«Αν θέλουμε να έχουμε μία Ορθόδοξη εκκλησία στην Ελλάδα, με λόγο, χαρακτήρα και παρουσία για τα επόμενα 30-40 χρόνια, αυτό που πρέπει να κάνει είναι ν’ αφοσιωθεί στην εκπαίδευση» λέει σε συνέντευξή του στο liberal.gr ο μητροπολίτης Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ. Ο νεότερος στην Ιεραρχία μητροπολίτης, ηλικίας μόλις 40 ετών, εξηγεί γιατί δε φοβάται την αποχριστιανοποίηση στην Ευρώπη, όσο την ανεκτικότητα.
Με λαμπρές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Φριβούργου της Ελβετίας και κάτοχος διδακτορικού στις πολιτικές επιστήμες του Διεθνούς Εμπορίου (WTC), ο κ. Γαβριήλ έχει διατελέσει συνεργάτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο γραφείο της Άννας Διαμαντοπούλου, όταν ήταν επίτροπος της Ελλάδας στην Κομισιόν.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά
Στην Ενωμένη Ευρώπη παρατηρείται ένα κύμα αποχριστιανοποίησης, σε βαθμό που πολλοί μιλούν για “χριστοφοβία”. Τα αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ, από την Επιτροπή κουλτούρας έως και το Ευρωκοινοβούλιο, αποφεύγουν με προσοχή κάθε θετική αναφορά στον χριστιανισμό. Παράλληλα, μειώνεται με εντυπωσιακό ρυθμό το εκκλησιαζόμενο κοινό. Εκκλησίες Ορθοδόξων, Καθολικών και Ομολογιών κλείνουν, ή πωλούνται και μετατρέπονται σε μπαρ, εστιατόρια και άλλα καταστήματα. Πως ερμηνεύετε αυτήν τη στάση;
Να μου επιτρέψετε καταρχήν ένα σχόλιο για την Ευρώπη και τη θέση μας σε αυτήν, γιατί στις μέρες μας παραμένει το δεσπόζον στοιχείο. Η Ευρώπη αυτήν την στιγμή είναι ένα οικοδόμημα, που βρίσκεται σε μία διαδικασία ζύμωσης.
Η ζύμωση είναι κάτι που απαιτεί χρόνο. Οι ιδρυτές του οικοδομήματος είχαν οραματιστεί ένα χώρο ειρήνης, όπου θα μπορούσαν να συνυπάρχουν διαφορετικές γλώσσες, αλλά κοινές πολιτιστικές αναφορές, το ρωμαϊκό δίκαιο, η ελληνική σκέψη, ώστε ν’ αποφευχθεί ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος.
Ο Μονέ στη Γαλλία, ο Αντενάουερ στη Γερμανία, ο Σουμάν, αληθινά μεγάλα πνεύματα στην Ευρώπη, συνέβαλαν ώστε να δημιουργηθεί μία ένωση με εμπορικό χαρακτήρα, αυτή του χάλυβα και άνθρακα.
Προχωρήσαμε στην ΕΟΚ, στο Μάαστριχτ για να έρθει το ’09 η συνθήκη της Λισαβόνας, όχι απλά για να γίνει η Ευρώπη μία ένωση διαφορετικών λαών, αλλά για να διατηρεί την ιδιοπροσωπία του κάθε ευρωπαϊκός λαός και όλοι μαζί να συνεργάζονται για το κοινό καλό.
Η απαρχή έγινε με τη νομισματική ένωση, προχώρησε και είδαμε ότι όντως, βοήθησε την οικονομία.
Για να επιτύχει ουσιαστικά, όμως, το εγχείρημα απαιτείται όλοι να νιώσουν μέλη μιας κοινής οικογένειας. Κάποιοι λένε πως αυτό θα επιτευχθεί με μία πολιτική ένωση.
Ό,τι και αν είναι αυτό που θα μας φέρει σε μία κοινή συνισταμένη, προχωρά σταδιακά, με τα χαρακτηριστικά της ζύμωσης.
Θεωρώ πάντως ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ζήσει έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και οποιαδήποτε χώρα μέσα στην Ευρώπη μόνο να ωφεληθεί έχει κι όχι να ζημιωθεί∙ είναι ένας χώρος ανάπτυξης, που εξασφαλίζει το απαραίτητο πλαίσιο για μια καλύτερη διαβίωση.
