Με νοσταλγική διάθεση και συγκίνηση η Τοπική μας Εκκλησία τίμησε σήμερα την επέτειο των εννέα (9) χρόνων από την εις Κύριον εκδημία του επί εικοσιτέσσερα (24) έτη Ποιμενάρχου της, Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών & Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου.
Στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Βόλου τελέστηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου, συμπροσευχομένων των Σεβ. Μητροπολιτών Λαρίσης κ. Ιγνατίου, Φθιώτιδος κ. Νικολάου και Βρεσθένης κ. Θεοκλήτου. Συλλειτούργησαν πλήθος Ιερέων και Διακόνων, ενώ παρέστησαν ο Αστυνομικός Δ/ντής Μαγνησίας Ταξίαρχος Ιωάννης Τόλιας και πλήθος πιστών.
Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο εκ των παλαιοτέρων πνευματικών τέκνων του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου, Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιεροκήρυξ, ο οποίος περιέγραψε τον πνευματικό του Πατέρα ως τελετουργό. Σημείωσε ότι «μέσα στην Θεία και Ιερά Λειτουργία κατεξοχήν, αλλά και στις εκάστοτε χοροστασίες, μεταρσιωνόταν και ζούσε μια εκστατική εκ της καθημερινότητος κατάσταση. Ξεχνούσε τις μικρότητες, την μετριότητα, την ηττοπάθεια και κάθε αρνητική έκφανση όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και των γύρω του. Παραδινόταν στην «καθαρτική της Υπερουσίου Τριάδος ενέργειαν» και με το πώς ζούσε την λατρεία φανέρωνε ότι στεκόταν υπεράνω των ανθρωπίνων μικροτήτων, ότι υπηρετούσε το μεγάλο μυστήριο που δόθηκε για να ζήσει ο κόσμος, για να ζήσουμε τον Παράδεισο επί της γης». Σε άλλο σημείο της ομιλίας του σημείωσε ότι «ίσως πολλοί να ισχυριστούν πως η παρουσία του θα ξεχαστεί ανάμεσα στα σκονισμένα ράφια της εκκλησιαστικής ιστορίας και το όνομά του θα συνωστισθεί στις αρχιερατικές δέλτους, μαζί με όλων των άλλων που και για εμάς ίσως δεν σημαίνουν τίποτα. Άλλοι από αδιαφορία, άλλοι από ανθρώπινη μικρότητα προσπάθησαν στο παρελθόν, προσπαθούν ακόμη και ίσως προσπαθήσουν και στο μέλλον, να υποβαθμίσουν την αξία, να υποτιμήσουν την προσφορά, να απαξιώσουν το πρόσωπο. Σε όλους αυτούς ταπεινά θεωρώ πως θα απαντούσε με τα λόγια του σπουδαίου ποιητή: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά».[1] Δεν θα στεκόταν σε αυτούς και σε ό,τι θα διετύπωναν εναντίον του, θα μετέστρεφε τον προσανατολισμό σε μια δημιουργική πορεία και κατεύθυνση. Θα παρουσίαζε λόγο ωφέλιμο και δημιουργικό».
Ακολούθησε Αρχιερατικό Μνημόσυνο στο τέλος του οποίου ο Σεβ. Ποιμενάρχης μας κ. Ιγνάτιος επεσήμανε ότι «ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σφράγισε τη ζωή μας, την πατρίδα μας και όχι μόνο. Στη Μητρόπολή μας κρατάμε ζωντανή τη μνήμη του, ο λαός μας και οι κληρικοί μας τον αγάπησαν πολύ και αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν Ιεράρχη με λόγο προφητικό, αφού δικαιώνεται σε πολλά για τα οποία είχε μιλήσει και προειδοποιήσει στο παρελθόν, για την πορεία της πατρίδας μας και του κόσμου. Θα συνεχίσουμε να κρατούμε ζωντανή τη μνήμη του και κυρίως να ακολουθούμε τα βήματά του».
Παρουσίαση βιβλίου αφιερωμένου στη μνήμη του
Στη συνέχεια, στο Πν. Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως, πραγματοποιήθηκε λιτή εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του αειμνήστου Χριστοδούλου, κατά την οποία παρουσιάστηκε το βιβλίο του Πολιτικού Επιστήμονος Κων/νου Χολέβα, «Ελληνορθόδοξη πρόταση για την Παιδεία, την κρίση, τα εθνικά θέματα», από τις εκδόσεις «Αρχονταρίκι», το οποίο ο συγγραφέας ευγνωμόνως αφιέρωσε στον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.
