“Η ενότητα είναι μια πράξη πίστης στον ευαγγελισμό του Λόγου του Θεού”, τονίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα L’Avvenire επισημαίνοντας ότι “Ο ειλικρινής εναγκαλισμός εν φιλήματι ειρήνης μεταξύ των προκαθημένων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης υποδεικνύει την επιθυμία να διασχίσουμε την οδό που υπέδειξε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός «ίνα ώσι έν»”. Η εφημερίδα φιλοξενεί την συνέντευξη στην πρώτη σελίδα και στο εσωτερικό της με τον τίτλο «Εμπρός ως αδελφοί εν τη πίστει του Ευαγγελίου» και υπότιτλο, «Βαρθολομαίος ο Α΄: ‘’Ο εναγκαλισμός με τον Φραγκίσκο θα ανοίξει μία νέα προοπτική στο διάλογο’’».
Η δημοσιογράφος Stefania Falasca που έλαβε τη συνέντευξη αναφέρει στην εισαγωγή του κειμένου της στην εφημερίδα ότι “στο Φανάρι όλα είναι έτοιμα για την άφιξη του «αδελφού Επισκόπου της Πρεσβυτέρας Ρώμης»” και προσθέτει: “Είναι η παραμονή της εορτής του Αγίου Ανδρέα και είναι ακριβώς επί τη μνήμη του πρωτόκλητου όπου ο Πάπας Φραγκίσκος και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συναντιούνται για ένα από κοινού όραμα προς τα εμπρός”. Στη συνέχεια παραθέτει το κείμενο της συνέντευξης:
Παναγιώτατε, μετά τα Ιεροσόλυμα ποιο είναι το νόημα αυτής της νέας συνάντησης;
Ο ειλικρινής εναγκαλισμός εν φιλήματι ειρήνης μεταξύ των προκαθημένων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης υποδεικνύει την επιθυμία να διασχίσουμε την οδό που υπέδειξε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός «ίνα ώσι έν». Οι προκάτοχοί μας είχαν εγκαινιάσει τον θεολογικό διάλογο μεταξύ των Εκκλησιών μας και οι επακόλουθες συναντήσεις ασχολήθηκαν με πολλά θέματα που έχρηζαν μιας ιστορικής επαναξιολόγησης. Τώρα ο αγαπητός μας αδελφός Φραγκίσκος συνεχίζει αυτή την χειρονομία που δεν αποτελεί μια εκκλησιαστική αβροφροσύνη, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Ανοίγει μια νέα προοπτική στο διάλογο μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων;
Η μύχια οικειότητα που αισθανθήκαμε με τον Πάπα Φραγκίσκο, από τη στιγμή της εκλογής του, αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα νέο έναυσμα για την πορεία προς την ενότητα. Οικειότητα που δεν είναι ένα καρπός συναισθηματισμού, αλλά η πλήρης ένταξη στο μήνυμα του Χριστού, επιθυμία της συνάντησης μεταξύ αδελφών για μια από κοινού μαρτυρία. Η νέα προοπτική που ο Πάπας Φραγκίσκος δίνει στο αξίωμα του Επισκόπου της Ρώμης, στη συνοδικότητα για τη διοίκηση της Εκκλησίας, είναι πολύτιμα στοιχεία για την Ανατολή, που παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή αυτές τις αλλαγές. Έτσι λοιπόν και αυτή η συνάντηση διανοίγει μια νέα προοπτική στον διάλογο καθολικών και ορθοδόξων, χωρίς την προσκόλληση σε σχήματα του παρελθόντος, αλλά εξαγνισμένη στο φως του Ευαγγελίου και της Παράδοσης της Εκκλησίας.
