You are currently viewing Νέες μαρτυρίες για τη ζωή του παπα Νικόλα Πλανά…

Νέες μαρτυρίες για τη ζωή του παπα Νικόλα Πλανά…

  • Reading time:2 mins read

Του π. Ηλία Μάκου

 

Πολλά έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί για τον παπαΝικόλα Πλανά. Τον απλό και αγράμματο ιερέα, που, όμως είχε τη μεγαλύτερη γνώση: Βίωνε το Θεό καθημερινά.

Όλο και περισσότερες μαρτυρίες έρχονται στο φως για την ιερατική ζωή του, που, πραγματικά, ήταν ευλογημένη και άγια.

Αν και χήρεψε πολύ νωρίς και μεγάλωσε μόνος του το παιδί του, το Γιάννη, πορεύτηκε με πολύ μεγάλη ταπείνωση μέσα στην Εκκλησία.

Ένιωθε στην καρδιά του την ουράνια γεύση.

Και αυτή την ουράνια γεύση του τη μετέδιδε στους άλλους…

Με την ταπείνωσή του. Τον πρόσβαλλαν και δεν αντιδρούσε. Κάποιοι μεγαλόσχημοι κληρικοί σε μια αγρυπνία τον περιφρόνησαν και δεν του έδωσαν σημασία. Αυτός όχι μόνο δεν παραπονέθηκε, αλλά και υπομονετικά κάθισε σε μια άκρη.

Με την αφιλαργυρία του και τις ελεημοσύνες του.  Δεν ελάμβανε χρήματα από τους πιστούς, παρότι τα είχε μεγάλη ανάγκη. Και όταν πλούσιες κυρίες, όπως οι αείμνηστες Σοφία Τρικούπη και Ζλατάνου, που τον καλούσαν συχνά για αγιασμό του έδιναν, αμέσως τα μοίραζε σε αυτούς, που είχαν ανάγκη. Και κυρίως φρόντιζε για τα ορφανά παιδιά.

Έτρωγε συνήθως χόρτα και ψωμί και που και που έπινε και λίγο γάλα, που του προσέφεραν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής. Είχε περιορίσει στο ελάχιστο τις βιοτικές του μέριμνες.

Αλλά, κυρίως, με τις ακολουθίες του, επί πενήντα περίπου χρόνια, από το 1884 έως το 1932, που κοιμήθηκε, στους ναούς και του Αγίου Παντελεήμονα, κοντά στον Ιλισό ποταμό και της ακόμη απόμερης τότε εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του λεγομένου «Κυνηγού», στη σημερινή οδό Βουλιαγμένης.

Έκανε πολλές αγρυπνίες ή με τις ώρες παράτεινε τις ακολουθίες από το θείο ζήλο του. Αμέτρητα τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων, που μνημόνευε. Αφηνόταν στη μνημόνευση και ο χρόνος κυλούσε, ώστε μερικές φορές να τελειώνει και στις τρεις το μεσημέρι.

 Τις αλησμόνητες στιγμές, που έζησαν μαζί του περιγράφουν οι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, αλλά και ιεροψάλτες του, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.

Δεν λείπουν οι μαρτυρίες ότι κατά τη θεία λειτουργία, πολλές φορές αιωρούνταν, δηλαδή ήταν ανυψωμένος από το έδαφος.

Γι’ αυτόν η θεία λειτουργία δεν ήταν θέαμα και ακρόαμα, αλλά μυστηριακή πράξη, όπου άπλωνε  τα χέρια του προς το Θεό, έτοιμος να φτερουγίσει προς αυτόν, καθώς Τον ένιωθε να έχει διεισδύσει στα σπλάγχνα του.

Σε κάθε δευτερόλεπτο φανέρωνε, χωρίς «κογκέλες και γωνίες», την πίστη του στην αθανασία της ψυχής και την ανάσταση της σάρκας.

Αυτό το πνεύμα και αυτό το ήθος απέπνεε.  Αυτό ήταν το γλυκό όνειρό του, που διεκδίκησε την πραγμάτωσή του, χωρίς ονειροπολήσεις, αλλά μέσα από ένα συνειδητά στερημένο βίο, αφοσιωμένο εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.

Είχε κατανοήσει βαθιά το ρόλο και τα καθήκοντα του ιερέα. Η κατανόηση αυτή  τον έβγαζε από τα όρια της αυτάρκειάς του και τον έστρεφε στην αναζήτηση του Θεού.

Ήθελε να εκφράσει το περιεχόμενο της πίστης του. Και το έκανε. Να μοιράσει την πίστη του. Και το έκανε. Να γίνει μεταδοτικός  και το έκανε. 

Ήξερε καλά ότι η δύναμη του ανθρώπου είναι ασήμαντη μπροστά στην παντοδυναμία του Θεού. Γι’ αυτό δεν τον κυρίευσε το αίσθημα του φόβου της ζωής, παρά τις δυσκολίες και τις στερήσεις, που αντιμετώπιζε.  

Αλλά στήριξε τα πάντα στην στη χάρη της ιεροσύνης. Ήταν η δέησή του, η προσευχή του, η ευχούλα του, το σταύρωμά του, η ανάστασή του.

Και εμείς, έχοντας ως φωτεινό  παράδειγμα τον παπα Νικόλα Πλανά, το μόνο, που μπορούμε να κάνουμε για τον εαυτό μας είναι να τον εμπιστευτούμε στα χέρια του Θεού. Εκείνος ξέρει. Εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός γνωρίζει λεπτομέρειες για μας, που εμείς δεν τις γνωρίζουμε. Βλέπει πριν από εμάς και μετά από εμάς, ό,τι εμείς δεν βλέπουμε.

Το μόνο, που εξαρτάται από εμάς, είναι να μείνουμε οι αγαπημένοι Του. Αυτό τα περικλείει όλα.