Θα δίσταζα, όμως, να πω ότι η Ευρώπη «αποχριστιανοποιείται» ή γίνεται περισσότερο μουσουλμανική. Αυτή η διαδικασία ζύμωσης, που άρχισε να γίνεται εντονότερη μετά την οικονομική κρίση, όπως την πέρασαν άλλα ευρωπαϊκά κράτη κι εξακολουθεί να περνά η πατρίδα μας, είδαμε ότι ανέδειξε όλα τα προβλήματα.
Τα ζητήματα αυτά έχουν να κάνουν με την ίδια τη δομή της, διότι ένα καινούργιο «μόρφωμα» που δεν έχει πάνω από πενήντα χρόνια ζωής, είναι δύσκολο να μπορέσει να αφομοιώσει όλα τα στοιχεία που «κουβαλά» κάθε λαός.
Εκ των πραγμάτων δηλαδή δεν έχουν προηγηθεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις, ούτε ώστε η λήψη των αποφάσεων να είναι πιο άμεση και να βασίζεται, όχι στο εθνικό συμφέρον, αλλά στο κοινό καλό.
Αυτό, ξαναλέω, δεν εξαρτάται μόνο από τον οικονομικό παράγοντα. Την Ευρώπη αποτελούν πολίτες κι αυτοί είναι άνθρωποι.
Δεν έχουν μόνο στοιχεία οικονομικά, αλλά ένα υπόβαθρο πολιτιστικό, γλωσσικό και θρησκευτικό, που συνιστά την ταυτότητά του μέσα στην κοινότητα.
Ο χριστιανισμός, λοιπόν, είναι ταυτοτικό στοιχείο της ΕΕ και, μαζί με το ρωμαϊκό δίκαιο και την ελληνική παιδεία, τους άλλους δύο πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ένα στοιχείο που πρέπει να καταλάβει ο ευρωπαϊκός κόσμος, όχι για να αναδειχθεί ως προμετωπίδα και στοιχείο επιβολής, αλλά ως ρίζα και κοινός συνεκτικός δεσμός.
Από την άλλη πάλι, δεν μπορείς ν’ αρνηθείς στον άλλο να είναι χριστιανός, να πηγαίνει στην Εκκλησία, να ζει χριστιανικά. Θέλω να πω ότι ζούμε σε μία περίοδο που προβάλλονται περισσότερο τα δικαιώματα των μειονοτήτων κι όχι της πλειοψηφίας. Δεν μπορεί όμως η μειονότητα να επιβάλλεται συνεχώς.
Πρώτος εγώ καταδικάζω αυτό που έγινε στο Ορλάντο και σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να δω ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους, γιατί έχουν μία διαφορετικότητα. Αυτά τα πράγματα, όχι χριστιανικά δεν είναι, δεν ανήκουν σε μία προηγμένη κοινωνία.
Δεν μπορεί όμως και μία προηγμένη κοινωνία με ανεκτικότητα, να μην επιτρέπει στην πλειοψηφία να εκφράζεται. Και η πλειοψηφία στην Ευρώπη, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι χριστιανική.
Ενδεχομένως, η Ευρώπη δεν είναι σε φάση αποχριστιανοποίησης, αλλά σε φάση αθεΐας. Η αθεΐα, όμως, ανέκαθεν υπήρχε, διότι ο καθένας μπορεί να επιλέξει αν θέλει να πιστέψει στο Χριστό ή όχι.
Εκείνο που πρέπει να μας φοβίζει περισσότερο είναι η αδιαφορία κι όχι η αθεΐα. Γιατί το λέω αυτό; Μίλησα πριν για ανεκτικότητα.
Η ανοχή είναι ένας όρος που κατεξοχήν διαβάζουμε σε ευρωπαϊκά κείμενα και ακούμε από τους ευρωβουλευτές, αλλά η ανοχή έχει την εξής προϋπόθεση: ανέχομαι τον άλλο σημαίνει ότι θέτω όρια και περιορισμούς. Ο χριστιανισμός, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν ανέχεται, αγαπά.
Η αγάπη ούτε όρια έχει, ούτε χρονικούς περιορισμούς. Άρα, λοιπόν, εμείς στην Ευρώπη ως χριστιανική ορθόδοξη Εκκλησία, λέμε ωραία η ανεκτικότητα, αλλά για να δούμε την αγάπη.