Έχουν παρέλθει 960 χρόνια από το Σχίσμα Ανατολής και Δύσης. Ποιες είναι ουσιαστικά οι τελευταίες ρίζες εξαιτίας των οποίων υφίσταται ακόμη η διαίρεση μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών;
H Εκκλησία των πρώτων αιώνων στήριζε την υπόστασή της στο άγγελμα του Λόγου που σάρξ εγένετο για την αγάπη προς τον άνθρωπο, καθώς και στη συμμετοχή στην ευχαριστιακή τράπεζα. Οι μάρτυρες μαρτύρησαν με το αίμα τους αυτή την αγνότητα του Αγγέλματος, το Σταυρό και την Ανάσταση. Το Διάταγμα των Μεδιολάνων απέδωσε ελευθερία στην Εκκλησία, η οποία μπόρεσε να μαρτυρήσει το Άγγελμα με περισσότερο σφρίγος και δύναμη, αναλαμβάνοντας μια πλέον μείζονα ευαγγελιοποίηση του κόσμου. Αλλά ο Πλάνος του κόσμου τούτου επεδίωξε και επιζητεί να καταστήσει μάταιο τον λόγο του Ευαγγελίου. Η ιδέα της χριστιανικής αυτοκρατορίας, της Societas Christiana υπερέβαλε την εν αρχή αρετή για να εισαγάγει το εκκοσμικευμένο πνεύμα. Και αυτό το εκκοσμικευμένο πνεύμα είναι μια διαδικασία που απομακρύνει από την πηγή που φωτίζει την Εκκλησία, τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό, για να παράγει μια εκκλησιαστική αυτοσυνείδηση που θα επιθυμούσε να λάμπει από μόνη της. Αυτό το εκκοσμικευμένο πνεύμα, εκείνο που ο Πάπας Φραγκίσκος ονομάζει «πνευματική ασθένεια», αυτή η εκκοσμίκευση, αυτό το πνευματικό αμάρτημα, διευκόλυναν χωρίς αμφιβολία τη δημιουργία των αιτίων της αντίθεσης, της αυτοεπιβεβαίωσης και άρα της διαίρεσης.
Και πως μπορεί να υπάρξει μια θεραπεία για αυτό;
Εάν η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού δεν είναι δυνατόν να είναι διαιρεμένη και σε αυτήν το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί δια μέσου των μεγάλων μυστηρίων της σωτηρίας, απαιτείται μια θεραπεία από κοινού. Και το φάρμακο δεν είναι η δημιουργία ένας Θεοκρατικού Κράτους, όπως κατά καιρούς έχει ειπωθεί από ορισμένους, αλλά μια εκ βαθέων μετάνοια κάθε ανθρώπου, μια αλλαγή νοοτροπίας που δημιουργεί μια ειλικρινή μεταστροφή προς τον Θεό γενόμενο άνθρωπο, μια νέα θεοφανεία στη ζωή της Εκκλησίας.
Κάνατε αναφορά στην Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας. Τι μπορεί αυτή να υποδείξει στην παρούσα πορεία για την ενότητα των τέκνων της;
Όπως είπαμε, η Αρχαία Εκκλησία ζει και είναι εμποτισμένη από τη ζωτική παρουσία του Χριστού. Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων μας ενθυμίζει ότι «η Εκκλησία λάμπει όχι από το φως της, αλλά από εκείνο του Χριστού». Για τον Κύριλλο Ιεροσολύμων «η Εκκλησία περιβάλλεται από το θείο φως του Χριστού, το οποίο είναι το μοναδικό φως στο βασίλειο των ψυχών». Στην πίστη αυτού του φωτός, η Εκκλησία των πρώτων αιώνων έζησε το μεγαλείο των Μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, εισέπνευσε τη συνέργεια των αποστολικών πατέρων όχι ως πραγματικότητα που αναφέρεται στον εαυτό της , αλλά ως μια πραγματικότητα συνεχώς οικοδομούμενη από τη ζωντανή παρουσία του Χριστού. Οι διαφορές που εμφανίζονταν στο Σώμα του Κυρίου μετατράπηκαν σε αντιπαραθέσεις εξαιτίας και μόνο των ανθρωπίνων στρατηγικών, ξένων προς αυτό. Ακόμη μια φορά η Εκκλησία πρέπει να επανααποκαλυφθεί πέραν των ανθρωπίνων σχημάτων στα οποία συχνά περιορίζεται και να επανοικειοποιηθεί την ζωή εν Χριστώ. Στην υπέρβαση αυτής της ιδίας, επανευρίσκει την κοινή πορεία πέραν των νομικών, θρησκευτικών και ερμηνευτικών φραγμών. Σε αυτή την προοπτική η πρώτη χιλιετία υποδεικνύει στην Εκκλησία εκείνη την «εν Χριστώ ζωή» προς την ενότητα των τέκνων της. Η πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας βίωσε εις βάθος την ενότητα, ενώ ήταν απολύτως άγνωστη η ιδέα της Ένωσης.
