακή εκστρατεία- με διακόσιους άνδρες αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Αποφασιστική σημασία για την έκβαση της εξέγερσης είχε η απραξία της λεγόμενης Κεντρικής Κυβέρνησης, η οποία δεν απέστειλε έγκαιρα βοήθεια στους επαναστάτες ώστε να τονωθεί το κίνημα και να υπάρξει μια έντονη και οργανωμένη επίθεση κατά των Οθωμανών.

Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Ανώτατου Οθωμανού Διοικητή του Αιγαίου Πελάγους, Καρά Αλί, έπλευσε προς τη Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε γύρω στους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Με την άφιξη του μεγάλου εχθρικού στόλου οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το νησί χωρίς να δώσουν καμία μάχη, με εξαίρεση ένα τμήμα Ψαριανών που παρακολουθούσε από απόσταση τις κινήσεις των Οθωμανών χωρίς να σπεύδουν σε βοήθεια του απροστάτευτου άμαχου πληθυσμού. Χωρίς σημαντική αντίσταση ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές παρά το γεγονός πως η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του νησιού δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τη σφαγή, αφού δεν συμμετείχε στην εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των τριών ετών, όλους τους άνδρες από δώδεκα ετών και άνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από σαράντα ετών και άνω, με μόνη εξαίρεση όσους ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο Μητροπολίτης Πλάτων, ο οποίος αρνήθηκε επίμονα να εγκαταλείψει το νησί και το ποίμνιό του και τελικώς φυλακίστηκε με άλλους κληρικούς και τους προκρίτους του νησιού στο Κάστρο της Χίου. Εκεί, μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, παρέμειναν σιδηροδέσμιοι για σαράντα μία ημέρες στερούμενοι της τροφής και του καθαρού νερού, χωρίς όμως ποτέ να γογγύσουν και να ολιγοψυχήσουν. Η πίστη τους προς τον Θεό, αλλά και η υπέρμετρη αγνή τους αγάπη για την πατρίδα ήταν τα στοιχεία που τους ενδυνάμωναν και τους κραταίωναν τις δύσκολες εκείνες μέρες της φυλάκισης. Ώσπου τελικά αποφασίστηκε το μέλλον τους!

Την Κυριακή 23 Απριλίου (5 Μαΐου με το σημερινό Νέο Ημερολόγιο) 1822, εισήλθε στο σκοτεινό κελί ο Βαχίτ Πασάς, οι ιεροδικαστές και οι δήμιοι και αναγνώστηκε η απόφαση, η οποία χαρακτηριστικά ανέφερε πως «Ο Αρχιερεύς Πλάτων και οι λοιποί κατηγορηθέντες ότι έλαβον μέρος εις την ενεργηθείσαν στάσιν της νήσου απεδείχθησαν ένοχοι της αποδιδομένης εις αυτούς πράξεως, όθεν και καταδικάζονται εις την ποινήν του θανάτου».

Ακολούθησε η εξαγωγή των θανατοποινιτών από την φυλακή. Οι καταδικασθέντες, αγνώριστοι από τις κακουχίες, την πείνα, τη δίψα και τις βιαιότητες των δημίων τους, δεν δείλιασαν ούτε καν στο δρόμο προς τον θάνατο. Πρώτοι ήταν ο Μητροπολίτης Πλάτων με τον Αρχιδιάκονο Μακάριο Γαρή ή Γέμελο και εννέα προύχοντες, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν ανά δέκα οι υπόλοιποι. Φτάνοντας στην Κεντρική Πλατεία «Βουνάκι» της Χίου, οι Οθωμανοί απαγχόνισαν του Έλληνες μάρτυρες αφήνοντας τα σώματά τους κρεμασμένα στο δημόσιο χώρο προς διαπόμπευση, ενώ μετά από τρείς ημέρες έριξαν τα κατακρεουργημένα σκηνώματά τους στην θάλασσα. Πλέον, οι Εθνοϊερομάρτυρες βρισκόταν στις εύσπλαχνες αγκάλες του Θεού, ο οποίος τους επέδιδε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για τον αγώνα τους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».