Στην εκδήλωση παρέστησαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Λαρίσης κ. Ιγνάτιος, ο Βουλευτής Μαγνησίας κ. Χρήστος Μπουκώρος, ο Δ/κτής της Ανώτατης Φρουράς Βόλου Ταξίαρχος Ιωάννης Παπαναγνώστου, ο Δ/ντής της Β/θμιας Εκπαίδευσης του Νομού Μαγνησίας κ. Σωκράτης Σαβελίδης και πολύς κόσμος, ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά.
Το βιβλίο παρουσίασαν ο Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου, Ιεροκήρυξ, και ο Φιλόλογος Κων/νος Ακριβόπουλος. Στην ομιλία του ο π. Επιφάνιος τόνισε ότι «Κάθε τέτοια μέρα ο χρόνος παγώνει μέσα μας, καθώς επαναφέρουμε στη σκέψη μας εκείνο το στοιχειωμένο πρωινό της 28ης/1/2008, όταν η Ελλάδα ολόκληρη δάκρυσε στο άκουσμα της θλιβερής είδησης του θανάτου του, η οποία, παρά το ότι ήταν αναμενόμενη, προκάλεσε καθολική συντριβή σε μια κοινωνία που ένιωθε να χάνει τον πατέρα της, τον τελευταίο μεγάλο αγωνιστή και προασπιστή των δικαίων της και να μένει ανυπεράσπιστη, πλέον, μπροστά στη λαίλαπα που ακολούθησε και όλοι βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Ο Χριστόδουλος μπορεί να έφυγε από κοντά μας, μένει, όμως, ζωντανός στις καρδιές μας, στα έργα μας, στις πρωτοβουλίες και στους αγώνες μας το έργο του να αναδειχθεί, να σχηματοποιηθεί και να γίνει αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού από τις επερχόμενες γενιές. Ως πρόσωπα και ως Τοπική Εκκλησία, έχουμε συνείδηση του χρέους μας απέναντί του και πιστεύω ότι το εκπληρώνουμε με πιστότητα, ευγνωμοσύνη και απέραντη αγάπη…». Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην πολυχρόνια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου με τον συγγραφέα, που μεταφράστηκε σε πολύ στενή συνεργασία σε θέματα που άπτονται της Εθνικής μας Αυτοσυνειδησίας, στα οποία ο κ. Χολέβας ιδιαιτέρως ειδικεύεται.
Την κατ’ εξοχήν παρουσίαση του βιβλίου έκανε ο κ. Ακριβόπουλος, ο οποίος ανέλυσε τα σημεία του ένα προς ένα, αναφέρθηκε στους αγώνες του Μακαριστού Χριστοδούλου για την διατήρησε της Ελληνορθόδοξης ταυτότητός μας, ενώ τόνισε ότι ο Χριστόδουλος είχε προβλέψει την επερχόμενη κρίση, στις πραγματικές της διαστάσεις, πνευματική και ηθική. Στη συνέχεια, επεσήμανε ότι ο συγγραφέας, μέσα από τα κείμενά του, προτείνει λύσεις για την υπέρβαση της κρίσης, που είναι η εύρεση προτύπων και ιδανικών μέσα στην Ελληνορθοδοξία (Άγιοι, εξαίρετοι πολιτικοί άνδρες και διάκονοι του πνεύματος), η Παράδοση, η Εκκλ/κή κατήχηση, ο υγιής πατριωτισμός και ο αγώνας για ανάπλαση της αλλοιωμένης εθνικής μας ταυτότητος.