Μπορείτε να εξηγήσετε καλύτερα υπό αυτή την προοπτική τη διαφορά μεταξύ ένωσης και ενότητας και πως μπορούν να υπερβληθούν οι σχεσιακές δυσκολίες μεταξύ των Εκκλησιών;
Η ιδέα της Ένωσης εμφανίζεται στην Εκκλησία τον δεύτερο αιώνα, εξαιτίας μιας υπερβολικής συγκέντρωσης της υπόστασής της ως Εκκλησία, σε αντίθεση σχεδόν με την υπόστασή της ως Ζωοποιό Σώμα του Χριστού. Είναι το ανθρώπινο προνόμιο ενός αδιαφοροποίητου Σώματος, αποστερημένου από τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Η ενότητα, αντιθέτως, δεν είναι μόνο η λύση των θεολογικών αντιπαραθέσεων, αλλά είναι το modus vivendi που μας δόθηκε από την εκκλησιαστική εμπειρία των πρώτων αιώνων. Η εκ νέου ανακάλυψη αυτής της πλευράς της ενότητας, όπως βιώθηκε κατά την πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας, μπορεί να βοηθήσει τις Εκκλησίες μας να υπερβούν σήμερα τις δυσκολίες που ακόμη και τώρα μπορεί να ανακύπτουν στις μεταξύ τους σχέσεις. Γι’ αυτό η ενότητα δεν θα είναι το αποτέλεσμα ανθρωπίνων στρατηγικών, αλλά της κατανόησης ότι είναι συνοδοιπόροι, πιστές στις σκέψεις και στα αισθήματα του Χριστού.
Αλλά η ενότητα των χριστιανών μπορεί να γίνει αντιληπτή σήμερα και ως συμμαχία και κοινή πάλη κατά ενός κοινού εχθρού…
Η ενότητα των χριστιανών είναι πρωτίστως ένα δώρο του Θεού, που μπορούμε να καταστήσουμε επίκαιρο, όπως είπαμε, μόνον επανευρισκόμενοι στην αλληλοδιαδοχή του Χριστού. Ως εκ τούτου είναι όλως προφανές ότι δεν μπορεί να πρόκειται για μια συμμαχία ή για ένα κοινό αγώνα κατά του κοινού εχθρού, σύμφωνα με την ιδεολογία του κόσμου. Η ενότητα είναι μια πράξη πίστης στον ευαγγελισμό του Λόγου του Θεού. Την ιδέα του κοινού εχθρού συχνά επικαλούνται εκείνοι οι οποίοι δεν βλέπουν στις θρησκείες μια πράξη της αγάπης του Θεού προς το δημιούργημά του και μια πράξη πίστης του πιστού προς το Θεό, αλλά ένα είδος ανθρώπινης κοινωνίας που προσπαθεί να χειραγωγήσει τον άνθρωπο, δημιουργώντας του έναν κοινό εχθρό. Αυτή η χειραγώγηση δημιούργησε συχνά και δημιουργεί ακόμα και σήμερα στοιχεία τα οποία είναι ξένα προς την θρησκευτική ζωή, όπως οι πολλοί φανατισμοί που διατρέχουν τον κόσμο. Υπό την πνευματική άποψη, αντιθέτως, η πάλη κατά του κοινού εχθρού καθίσταται δίκαιη. Οι χριστιανοί αγωνίζονται κατά του κατά κύριο λόγο εχθρού. Εκείνου που πονηρά διαίρεσε τις Εκκλησίες και προσπαθεί να καθυστερήσει την ενότητά τους. Μια κοινή μαρτυρία κατά του πρίγκιπα του κόσμου τούτου, που διαιρεί, που κυβερνά, που άρχει πάρα πολλές φορές, είναι μια πράξη προσχώρησης στη διδαχή του ευαγγελικού λόγου. Η φωνή των χριστιανικών Εκκλησιών πρέπει να είναι αρμονική για να μπορέσει να αφυπνίσει τον σύγχρονο άνθρωπο από μια πνευματική θαλπωρή που, όταν δεν αρνείται την παρουσία και τη συνάφεια με το Θεό, τον καθιστά ένα στοιχείο καθαρά πολιτιστικό και ιδιωτικό ή, σε αντίθεση,υ δημιουργεί την ειδωλολατρία του ίδιου του νοήματος του Θεού, φθάνοντας στον ακραίο φανατισμό που είναι η ίδια η άρνηση του Θεού. Οι χριστιανοί ενωμένοι πρέπει να μιλήσουν εν ενί στόματι κατά του κοινού εχθρού αυτού του είδος.
Οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής υποφέρουν σήμερα. Η ιδιαίτερη κατάστασή τους τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στις Εκκλησίες και στον Οικουμενισμό;
Κατά τις διώξεις των χριστιανών των διαφόρων ομολογιών το αίμα που χύθηκε αναμείχθηκε. Σε ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας, από τη δημιουργία της μέχρι τις ημέρες μας, οι μάρτυρες είναι οι άγιοι που φέρουν τη θεία χάρη εν οστρακίνοις σκεύεσιν, που ζουν πραγματικά εντός του φωτός της μεταμορφώσεως. Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να κάνει τις Εκκλησίες αδιάφορες προς τις κακουχίες που πολλοί αδελφοί και αδελφές μας κάθε μέρα καλούνται να βιώσουν. Και η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη κυρίως στη Μέση Ανατολή και στις χώρες όπου ο Κύριος μας και οι Απόστολοι βάδισαν και όπου η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες ενδυνάμωσε την χριστιανική κοινότητα. Ο πόνος δεν ερωτά σε ποια ομολογία ανήκει ο μάρτυρας. Πράγματι, όπως λέει ο Πάπας Φραγκίσκος, ζούμε ακόμα τον «οικουμενισμό του αίματος». Ο οικουμενισμός του αίματος προσφέρεται έμπροσθεν του ουρανίου θυσιαστηρίου του Κυρίου για όλους εμάς, ώστε να επισπεύσουμε έναν οικουμενισμό μαρτυρίας έμπροσθεν του κόσμου.
Συχνά όμως γίνεται μια εργαλειακή χρήση της θρησκείας…
Αυτή η χρήση είναι ένα έγκλημα ξένο προς την ίδια τη θρησκεία που δυστυχώς έχει επιπτώσεις στη ζωή και στις σχέσεις των Εκκλησιών μας. Πρέπει να γνωρίζουμε όλοι ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώνει στο όνομα του Θεού και ότι κανείς δεν έχει την αποκλειστικότητα του Θεού και ότι είμαστε όλοι μαζί υπέρ μιας διαρκούς και δίκαιης ειρήνης, ώστε να μην επικρατούν μόνο οι λογικές του κέρδους και της εκμετάλλευσης. Μόνο ενωμένοι οι χριστιανοί είναι αξιόπιστοι και μπορούν να βοηθήσουν εκείνους οι οποίοι υποφέρουν από τις πάρα πολλές αδικίες που καθημερινά πραγματοποιούνται εις βάρος των αθώων. Ο «οικουμενισμός του αίματος», το αίμα των μαρτύρων, δεν επιζητά εκδίκηση, αλλά θέτει σε εξέταση κάθε πιστό, καθιστά τις Εκκλησίες σήμερα, όπως στο παρελθόν και στο πρόσφατο παρελθόν, περισσότερο ευαίσθητες στην από καρδίας εκκλήσεις του πόνου, στην υπέρβαση των προκαταλήψεων, στην κοινή πορεία.
Πως κρίνετε την πολιτική και κοινωνική πορεία της Τουρκίας και πως αυτή γίνεται αντιληπτή από τις χριστιανικές κοινότητες και τις άλλες μειονότητες;
Η πολιτική και κοινωνική πορεία της χώρας μας παρουσίασε θετικά στοιχεία ανάπτυξης κατά τη διακυβέρνηση του Προέδρου Ερντογάν, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά το ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών. Δόθηκε η άδεια να τελεστεί Θεία Λειτουργία σε ιστορικές περιοχές του χριστιανισμού και η άδεια για αναστύλωση σημαντικών μνημείων για τις Εκκλησίες στην Τουρκία. Παρά ταύτα ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Η πρόσληψη αυτής της πορείας λίγο έχει γίνει αντιληπτή από τις χριστιανικές κοινότητες και τις άλλες θρησκευτικές μειονότητες.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι;
Ως γνωστόν το Σύνταγμα στην Τουρκία προβλέπει το κοσμικό κράτος, στο οποίο όλες οι θρησκείες έχουν ίση αξία. Αυτό επί της ουσίας αποδείχτηκε πολλές φορές αντιπαραγωγικό. Για να διασωθεί το κοσμικό κράτος, η πολιτική εξουσία υπεισήλθε στις επιλογές και στις δραστηριότητες των θρησκευτικών ομολογιών, αποστερώντας τους την ελευθερία του ενεργείν και συρρικνώνοντας de facto τους πιστούς των θρησκευτικών μειονοτήτων σε πολίτες δευτέρας κατηγορίας. Τα κράτη πρέπει να είναι εγγυητές της ισότητας των πολιτών τους. Οι χριστιανοί στην Τουρκία είναι και Τούρκοι πολίτες και εξ’αυτού του λόγου πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους μουσουλμάνους Τούρκους πολίτες. Πρέπει να υπάρχει γι’ αυτούς μία περισσότερο ξεκάθαρη πολιτική και ηθική φροντίδα. Ένα από τα θέματα που παραμένουν σε αντιδικία είναι για παράδειγμα η νομική αναγνώριση της Εκκλησίας ως οντότητα δημοσίου δικαίου. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ακόμα πλήρως το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την ιστορική του θέση στον ορθόδοξο κόσμο και συνεχίζει άδικα να εμποδίζει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Ας επιστρέψουμε στην ενότητα των χριστιανών. Γιατί υπάρχουν πολλές αντιστάσεις στην οδό προς την πλήρη κοινωνία; Τι πρόκειται να χαθεί και τι να κερδηθεί;
Η Εκκλησία, στο ιστορικό πλαίσιό της, πάντοτε ακολουθούσε κατά τα ποιμαντικά καθήκοντά της τον λαό της, χωρίς να σπεύδει υπερβολικά προς τα εμπρός, αναμένοντας πάντα τον αργοπορούντα. Ως στοργική μητέρα μεριμνά για την πνευματική και ανθρώπινη κατάρτιση των παιδιών της και ταυτόχρονα τα οδηγεί στη συνάντηση με τον Σωτήρα. Αυτό συμβαίνει και με τον οικουμενικό διάλογο. Η μεγάλη ελπίδα πολλών χριστιανών, καθώς και των ιεραρχιών των Εκκλησιών από τη συνάντηση των Ιεροσολύμων το 1964, συνοδεύτηκε και από τον σκεπτικισμό και μερικές φορές ακόμα και από την αντίθεση άλλων. Ωστόσο, η ώθηση προς το άνοιγμα και την συνάντηση που ήρθε ως αποτέλεσμα, αποδείχθηκε περισσότερο δυνατή από οποιαδήποτε άλλη αντίσταση. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ο εξαγνισμός της ιστορικής μνήμης πραγματοποιείται βραδέως με πολύ υπομονή, η πορεία της όμως είναι ασυγκράτητη. Και ο θεολογικός διάλογος συνιστά ένα παράδειγμα. Υπάρχει ανάγκη από αποφασιστικές χειρονομίες που θα μπορούν να συμπαρασύρουν και εκείνους οι οποίοι παραμένουν σκεπτικοί, ή εκφράζουν τις αμφιβολίες τους. Ο διάλογος μπορεί και πρέπει πάντα να εμπλουτίζει, δεν είναι αυτοσκοπός και σίγουρα δεν οδηγεί στην απώλεια οποιασδήποτε ιδιαίτερης ταυτότητας. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε και να υπερασπιστούμε.
Το 2016 θα πραγματοποιηθεί η Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος. Μπορεί να αποτελέσει και μια σημαντική συνάντηση και για τον Οικουμενικό Διάλογο;
Μετά από πολλά έτη προετοιμασίας και κατόπιν ομοφώνου απόφασης του συνόλου των Προκαθημένων, η Πανορθόδοξη Σύνοδος θα συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ένα νέο γεγονός που θα δει όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίας συγκεντρωμένες ομοθυμαδόν επί το αυτό για να συζητήσουν θέματα διοικητικού χαρακτήρα, αλλά και κοινού ενδιαφέροντος και τέλος για να εκφράσουν το μήνυμα της Ορθοδοξίας στον κόσμο «εν ενί στόματι και μια καρδία». Ένα από τα θέματα που οδηγεί αυτή τη μεγάλη Σύναξη είναι η επιθυμία για συνέχεια στον οικουμενικό διάλογο, διάλογο που δεν μπορεί να απασχολεί την Εκκλησία σε διαφορετικές βαθμίδες, αλλά πρέπει να ωριμάσει κατά τον ίδιο τρόπο από όλους και παντού.
Θα προσκληθεί και ο Επίσκοπος της Ρώμης;
Θα έπρεπε να αποτελέσει απόφαση όλων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά η χιλιετής ευχαριστιακή ρήξη μεταξύ των Εκκλησιών μας δεν επιτρέπει ακόμη τη σύγκληση μιας Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου. Είμαστε σίγουροι ότι ο αγαπητός αδελφός της Εκκλησίας της Ρώμης θα είναι μαζί μας σε κοινωνία εν τη προσευχή και από αυτόν ζητούμε να προσευχηθεί για αυτή την ιστορική μας συνάντηση.
Ποια είναι η προσωπική σας ευχή;
Να δώσει ο Θεός στο εγγύς μέλλον να συντελεστεί η συνάντηση των Εκκλησιών μας εν τη Συνοδική ζωή αλλήλων, προς δόξαν του Θεού μας εν τη Αγία Ομοουσίω, Ζωαρχική και Αδιαιρέτω Τριάδι.