Το ταλαιπωρημένο και κατακρεουργημένο σώμα του Μητροπολίτη Πλάτωνα έφθασε χάριτι Θεού και λόγω των κυμάτων στις Οινούσσες, όπου αναγνωρίσθηκε από τον -μοναδικό ίσως- ιερέα του νησιού π. Γεώργιο Λαιμό. Ο ταπεινός εκείνος λευίτης παρέλαβε με πόνο ψυχής και συνοχή καρδίας το άγιο σκήνος του μάρτυρος επισκόπου και το ενταφίασε με κάθε πρέπουσα τιμή σε έναν παρακείμενο αγρό, ώστε μετά θάνατον να βρει ανάπαυση η μακαρία ψυχή του Πλάτωνος στα αγιασμένα χώματα που επί πενταετία κήρυξε και μεγαλούργησε. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το γεγονός της εύρεσης και ενταφιασμού του Δεσπότη της Χίου έγινε γνωστό τόσο στους Έλληνες, όσο και στους Αγαρηνούς της περιοχής, όμως είναι ιστορικά τεκμηριωμένο πως τα άγια λείψανα του μάρτυρος παρέμειναν στα έγκατα της νησιωτικής γης για περίπου τέσσερα χρόνια, μεταδίδοντας την άνωθεν χάρη στους ακρίτες ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Το 1826, ο διάκονος Δημήτριος Λαιμός διενήργησε ανακομιδή των μαρτυρικών λειψάνων του Μητροπολίτου Πλάτωνος, τα οποία και μετέφερε ως θησαυρό τιμαλφή στο νησί της Σύρου, όπου ήδη από το 1821 είχαν αρχίσει να συρρέουν οικογένειες Χίων. Η καταστροφή του νησιού το 1822, οι δυσμενείς συνθήκες που εν γένει επικρατούσαν στην περιοχή εις βάρος των Ελλήνων, καθώς και οι βάρβαρες συμπεριφορές των Αγαρηνών προς τους Χριστιανούς δημιούργησαν ένα έντονο προσφυγικό ρεύμα από το Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο προς τις Κυκλάδες και –κυρίως– προς την Ερμούπολη την οποία θεώρησαν (σύμφωνα με την εφημερίδα «ΕΡΜΗΣ») ως το «ασφαλέστερον και καταλληλότερον µέρος δια το εµπόριόν των […] είναι όµως γνωστόν ότι κατέφυγαν εις Κέαν πρώτον, όπου οι κάτοικοι ηρνήθησαν έδαφος προς εγκατάστασιν εκ φόβου του τουρκικού στόλου» .

Με την άφιξη του διακόνου Δημητρίου Λαιμού (πιθανώς το 1859) στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, αναζητήθηκε αμέσως ένα ασφαλές μέρος για την τοποθέτηση των ιερών λειψάνων του Αγίου Πλάτωνος, ώστε να μην τεθεί ζήτημα ασφαλείας του ανεκτίμητου αυτού θησαυρού, αλλά να μπορούν να αποδοθούν και οι πρέπουσες στην ηρωική μορφή του Επισκόπου της Χίου τιμές. Για χρόνια, όμως, το ζήτημα παρέμενε αδρανές και τα λείψανα φυλάσσονταν πιθανότατα στον Μητροπολιτικό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ερμούπολης.

