Του π. Ηλία Μάκου
Το έργο αγάπης στην Ορθόδοξη Εκκλησία της είναι ανεξάντλητο και δεν σταματά ούτε για μια στιγμή.
Και υπάρχουν πολλοί τρόποι, με τους οποίους δείχνει αυτό τον υπέροχο δρόμο της αγάπης, ερανισμένος από το παράδειγμα του Αναστημένου Χριστού.
Με την ευλογία του Μητροπολίτη Μπερατίου Ιγνατίου, δόθηκαν γεύματα σε 200 φτωχούς συνανθρώπους τις ημέρες της Διακαινησίμου Εβδομάδας.
Αυτοί οι οι πονεμένοι άνθρωποι είπαν τις ευχαριστίες τους όχι μόνο με λόγια, αλλά και με το βλέμμα τους και με το χαμόγελό τους.
Η αγάπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας φαίνεται στο τεράστιο φιλανθρωπικό της έργο (χρήματα, τρόφιμα, μερίδες φαγητού, ρουχισμό, κ.λπ.), που είναι εκτεταμένο και απαραίτητο, ειδικά στις ημέρες μας, έτσι ακριβώς όπως αναδεικνύεται από τη μακραίωνη παράδοση του Χριστιανισμού.
Και δεν είναι μόνο το φαγητό ή ό,τι άλλο προσφέρεται, που δίνει μια ανακούφιση, είναι κυρίως η προσπάθεια, μέσω της κάλυψης βιοτικών κενών, να βοηθηθεί η ανάπτυξη του ανθρώπινου προσώπου.
Η θέση της Ορθοδοξίας απέναντι στη φτώχεια είναι ξεκάθαρη από το πώς βλέπει τον πλούτο.
Τι λέει ο Χριστός στον πλούσιο νέο, που θέλει να τον ακολουθήσει; «Όλα όσα έχεις δώστα στους φτωχούς».
Δεν πρεσβεύει τη συγκέντρωση του χρήματος στους λίγους, αλλά ενδιαφέρεται για όλους. Μάλιστα τα πλούτη τα θεωρεί εμπόδιο για τη σωτηρία της ψυχής.
Σίγουρα δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς αγαθά, χωρίς χρήμα, αφού αυτά είναι το μέσο, με το οποίο ικανοποιούνται βασικές ανθρώπινες μέριμνες.
Εξαρτάται, όμως, από το πώς χρησιμοποιούμε τα αγαθά.
Το ίδιο πράγμα για κάποιον ενδέχεται να γίνει εστία κατάρας και για άλλον πηγή αγιασμού. Σαφώς και τα αγαθά είναι χρήσιμα, όταν βελτιώνουν τη ζωή μας και γίνονται τρόπος ανακούφισης για όσους έχουν ανάγκη.
Μπορεί, όμως, να γίνουν ολέθριο πάθος, όταν σκλαβωθούμε σ’ αυτά και τα ειδωλοποιήσουμε.
Τότε και φτωχοί να είμαστε, και πλούσιοι να είμαστε, τα αγαθά γίνονται σκοπός, άμετρη και άσβεστη επιθυμία, που μας καταδυναστεύει.
Γι’ αυτό χρειάζεται, μαζί με την υλική φτώχεια να καταπολεμηθεί και η πνευματική φτώχεια.
Και η καταπολέμηση της υλικής και της πνευματικής φτώχειας χρειάζονται κοινά όπλα: Υπέρβαση, εσωτερική ελευθερία, αυταπάρνηση, γνησιότητα πίστης.
Δεν αρκεί να μας δίνει ο άλλος συνέχεια υλική ενίσχυση.
Κάποτε θα σταματήσει να μας δίνει ή ό,τι μας δίνει δεν μπορεί να θεραπεύσει όλες τις απαιτήσεις μας.
Δεν καλύπτεται το σύνολο της ζωής μας με προσφορές, ενώ ταυτόχρονα το βάθος της ύπαρξής μας θα είναι μετέωρο.
Και τα αισθήματα ανασφάλειας, αβεβαιότητας και φοβίας θα συνεχίζονται.
Γι’ αυτό την αδυναμία και την εξάρτησή μας, ας την κάνουμε δύναμη και απεξάρτηση, ώστε να αποδίδουμε στα πράγματα και στα σχήματα του κόσμου τη σχετική αξία, που έχουν.
Και να ανακαλύψουμε την απόλυτη αξία της ζωής, το Θεό, αλλά και τον άνθρωπο, που προέρχεται και καταλήγει σ’ Αυτόν.