Να δούμε έναν άλλο τρόπο συμβίωσης και συνύπαρξης, που έχει τελείως διαφορετική προϋπόθεση, έναν τελείως διαφορετικό συνεκτικό αρμό, που είναι όχι μόνο καθοριστικός για διάρκεια χρονική, αλλά για να μπορέσει η κοινωνία να έχει ευημερία και υγιή ανάπτυξη.
Ο Ευρωπαϊκός κόσμος βρίσκεται μπροστά στο φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Αυτοί οι πληθυσμοί έχουν τους δικούς τους θρησκευτικούς νόμους, όπως την πολυγαμία, τον γάμο ενηλίκων ή και ηλικιωμένων με μικρά παιδιά, και άλλα, πέρα από τις μπούργκες. Εδώ, στη δική μας Θράκη, ήδη εφαρμόζεται σε πολλές περιοχές η σαρία. Ποια νομίζετε ότι πρέπει να είναι η στάση της Ευρώπης απέναντι σε αυτά;
Το θέμα της μετανάστευσης ή του προσφυγικού είναι σύνθετο θέμα. Αιώνες τώρα, κοιτώντας την ιστορία της Ευρώπης, βλέπουμε μία ροή από την Ανατολή προς τη Δύση, γιατί ο κόσμος θέλει να βρει ένα καλύτερο περιβάλλον, στο οποίο θα μπορέσει να επιβιώσει, ν’ αναπτυχθεί. Δεν είναι κάτι καινούργιο η μετανάστευση.
Το προσφυγικό, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Μιλάμε για βίαιη απομάκρυνση, βίαιη έξοδο από την πατρογονική εστία και, σε καμία περίπτωση, δεν ταυτίζεται με το μεταναστευτικό.
Το βιώνει πάλι η πατρίδα μας με τρόπο δραματικό, γιατί η προσφυγιά είναι συνυφασμένη με την Ελλάδα, και σε πολλές περιοχές στον τόπο μας, όπως εδώ στη μητρόπολή μου, οι πρόσφυγες από τη Μικρασία πάλεψαν, δημιούργησαν κι αναγεννήθηκαν.
Άρα, λοιπόν, ξέρουμε τι σημαίνει προσφυγιά και γι’ αυτό είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός μεταξύ προσφύγων και μεταναστών. Εμείς πρέπει ν’ αναδείξουμε το ζήτημα, όχι μόνο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών.
Πρέπει πάση θυσία ν’ αντιληφθεί η διεθνής κοινότητα ότι αν δεν ενσκήψει στο πρόβλημα της Ευρώπης, αυτό θα έχει παγκόσμιο αντίκτυπο και πλέον δε θα ελέγχεται.
Αν πάλι, δεν υπάρξει συντεταγμένη ευρωπαϊκή πολιτική στο θέμα αυτό, τότε θα δούμε ανισότητες που θ’ αποβούν μοιραίες για όλη την Ευρώπη.
Δεν μπορούμε να αναλαμβάνουμε τη σωτηρία ανθρώπων που μπαίνουν στην Κοινότητα, χωρίς προηγουμένως να έχουμε εξασφαλίσει πού θ’ απασχοληθούν. Πρέπει να εξασφαλίσουμε θεμελιώδη δικαιώματα, που αυτήν την στιγμή καταπατούνται κατάφορα.
Όλα αυτά λοιπόν που έρχονται και μας χτυπάνε την πόρτα, είναι φαινόμενα που αν δεν τα αντιμετωπίσουμε εν συνόλω και αν δεν αντιληφθούμε ότι πρέπει να υιοθετήσουμε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό, το αποτέλεσμα θα είναι μοιραίο για όλα τα κράτη-μέλη.
Αν τώρα έχουμε αυτήν την στιγμή 4.000.000 ανθρώπους να περιμένουν στην Τουρκία κι άλλα τρία στο Λίβανο και την ευρύτερη περιοχή, τότε τι θα γίνει αύριο με την Αίγυπτο;
Αν θέλει η διεθνής κοινότητα να βοηθήσει πραγματικά, πρέπει να δώσει δυνατότητες ανάπτυξης και προοπτικές στα κράτη από τα οποία φεύγει ο κόσμος. Και πρώτα απ’ όλα πρέπει να σταματήσει ο πόλεμος.