Την ίδια περίπου περίοδο, ξεκίνησε ένας διάλογος σχετικά με την πρόταση ανέγερσης ενός μνημείου προς τιμήν του Αγνώστου Στρατιώτη και με αφορμή τη συμπλήρωση 25 ετών από την έλευση του Βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκαν σχέδια – προτάσεις από σπουδαίους γλύπτες της εποχής (Λ. Φυτάλης & Ξ. Βίσελ), αλλά λόγω οικονομικής δυσπραγίας το ζήτημα πάγωσε για περίπου 12 χρόνια πριν επανέλθει στο προσκήνιο το 1870. Τα σχέδια για τη δημιουργία του μνημείου και παρακείμενου Ναού στην περιοχή Δήλι ανατίθενται τώρα στον πασίγνωστο αρχιτέκτονα Ε. Τσίλλερ και μετά την αποχώρησή του από τα έργα του νησιού στον Δ. Ελευθεριάδη, χωρίς εντέλει να ευδοκιμήσει το έργο μέχρι το 1880. Πρόοδος σημειώνεται με την ανάθεση του έργου στον Μικρασιάτη γλύπτη Γεώργιο Βιτάλη, ο οποίος, αφού ζήτησε τη γνώμη του Τσίλλερ, δημιούργησε μαρμάρινο μνημείο με τη μορφή λιονταριού «υπέρ των υπέρ Πίστεως και Πατρίδος απαγχονισθέντων, σφαγιασθέντων και κατά των ιερόν Αγώνα πεσόντων Ελλήνων και Φιλελλήνων, ων τα οστά κείνται άταφα εν γη Ελληνική μεν αλλά δούλη». Στη βάση του εν λόγω μνημείου, μπροστά από τον εμβληματικό Ναό της Αναστάσεως λόφου Βροντάδου της νήσου, τοποθετήθηκαν, όπως μας πληροφορεί ο Ανδρέας Δρακάκης, τα ιερά λείψανα του Ιερομάρτυρος Πλάτωνος, καθώς και τα οστά του Μητροπολίτη Σύρου & Τήνου Δανιήλ Κοντούδη, ο οποίος πριν τη μετοίκησή του στην Ερμούπολη είχε διαδεχθεί τον Πλάτωνα στον αρχιερατικό θώκο της Χίου. Τα οστά των δύο Ιεραρχών παρέμειναν ασφαλισμένα εντός του μνημείου μέχρι τη μεταφορά του έργου στο κηπάριο έμπροσθεν του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου (περίπου το 1888).

Από τη στιγμή της προαναφερθείσας μεταφοράς του μνημείου έως και το 1930, τα λείψανα του μάρτυρος Πλάτωνος παρέμεναν προς φύλαξη στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως, ενώ στις 15 Ιουνίου 1930 το μεγαλύτερο μέρος τους μεταφέρθηκε και πάλι στις Οινούσσες. Εκεί τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινο μνημείο εντός του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Οινουσσών, ενώ ένα σημαντικό μέρος του ιερού σκηνώματος παρέμεινε στη Σύρο προς αγιασμό και διηνεκή ευλογία των πιστών. Στον Ναό της Αναστάσεως, μάλιστα, παρέμειναν και παραμένουν μέχρι και σήμερα και τα οστά του Μητροπολίτη Δανιήλ.

Τα οστά του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Πλάτωνα ήλθαν στη γενέτειρά του το 1973, επί Μητροπολίτου Χίου Χρυσοστόμου (Γιαλούρη) και τοποθετήθηκαν στον μαρμάρινο αδριάντα που καλλιτεχνήθηκε προς τιμήν του μπροστά από το Δημαρχείο της Χίου. Ο εν λόγω αδριάντας, επιβλητικός και αγέρωχος στο πέρασμα των χρόνων, συνεχίζει να στέκει στην Κεντρική Πλατεία Βουνακίου χωρίς όμως τα λείψανα να βρίσκονται πλέον στο εσωτερικό του. Στις 19 Ιουνίου 2013, τα οστά μεταφέρθηκαν με κάθε αρμόζουσα βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη στον Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου Χίου. Η υποδοχή έγινε από τον Μητροπολίτη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ.κ. Μάρκο, ο οποίος εμπνευσμένα απήγγειλε το εξής ιδιόγραφο ποίημα – αφιέρωμα στον Προκάτοχό του Μητροπολίτη Πλάτωνα:

Κέντησε τώρα τόν κορμό τοῦ πληγωμένου σχίνου
κι ἄσε νά στάξει καθαρό τό δάκρυ στήν καρδιά Σου
μαστιχοφόρος εὐωδιά λούζει τά λείψανά Σου.
Δεσπότη Ἐθνομάρτυρα, εὐλόγα τά παιδιά Σου.