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο συγγραφέας κ. Χολέβας, ο οποίος ευχαρίστησε τον Ποιμενάρχη μας για την πολυετή καρποφόρο συνεργασία και τους δύο ομιλητές για την άρτια παρουσίαση και τόνισε ότι το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, γιατί υπήρξε η έμπνευσή του. Θύμισε, με συγκίνηση το ελπιδοφόρο χαμόγελο του Μακαριστού Πρωθιεράρχου και επεσήμανε ότι «αυτή την ελπίδα χρειαζόμαστε και σήμερα, καθώς στον ορθόδοξο Έλληνα δε ταιριάζει η εθνική κατάθλιψη». Αναφέρθηκε στο ενδιαφέρον του για τα Εθνικά θέματα, «τα οποία αγαπούσε, με σεβασμό προς την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, με τρόπο ιστορικά τεκμηριωμένο». Μίλησε, επίσης για την αγάπη, την οποία έτρεφε ο Μακαριστός για την Παιδεία, «με ρίζες, ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες». Τόνισε, τέλος, ότι στις τρεις αυτές βασικές αρχές στηρίζεται και ο ίδιος και τις αναλύει στα κείμενά του, ενώ κάλεσε τους νέους να τις εγκολπωθούν, για να αποκτήσουν νόημα και προοπτική ζωής.
Την εκδήλωση έκλεισε ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ιγνάτιος, ο οποίος, καταρχάς, συνεχάρη τον π. Επιφάνιο για το πολυετές και πολύμοχθο έργο της διάσωσης και έκδοσης του συγγραφικού έργου του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «τον επαινώ, γιατί είναι εύκολο να είσαι κοντά σε έναν μεγάλο όταν ζει και να αντλείς δύναμη από την δύναμη του, είναι, όμως, σπουδαίο να τον κρατάς ζωντανό, όταν πλέον δε μπορεί να σου προσφέρει αυτή τη δύναμη. Ο π. Επιφάνιος σφραγίζει την προσωπική του ζωή με τη διάσωση του έργου του αειμνήστου πνευματικού του Πατρός, Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, που το έχουμε ανάγκη, γιατί διασώσει αλήθειες που είναι ακριβές και τόσο ουσιαστικές στην εποχή μας». Ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στις τόσο επίκαιρες θέσεις του Αρχιεπισκόπου για την παγκοσμιοποίηση, για την Ευρώπη και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, τους οποίους είχε προβλέψει. Εξήρε δε το έργο και την προσωπικότητα του κ. Χολέβα, που οδήγησε σε εξαιρετική συνεργασία. Τέλος, ευχαρίστησε τον κ. Ακριβόπουλο, λέγοντας ότι «με ανθρώπους σαν κι αυτόν μπορούμε να διασώσουμε την ελπίδα για την Παιδεία».
ΟΜΙΛΙΑ
Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιεροκήρυκος
στο Μνημόσυνο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου
Βόλος 28-1-2017
Μακάριος άνήρ, ός είσακούσεταί μου, καί άνθρωπος, ός τάς εμάς οδούς φυλάξει άγρυπνων επ’ έμέ θύραις καθ’ ημέραν, χηρών σταθμούς έμών εισόδων. Αί γάρ έξοδοί μου έξοδοι ζωής καί ετοιμάζεται θέλησις παρά Κυρίου.
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί πατέρες Ευλογημένε λαέ του Κυρίου,
Οι λόγοι αυτοί των Παροιμιών μακαρίζουν τον άνθρωπο που υπακούει το θείον θέλημα και θα αγρυπνήσει κυριολεκτικώς, αλλά και μεταφορικώς, στις θύρες εκείνες που έστησαν τα θεοχάρακτα γράμματα των ευαγγελικών εντολών και των εκκλησιαστικών παραδόσεων. Μακαρίζουν τον άνθρωπο εκείνον, που θα αναλωθεί στην φύλαξη αυτών των θυρών, διότι μέσα από αυτές περνούν τόσο για τον ίδιο, όσο και για όλους όσοι τις διαβαίνουν, οι κατευθύνσεις που οδηγούν στην μακαρία ζωή καί για τον άνθρωπο αυτόν που θα τις φυλάξει τηρώντας και διδάσκοντας, ετοιμάζεται πλουσιοπάροχη η ευμένεια του Κυρίου. Και ταπεινά φρονούμε πως οι λόγοι αυτοί της παιδαγωγού εις Χριστόν Παλαιάς Διαθήκης μπορούν πολύ επιτυχώς να περιγράφουν τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο στην ιερατική και αρχιερατική του διακονία.