Πολλές φορές στο παρελθόν δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω στη Δαμασκό και είχα δει πόσο αρμονικά ζουν μαζί χριστιανοί και μουσουλμάνοι.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι από μόνες τους οι καταστάσεις βίζας ή προσωρινών καταλυμάτων στην Ευρώπη, δεν είναι λύση.
Η περίπτωση της Θράκης είναι ένα ξεχωριστό γεγονός που έχει αναφορά στη συνθήκη της Λωζάνης και τους μουσουλμάνους που ήρθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Όμως η Θράκη έχει ακόμη την κοινότητα των Πομάκων, που είναι στοιχείο μουσουλμανικό, αλλά διαχρονικό. Υπάρχει ισοπολιτεία και όλοι απολαμβάνουν τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι έλληνες πολίτες.
Δε με φοβίζει τόσο η σαρία, όσο το παιχνίδι που μπορεί να παιχτεί πίσω από τη Θράκη. Οι αλβανικές προκλήσεις μόνο τυχαίες δεν είναι τον τελευταίο καιρό και το τουρκικό προξενείο επιχειρεί ν’ ασκήσει πολιτική.
Οι τέσσερις μητροπολίτες στην περιοχή κάνουν πολύ σημαντική δουλειά, όχι μόνο ποιμαντικά, αλλά εθνικά. Και βέβαια, είναι τεράστιας σημασίας το βοήθημα τρίτου παιδιού, που ξεκίνησε από τον μακαριστό Χριστόδουλο και συνεχίζει ως τις μέρες μας.
Πρέπει όλοι να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στην περιοχή και να δοθεί το μήνυμα στους κατοίκους ότι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους, να συνεχίσουν να ζουν αρμονικά όπως έκαναν έως τώρα.
Το ζήτημα της σαρίας θα μπορέσουμε να το συζητήσουμε δευτερευόντως, αλλά τώρα, είναι επιτακτική η ανάγκη να δοθεί βαρύτητα στη διατήρηση της ελληνικότητας στη Θράκη.
Διατελέσατε καθηγητής στο Κολέγιο, ένα σχολείο της αθηναϊκής ελίτ. Στη συνέχεια εκλεγήκατε Μητροπολίτης σε μια περιοχή που δεν κατοικείται από την πλουσιότερη κοινωνική τάξη. Έχετε λοιπόν προσωπική εμπειρία των προβλημάτων και αιτημάτων της νεολαίας. Εκτιμάτε ότι η Εκκλησία μας είναι παιδαγωγικά σε θέση να μιλήσει στην καρδιά του νέου ανθρώπου σήμερα; Κι αν βρίσκετε ότι χρειάζεται ένας άλλος λόγος, ποιος θα είναι αυτός;
Τα τελευταία χρόνια της κρίσης όπως συνηθίσαμε να λέμε, η Εκκλησία έδωσε ένα ισχυρό στίγμα με το φιλανθρωπικό της έργο.
Ανέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό δίκτυο, το συστηματοποίησε, το έκανε επιστημονικό, έδωσε προοπτική βάζοντας ακόμη περισσότερο κόσμο να βοηθήσει και συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την ομογένεια στην Αμερική.
Αρκετά χρήματα ήρθαν από την ελληνική αμερικανική ομογένεια, αλλά κι από την Αυστραλία και τη Γερμανία.
Το σημαντικότερο είναι ότι έκανε τη δομή της στη διαχείριση των χρημάτων πολύ πιο συστηματική και διαφανή, επειδή οι καιροί το επιτάσσουν κι επειδή η Εκκλησία έπρεπε να αλλάξει πολλά που δεν τα έκανε σωστά μέχρι τώρα. Η φιλανθρωπία, όμως, είναι συνυφασμένη με τη ύπαρξή της.
Από εδώ και πέρα, η Εκκλησία πρέπει να θέσει το θέμα της εκπαίδευσης ως προτεραιότητά της. Μιλάμε για έναν πνευματικό οργανισμό, θεοΐδρυτο, που στόχο έχει τη σωτηρία των ανθρώπων.
