Του π. Ηλία Μάκου
Είχαμε τελειώσει τη θεία λειτουργία κεκλεισμένων των θυρών (η περιοχή είναι στο “βαθύ κόκκινο”) του Ψυχοσαββάτου και πήραμε με το αυτοκίνητο το δρόμο της επιστροφής από την ενορία στο σπίτι μας.
Λίγα μέτρα μετά το ναό μας σταματά μια ηλικιωμένη και μας λέει: “Στεναχωρήθηκα σήμερα, που δεν επιτρεπόταν να έρθω στο ναό. Παπούλη, αλήθεια, που βρίσκονται οι αγαπημένοι μου νεκροί; Με θυμούνται άραγε; Εξακολουθούν να με θέλουν και να ενδιαφέρονται για μένα; Είναι ευτυχισμένοι εκεί, που βρίσκονται;”.
Καταλάβαμε ότι ήταν μελαγχολικές οι σκέψεις της, βαθύς ο πόνος της ψυχής της για πρόσωπα προσφιλή της, που τη συνέδεαν δεσμοί αίματος και συγγένειας, εξακολουθητικά τα οδυνηρά τραύματα από τον αποχωρισμό με δικούς της ανθρώπους.
Όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες, μέσα στο δρόμο, σε μια σχετική απόσταση ο ένας από τον άλλον, με τις μάσκες στο πρόσωπο, αλλά με τα βλέμματα να συναντώνται, προσπαθήσαμε σύντομα να της εξηγήσουμε ότι η Εκκλησία μάς δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις.
Ο θάνατος ξεχωρίζει το σώμα από την ψυχή, από αυτά τα δύο, δηλαδή, συστατικά, που αποτελείται ο άνθρωπος.
Το φθαρτό σώμα παραμένει στη γη, θάβεται και διαλύεται και θα αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία.
Η αθάνατη ψυχή, όμως, εξακολουθεί να ζει, και να διατηρεί όλες τις πνευματικές της ιδιότητες και λειτουργίες και αισθήσεις, δεν είναι σε κατάσταση λήθαργου.
Βλέπει, ακούει, σκέφτεται, ενδιαφέρεται, έχει αυτοσυνειδησία, σε αντίθεση με το σώμα, που με το θάνατομένει ακίνητο και αναίσθητο.
Λίγου πριν φύγουμε, της είπαμε, ναι, οι ψυχές των προσώπων, που στερείσαι και για τους οποίους θρηνείς, ζουν, σε αγαπούν, νοιάζονται για σένα, όπως και συ δεν σταματάς να τις αγαπάς και να νοιάζεσαι γι’ αυτές.
Ο Θεός μας δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών.
Και πήρε ο καθένας το δρόμο του… Μακάρι να μην κάναμε λάθος και να είδαμε όντας στα μάτια της μια παρηγοριά και μια ενίσχυση και μια ελπίδα…