🔺Από την Πέπη Ραγκούση/ Από ΤΑ ΝΕΑ
«Ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος. Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές, στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη, μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, να ζητάει βοήθεια. Έκλαιγε και φώναζε […] Αρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες»
«Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς το χωριό. Φτάνω σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής μου ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μάνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’ όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης».
«Στον δρόμο συναντήσαμε και άλλες γυναίκες που έτρεχαν πανικόβλητες στην ανηφόρα. Αυτό που αντικρίσαμε τότε, δεν περιγράφεται. Ηταν ένας σωρός από κομμάτια ανθρώπων […] Η εικόνα που είδα εκεί πραγματικά δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Ηταν ένας σωρός από εκατοντάδες πτώματα. Μερικοί ακόμα βογκούσαν από τα τραύματα, άλλοι προσπαθούσαν να κουνηθούν προτού ξεψυχήσουν. Οι γυναίκες που έφτασαν στον τόπο της σφαγής τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε πτώματα για να βρουν τους δικούς τους. Θυμάμαι γυναίκες να μαζεύουν κομμάτι κομμάτι τα σώματα των αγαπημένων τους προσώπων».
Οι παραπάνω μαρτυρίες, μέσα στο ζοφερό φόντο της επικαιρότητας και τις φρικαλεότητες που συμβαίνουν στις κατεχόμενες από τους Ρώσους πόλεις της Ουκρανίας, θα μπορούσαν να είναι από τη Μπούτσα. Είναι όμως, οι δύο πρώτες, από τη σφαγή στο Δίστομο και η τρίτη από τα Καλάβρυτα (της 13χρονης, τότε, Παναγούλας Σκούτα, του Παναγιώτη Περγαντά και του Αλέξη Μασούλα αντίστοιχα, έτσι όπως δημοσιεύθηκαν στη Lifo και το Protagon). Αυτά τα ακραία εγκλήματα πολέμου δεν έχουν ούτε πατρίδα ούτε σημαία ούτε εποχή. Συμβαίνουν όταν ο άνθρωπος ακυρώνει αιώνες πολιτισμού, επιστρέφει σε μια βαρβαρότητα που, στην πραγματικότητα, ποτέ, ούτε καν στις απαρχές του, δεν υπήρξε «οδηγός» του, παρά μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες που του υποβάλουν να μισεί όχι απλώς τον εχθρό του αλλά την ίδια τη ζωή. «Σκοτώστε ο,τι κινείται. Να μη μείνει ούτε γάτα ζωντανή» ήταν η διαταγή που δόθηκε στους Γερμανούς στρατιώτες για το Δίστομο. Εχω την εντύπωση ότι αντίστοιχη ήταν και για τη Μπούτσα.
Από το «Ποτέ ξανά» στο «Ξανά και πάλι»
Προσπαθώ από προχθές να βρω λέξεις για να αναφερθώ σε ό,τι συνέβη εκεί, έτσι όπως αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες που είδαμε. Οσες βρω με γυρίζουν ολοταχώς πίσω. Σε ιστορίες από τη σφαγή των Ποντίων, των Αρμενίων, την καταστροφή της Σμύρνης, τις θηριωδίες του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Σε στιγμιότυπα που καταχωρήσαμε στη συλλογική μας συνείδηση με τη σφραγίδα του «Ποτέ ξανά». Που τώρα γύρισε σε «Ξανά και πάλι».
Μια μικρή διαφορά υπάρχει μόνο. Η προπαγάνδα που δεν κρατά ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα. Για το Δίστομο, ως παράδειγμα, οι Γερμανοί έλεγαν ότι εκτελούσαν διαταγές ανωτέρων. Ενω για τη Μπούτσα, το Κρεμλίνο λέει ότι οι φωτογραφίες είναι «πειραγμένες». Αλλά έτσι παραποιούσε πάντα το Κρεμλίνο την πραγματικότητα, είτε υπό σοβιετικό είτε υπό πουτινικό καθεστώς. Αλλωστε ούτε τη σφαγή στο Κατίν ούτε το Γολοντομόρ, τον μεγάλο λιμό στην Ουκρανία, παραδέχθηκε ποτέ. Ηθοποιοί ήταν κι εκεί…
Ο Αργύρης Σφουντούρης, το παιδί του οποίου η οικογένεια ξεκληρίστηκε στο Δίστομο, σήμερα «ζει» στη Μπούτσα, στη Μαριούπολη, στο Ιρπίν…