Του π. Ηλία Μάκου
Ο αγιασμός στα σχολεία, κατά την έναρξη κάθε σχολικού έτους, έχει τη δική του ιστορία και δεν καθιερώθηκε για να είναι ένα δρώμενο τυπικού χαρακτήρα, ένα απλό φολκλόρ, αλλά για να αποτελεί πράξη και έκφραση πίστης και μέσω αυτής να συντελεί στην πνευματική ενδυνάμωση και εμψύχωση.
Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι κατά καιρούς κάποιοι ζητούν την κατάργησή του, κάτι, όμως, που βάσει των παραδόσεων της Ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να βρει απήχηση και να γίνει αποδεκτό.
Ο αγιασμός, κατά το ξεκίνημα των μαθημάτων, στα σχολεία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, από την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους και μετά, συνδέεται με την ευαισθησία των Ελλήνων ως προς τα θέματα των αξιών και του νοήματος της ζωής, που έχουν άμεση αναφορά στο Θεό.
Τελούνταν ο σχολικός αγιασμός και κατά τους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και στα σχολεία, που λειτουργούσαν κατά την Οθωμανική υποδούλωση, όπως και στα πρώτα έτη μετά την Επανάσταση του 1821, ωστόσο επίσημα καθιερώθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1830.
Τότε, τον Οκτώβριο αυτού του έτους, λειτούργησε και το πρώτο Εκκλησιαστικό Σχολείο του ελεύθερου κράτους (στον Πόρο).
Την έναρξη των μαθημάτων, όπως και την τελετή του αγιασμού, την πληροφορήθηκε ο Ι. Καποδίστριας από την αναφορά του διοικητή Πόρου Γ. Γλαράκη.
Και ο ίδιος ο Κυβερνήτης έγραψε στους δασκάλους του Εκκλησιαστικού Σχολείου: «Αρχήν του θείου έργου ποιούμενοι, ως εικός, του Θεού ευχόμεθα μεθ’ υμών να ίδωμεν αξίους καρπούς των πνευματικών σας κόπων, των προσπαθειών της Κυβερνήσεως και των προσδοκιών του Έθνους».
Από την πρώτη στιγμή ο αγιασμός στα σχολεία συνδέθηκε με την επίκληση και παράκληση του Θεού, ώστε να ευλογηθεί το έργο των μαθητών και να είναι καρποφόρο και ελπιδοφόρο.
Όχι μόνο με την έννοια της καταξίωσης μέσω των γνώσεων, αλλά και με την έννοια, κυρίως αυτής, της καλλιέργειας και διαμόρφωσης ηθικής προσωπικότητας και ενάρετου χαρακτήρα και της ζήσης των χριστιανικών αρετών.
Με τον αγιασμό στα σχολεία δίνεται το μήνυμα στους νέους ότι υπάρχει πάνω απ’ όλα η Θεία Πρόνοια, που πρόθυμα ευλογεί και ενισχύει κάθε σκέψη και κάθε γενναία προσπάθεια.
Έτσι η πορεία των νέων προς το μέλλον, για να είναι αισιόδοξη και χαρούμενη, προϋποθέτει την πίστη, αλλά χρειάζεται να οικοδομηθεί με τα ίδια τα χέρια τους, κι έτσι από αυτούς τους ίδιους θα εξαρτηθεί η επιτυχία τους.
Το μέλλον των νέων δεν πρέπει να είναι γι’ αυτούς μια παράλογη απαράβλεπτη προσδοκία, κάτι, δηλαδή, που να μοιάζει με όνειρο, αλλά ένας καλά υπολογισμένος στόχος, που ολοένα να τείνουν προς αυτόν. Ένα φως βέβαιο, αλλά κάπως μακρινό, που περιμένει από αυτούς αγώνες και μόχθους πολλούς, για να τους στείλει τις ζωογόνες ανταύγειες του.
Αλλά αυτή η πεποίθηση των νέων για το μέλλον, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται εξάπαντος στην πίστη προς τον Θεό.