Επιτρέψατέ μου να σκιαγραφήσω τον άνδρα μέσα από δύο θεμελιώδεις παραμέτρους και να αποπειραθώ να παρουσιάσω τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ως Αρχιερέα τελετουργό και ως Ποιμένα. Να ανιχνεύσουμε πώς «περπάτησε» η μορφή του στα μονοπάτια των ψυχών των πιστών και πώς «ψηλάφησε» τα σημάδια των «χιλίων νοητών χειμώνων», που κατά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, χάραξαν αδυσώπητα οι περιστάσεις της ζωής. Σ’ αυτήν την απόπειρα περιέχεται και η δική μου εμπειρία, η συμπόρευσή μου μαζί του, που ξεκινά μια μέρα του έτους 1975, όταν βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 14 ετών, μέρα που η μορφή του νέου, ακόμη, τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος ερχόταν να με κυριεύσει και να φλογίσει τις επιθυμίες και τα όνειρα, να νοηματοδοτήσει τις επιλογές, να συντροφεύσει την πορεία προς την αφιέρωση, να στηρίξει στον ανήφορο της Ιερωσύνης, να αναπαύσει στις στιγμές της τρικυμίας, να συν-χαρεί στην ευτυχία, αλλά και να συν-πονέσει στην λύπη.
Από την πρώτη στιγμή ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος αποκαλύφθηκε μπροστά μας ως Αρχιερέας-τελετουργός. Μέσα στην Θεία και Ιερά Λειτουργία κατεξοχήν, αλλά και στις εκάστοτε χοροστασίες, μεταρσιωνόταν και ζούσε μια εκστατική εκ της καθημερινότητος κατάσταση. Ξεχνούσε τις μικρότητες, την μετριότητα, την ηττοπάθεια και κάθε αρνητική έκφανση όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και των γύρω του. Παραδινόταν στην «καθαρτική της Υπερουσίου Τριάδος ενέργειαν» και με το πώς ζούσε την λατρεία φανέρωνε ότι στεκόταν υπεράνω των ανθρωπίνων μικροτήτων, ότι υπηρετούσε το μεγάλο μυστήριο που δόθηκε για να ζήσει ο κόσμος, για να ζήσουμε τον Παράδεισο επί της γης. Ήθελε ο καθένας μας να γνωρίζει πού θα σταθεί, πώς θα κινηθεί, πότε θα ομιλήσει. Οι κινήσεις του δωρικές, η φωνή του στιβαρή, αλλά και μελωδική, η μορφή του οικεία, αλλά και υπερκόσμια, πολλές φορές αλλοιωνόταν, ιδίως κατά την διάρκεια των χειροτονιών, οπότε και δάκρυα ενίοτε αυλάκωναν το πρόσωπό του. Χρόνια αργότερα κατάλαβα πως όλα αυτά περιεκτικά και συμπυκνωμένα περιγράφονταν στους Χρυσοστομικούς λόγους: «Έστηκεν γάρ ό ιερεύς ού πυρ καταφέρων, άλλά τό πνεύμα τό άγιον· καί τήν ίκετηρίαν έπί πολύ ποιείται ούχ ίνα τις λαμπάς άνωθεν άφθείσα καταναλώση τά προκείμενα, άλλ’ ίνα ή χάρις έπιπεσούσα τή θυσία, δι’ έκείνης τάς άπάντων άνάψη ψυχάς καί άργυρίου λαμπροτέρας άποδείξη πεπυρωμένου».
Αυτός ήταν και ο βαθύτερος σκοπός κάθε λόγου, κάθε πράξεως, κάθε αποφάσεως του ποιμένος των Δημητριαίων, να ανάψει φλόγα στις ψυχές του ποιμνίου του, να φουντώσει η πυρκαγιά και ως «πυρ καταναλίσκον» να εξαφανίσει κάθε ανθρώπινη μικρότητα, κάθε ανθρώπινη συνθηκολόγηση, κάθε ανθρώπινη αστοχία, να μεταμορφώσει τον όλον άνθρωπο και να τον καταστήσει μέτοχο της Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό και ο λόγος του ήταν εν πολλοίς θυελλώδης, επαναστατικός, συνέπαιρνε τον ακροατή, αφού πρώτος είχε συνεπαρθεί ο ίδιος ο ομιλητής. Ζούσε αυτό που έλεγε και είχε πρώτος «μεθύσει» από την προοπτική και τον στόχο που είχε ο λόγος του. Ποιος ήταν αυτός ο στόχος; Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είτε μιλούσε για κάποιο θεολογικό θέμα, είτε διαπραγματευόταν κάποιο κοινωνικό φαινόμενο, είτε στηλίτευε την άσχημη καθημερινότητα, είτε επαινούσε την ζωή των ηρώων και παρέθετε τα παραδείγματα των αγίων, ο λόγος του ήταν «άλατι ήρτημένος»4, και στόχος του ήταν η ανθρώπινη αυτοσυνειδησία και η πορεία προς την θέωση. Ήταν ποιμένας μόνιμα και αταλάντευτα προσανατολισμένος στη σωτηρία των λογικών προβάτων, υπαρξιακά πεπεισμένος πως η ιερή αποστολή του είναι η πορεία μέσα από τον δριμύ χειμώνα των πειρασμών στην άνοιξη της επουρανίου Βασιλείας, στην ανέσπερη ογδόη ημέρα που έπεται της Δευτέρας Παρουσίας.