Διδάσκει, όχι την ανοχή, αλλά την αγάπη, που διαφοροποιεί αμέσως τα πράγματα και μπορεί να περάσει τη βασική αρχή των δομών της πίστεως, της εσωτερικής καλλιέργειας και θωράκισης που αποκτά ο άνθρωπος μέσα από τη χριστιανική διδασκαλία και παράδοση των πατέρων της Εκκλησίας. Αυτό το πράγμα λέγεται εκπαίδευση, μόρφωση.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να έχουμε μία ορθόδοξη εκκλησία στην Ελλάδα, με λόγο, χαρακτήρα και παρουσία για τα επόμενα 30-40 χρόνια, αυτό που πρέπει να κάνει είναι ν’ αφοσιωθεί στην εκπαίδευση.
Και δεν εννοώ μόνο την επαφή με τα δημόσια σχολεία. Η ίδια η Εκκλησία πρέπει να βρει τους πόρους από την αξιοποίηση της περιουσίας της προς αυτήν την κατεύθυνση.
Μιλάω για ιδιωτικά εκκλησιαστικά σχολεία, στα οποία θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που εγώ οραματίζομαι ως μητροπολίτης Νέας Ιωνίας: να παντρέψουμε την χριστιανική ορθόδοξη παράδοση με τη νέα τεχνολογία.
Ένα παιδί που θα έρθει σε ένα τέτοιο σχολείο, θα πορευτεί στη ζωή με δύο θεμελιώδη εργαλεία: την τεχνολογική εξέλιξη και τις αρχές της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία δεν είναι αντίθετη σε οποιαδήποτε μορφή επιστήμης ή εξέλιξης και προτρέπει τους ανθρώπους προς αυτήν την κατεύθυνση.
Με τρόπο όμως που θα αναπτυχθούν, όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Αυτά πρέπει απαραιτήτως να παντρευτούν και να γίνουνε πράξη.
Η χώρα μας έχει μπει σε μια σοβαρή κρίση που δεν είναι στενά οικονομική (χρέη, μειώσεις εισοδήματος κλπ) αλλά ευρύτερα πολιτική, αφού είναι φανερό πως τελείωσε η εποχή του κράτους-πατερούλη. Και αυτό προέρχεται από ή τροφοδοτεί μια κρίση ανακαθορισμού αξιών στην κοινωνία μας. Ποιος θεωρείτε ότι μπορεί και πρέπει να είναι ο λόγος ενός Επισκόπου σήμερα, πέρα από τις εύκολες καταγγελίες (“οι άπληστοι δανειστές” κλπ);
Πράγματι, είναι πολύ εύκολο στην εποχή μας να καταγγέλλει ο ένας τον άλλο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι με αυτόν τρόπο ο καθένας βγάζει την ευθύνη από πάνω του.
Όλοι, όμως, έχουμε μερίδιο ευθύνης, άλλοι μικρότερο, άλλοι μεγαλύτερο. Η Εκκλησία τι πρέπει να κάνει; Οφείλει να πει σε κάθε πιστό, σε κάθε έλληνα πολίτη, να πάψει μεμψιμοιρεί και να σηκώσει τα μανίκια και να προχωρήσει.
Το χειρότερο που έφερε η κρίση στον τόπο είναι η κατάθλιψη και η απαισιοδοξία. Έναν πολίτη παραιτημένο, κλεισμένο στο καβούκι του, όπου τα πάντα φαίνονται μάταια.
Άρα, λοιπόν, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και σαφές: μην ακούτε τις σειρήνες που υπάρχουν, είναι πολλές και θέλουν να μας ρίξουν και πάλι στα βράχια.
Έτσι κι ο Οδυσσέας έβαλε κερί στ’ αφτιά των συντρόφων του επάνω στο πλήρωμα του καραβιού. Τώρα κι εμείς πρέπει να βάλουμε κερί και να κοιτάξουμε μόνοι μας τι μπορούμε να κάνουμε.
Χρειάζεται αισιοδοξία, προοπτική και στοχοθεσία. Αυτό που εμείς ως Εκκλησία πρέπει να δώσουμε είναι όραμα.
Ένα όραμα δημιουργίας, που έχει να κάνει, όχι με το ποιος φταίει, αλλά με το τι μπορούμε να κάνουμε. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα λόγια κι ας δουλέψουμε!