Αὔρα Σοῦ φέρνει δροσερή ἡ ἁρμύρα τοῦ πελάγου
πού αἰγνουσιώτικο σκαρί σώζει τό σκήνωμά Σου
Ἐσύ ‘σαι ὁ καπετάνιος μας κι’ ὅλοι μας στά κουπιά Σου.
Δεσπότη Ἐθνομάρτυρα, εὐλόγα τά παιδιά Σου.

Κοίτα τήν Δόξα, Πάτερ μου, πού περπατεῖ μονάχη
σ’ Ἀνάβατο καί Μελανιός, στά ἡρωικά Ψαρά Σου,
ὅπου φυλοῦν βιγλάτορες τά θεῖα νάματά Σου.
Δεσπότη Ἐθνομάρτυρα, εὐλόγα τά παιδιά Σου.

Περπάτησε Πατέρα μας στ’ Ἁγιοῦ Μηνᾶ τά πάτη.
Βλέπεις σημάδια ἱστορικά ἀπό τά πρόβατά Σου,
πού σφάχτηκαν μαρτυρικά στό ὁλοκαύτωμά Σου;
Δεσπότη Ἐθνομάρτυρα, εὐλόγα τά παιδιά Σου.

Καί τέλος ρίξε μιά ματιά καί στόν διάδοχό Σου·
τρέμουν τά γόνατα, Σεπτέ, κάτω ἀπό τήν σκιά Σου,
εἶν’ ὁ Σταυρός πολύ βαρύς, καῖνε τά αἷματά Σου.
Στόν Γολγοθᾶ πού ἀνέβηκες, νά πορευθῶ σιμά Σου.

Μέρος εκ των λειψάνων του Ιερομάρτυρος ταξίδεψε και πάλι το 2013 στις Οινούσσες όπου πραγματοποιήθηκε λαμπρή υποδοχή και εναποτέθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου ως θησαυρός τιμαλφής. Στη συνείδηση του πιστού λαού, ο Μητροπολίτης Πλάτων ήταν ήδη Άγιος και απέμενε πλέον μόνο η επίσημη έγκριση των αρμοδίων Εκκλησιαστικών Αρχών.

Κατόπιν της πρότασης του Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ.κ. Μάρκου και αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (υπ’ αριθμ. Πρωτ. 3019/19.07.2021 Πράξη της Ι.Σ.) αναγράφηκαν επαξίως στις Αγιολογικές Δέλτους ο Ιερομάρτυρας  Πλάτωνας Φραγκιάδης και οι συν αυτώ αναιρεθέντες κατά την Σφαγή της Χίου Κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Η ιερά μνήμη τους θεσπίστηκε να εορτάζεται στον μεν Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Χίου την Κυριακή του Παραλύτου εκάστου έτους, στον δε Ιερό Ναό της Αναστάσεως (λόφου Βροντάδου) Σύρου την Κυριακή του Αντίπασχα (Θωμά) και την 15η Ιουλίου (επέτειος αγιοκατατάξεως).

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ᾿. Τήν ὡραιότητα.

(Ποίημα Σεβ. Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης & Ἀλμωπίας κ.κ. Ἰωήλ)

Ἱερομάρτυρα Κυρίου Πλάτωνα, τὸν θεοδόξαστον Χριστοῦ Ἐπίσκοπον,

τῶν Οἰνουσσῶν τὸν θησαυρόν, καὶ Χίου τὸν Ποιμενάρχην,

τὸν εὐεργετήσαντα, καὶ τὴν Σύρον τὴν εὔανδρον,

τὴν φιλοξενήσασαν, τὰ αὐτοῦ θεῖα λείψανα,τιμήσωμεν πάντες ἐκβοῶντες· χαῖρε πιστῶν ὁ Ποιμενάρχης.

ΠΗΓΗ: tirnavospress.gr