Αυτή η ποιμαντική του μέριμνα εκφράστηκε ποικιλότροπα και ακούραστα, χαρακτηριζόμενη από την πρωτοτυπία μιας σύγχρονης αντιλήψεως του παρόντος, αλλά πάντοτε διαπνεομένη από την ασφαλή παραδοσιακότητα, την αταλάντευτη προσήλωση στις ορθόδοξες χριστιανικές αρετές και στην παράδοση του Γένους, καθώς και στην διαχρονική ελληνική παρακαταθήκη. Ήταν ποιμένας που ήξερε να χρησιμοποιεί κάθε τι νέο, σύγχρονο, πρωτότυπο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, για να μεταλαμπαδεύει την Πατερική εμπειρία, την Ευαγγελική διδασκαλία, την ορθόδοξη βιωτή! Η ποιμαντική του ανησυχία ήταν ανύστακτη και τον καθήλωνε κυριολεκτικά ολόκληρες νύχτες στο γραφείο του, δίπλα στο υπνοδωμάτιό του, εκεί στον όροφο του σπιτιού, γωνία Δημάρχου Γεωργιάδου και Αντωνοπούλου, όπου φαινόταν το φως αναμμένο, σθεναρή αντίσταση στο σκοτάδι που επικρατούσε. Αυτή η ποιμαντική του ανησυχία τον ξαγρυπνούσε, ως άλλη «αστυνόμος οργά» του Σοφοκλή, όταν ανησυχούσε για τα κοινά της πατρίδος, της επαρχίας του, του ελληνισμού. Τον ξαγρυπνούσε, ως άλλον «βοηλάτην μύωπα κινητήριον» του Αισχύλου, όταν αγωνιούσε για πρόσωπα συγκεκριμένα και εξελίξεις στην ζωή και την πνευματική τους πορεία. Διάβαζε, στοχάζονταν, έγραφε, προσευχόταν. Δεν μπορούσε να ησυχάσει, μια ιερή και αγία ανησυχία τον κατέτρωγε, η σωτηρία του ποιμνίου του, η αφύπνιση των συνειδήσεων, η κατανόηση των γεγονότων, η πνευματική πρόοδος και η μόρφωση του Χριστού στις ψυχές των ανθρώπων.
Αυτή η αγωνία αποτελούσε την μία πτυχή του ποιμαντικού του διπτύχου, με την άλλη να περιγράφεται εναργέστατα στον Ευαγγελικό λόγο που ομιλεί για τον ποιμένα και τα πρόβατά του: «καί τί πρόβατα τής φωνής αυτού άκούει, καί τά ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα καί εξάγει αυτά, και όταν τα ίδια πρόβατα έκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, καί τά πρόβατα αυτώ άκολουθεί, ότι οίδασι τήν φωνήν αυτού». Ήταν παροιμιώδης η ικανότητά του να θυμάται πρόσωπα, ονόματα και γεγονότα, απόρροια του ανυστάκτου ενδιαφέροντος και της προσωπικής συμμετοχής του στην ζωή των ανθρώπων. Δεν αποτελούσε τον παράγοντα εκείνον που απλώς θα ήταν αποδέκτης του προβλήματός σου, της αγωνίας σου, της δοκιμασίας σου. Γνώριζε, έπασχε, θυμόταν. Ζούσε μαζί με τα λογικά πρόβατα της τοπικής εκκλησίας, ήταν ο ποιμήν ο καλός ο οποίος «τοίς πάσι γέγονε τά πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσει»8. Το γραφείο του ήταν πάντοτε ανοιχτό, για τον ιερέα αλλά και για τον λαϊκό. Εκείνος θα σε υποδεχόταν, με το παροιμιώδες πια χαμόγελό του, που δεν τον εγκατέλειψε ούτε στις στιγμές της μεγάλης προσωπικής του δοκιμασίας. Δεχόταν τον κόσμο για να συμμετάσχει στην ζωή του να μεταλάβει των αγωνιών και δυσκολιών του απλού καθημερινού ανθρώπου, επίσκοπος και ποιμένας μιας τοπικής εκκλησίας που τον γνώρισε παρόντα τόσο στην προσωπική δοκιμασία, όσο και στην συνολική πορεία. Δεν δίσταζε να είναι εκείνος ο οποίος θα πορευτεί μπροστά, θα μπει επικεφαλής και θα αντιμετωπίσει πρώτος τον ενάντιο άνεμο σε κάθε δυσκολία που είτε προσωπικά κάποιος θα κατέθετε στα πόδια του, είτε η δυσκολία και αντιξοότητα αυτή θα αφορούσε στην πορεία της πατρίδος μας απέναντι σε ποικίλους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, στην θέση της Εκκλησίας στην σύγχρονη πραγματικότητα, στην κατάσταση της Παιδείας μας μέσα στον μεταβαλλόμενο νεωτερικό κόσμο, στην τοποθέτηση της κοινωνίας απέναντι στις προκλήσεις ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου ηθικού γίγνεσθαι. Αν είναι γνωστός ο λόγος της Γραφής πως «ότι ό ζήλος τού οίκου σου κατέφαγέ με», θα μπορούσε ο ευλαβής μελετητής της ζωής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου να δηλώσει, μετ’ επιτυχίας, πως για εκείνον ισχύει η φράση κατά τι παραλλαγμένη: «ό ζήλος τού ποιμνίου σου κατέφαγέ με»!
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ίσως κάποιος ισχυριστεί πως και για την ζωή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου ισχύει πως «ώς ναύς διερχομένη κυμαινόμενον ύδωρ, ής διαβάσης ούκ έστιν ίχνος εύρείν, ούδέ ατραπόν τρόπιος αύτής εν κύμασιν». Ίσως πολλοί να ισχυριστούν πως η παρουσία του θα ξεχαστεί ανάμεσα στα σκονισμένα ράφια της εκκλησιαστικής ιστορίας και το όνομά του θα συνωστισθεί στις αρχιερατικές δέλτους, μαζί με όλων των άλλων που και για εμάς ίσως δεν σημαίνουν τίποτα. Άλλοι από αδιαφορία, άλλοι από ανθρώπινη μικρότητα προσπάθησαν στο παρελθόν, προσπαθούν ακόμη και ίσως προσπαθήσουν και στο μέλλον, να υποβαθμίσουν την αξία, να υποτιμήσουν την προσφορά, να απαξιώσουν το πρόσωπο. Σε όλους αυτούς ταπεινά θεωρώ πως θα απαντούσε με τα λόγια του σπουδαίου ποιητή: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά». Δεν θα στεκόταν σε αυτούς και σε ό,τι θα διετύπωναν εναντίον του, θα μετέστρεφε τον προσανατολισμό σε μια δημιουργική πορεία και κατεύθυνση. Θα παρουσίαζε λόγο ωφέλιμο και δημιουργικό.
Όλοι, όμως, όσοι μελετούν τα γεγονότα και εντρυφούν στην στάση των ταγών, όλοι όσοι έζησαν από κοντά τον εκκλησιαστικό άνδρα, αλλά και τον προσιτό επίσκοπο, όσοι έτρεξαν να ακούσουν τους λόγους του, εμπνεύσθηκαν από το παράδειγμά του, φλογίστηκαν από την αγάπη του για την πατρίδα και την θυσιαστική του στάση για τους Έλληνες, όσοι βίωσαν αλλοίωση στην ζωή τους από την διδαχή του, όλοι αυτοί «νοήσουσι τί έβουλεύσατο περί αύτού καί εις τι ήσφαλίσατο αύτόν ό Κύριος»12. Αμήν!
Εκ του Γραφείου Τύπου