-Μπαμπά, τί γιορτάζουμε σημερα; Ρωτησε ενα αγορακι που ανεμιζε μηχανικα μια μικρη πλαστικη Ελληνικη σημαια την ωρα της παρελασης.
Ο μπαμπας πηρε αγκαλια το αγορακι ωστε εκεινο να βλεπει καλυτερα και του ψιθυρισε οτι θα του απαντήσει στο σπιτι, οταν γυρισουν.
Η παρελαση τελειωσε, τα αγηματα αποχωρησαν, τα εμβατηρια σιγασαν, οι μπαντες ξαποσταιναν, οι φωτογραφοι αποσυρθηκαν και ο κοσμος εσπευδε να πιασει στασιδι σε καφετεριες και ταβερνες.
Ο μπαμπας με τον γιο γυρισαν σπιτι. Εκει το αγορι αφου εβγαλε τα καλα του και φορεσε τη φορμα του, ετρεξε και υπενθυμισε στο μπαμπα την ερωτηση.
Εκεινος πηγε στο γραφειο του κι εβγαλε απο εναν φακελο μια φωτογραφια. Την εκρυψε διακριτικα στον κορφο του και πηρε το αγορι αγκαλια στην πολυθρονα.
– Πριν καποια χρονια, πολυ πριν γεννηθεις κι εσυ αλλα κι εγω ακομα, καποιοι ξενοι αποφασισαν να κατακτήσουν τον κοσμο. Μονο που το αποφασισαν μονοι τους. Και θελησαν να το κανουν με οπλα.
Σκοτωνοντας οσους αντισταθουν. Ετσι λοιπον εστελναν απεσταλμενους σε διαφορα κρατη ζητωντας τους να παραδοθουν.
Εστειλαν και στην Ελλαδα εναν τετοιον. Ο απεσταλμενος αυτος γυρισε πισω με εναν φακελο που εγραφε μια λεξη με τρια γραμματα.
ΟΧΙ.
Ενα ΟΧΙ που σφηνωθηκε στα μυαλα των στρατιων του κοσμου και βαλθηκαν να κλεισουν τα στοματα αυτων που το υπερασπιστηκαν.
Ματαια.
Αλλωστε, η Ελλαδα ανεκαθεν γεννουσε Ελληνες.
Και, δεν πολεμανε οι Ελληνες σαν ηρωες μα οι ηρωες πολεμανε σαν Ελληνες.
Αυτο νευριασε πολυ τους επιδοξους κατακτητες. Αποφασισαν να εξαφανισουν απο τους χαρτες τη χωρα μας. Γι’ αυτο εστειλαν τις στρατιες του κοσμου ολακερου. Ιταλους, Βουλγαρους, Αλβανους, Γερμανους. Και μας πολεμουσαν με λυσσα.
Οσο εβλεπαν οτι οι Ελληνες δεν επεφταν, τοσο λυσσουσαν. Και τοσο θεριευαν την επιθεση. Στα χιονισμενα βουνα. Στις ταραγμενες θαλασσες. Στις ανεμοδαρμενες κορυφες. Στο μπλε του ουρανου μας. Μας χτυπουσαν παντου. Κι εμεις τί ημασταν; Μια χουφτα λαος.
Αν βγαλεις τους γεροντες, τις γυναικες και τα παιδια, τί εμενε; Εδω ομως ηταν το λαθος τους. Υπολογισαν χωρις ολους αυτους.
Στον πολεμο αυτον πηραν μερος ολοι παιδι μου. Οι γεροντες κρατησαν οπλο. Οι γυναικες φροντιζαν τους πολεμιστες. Πολλες απο αυτες πολεμησαν πιο γενναια κι απο αντρα. Τα παιδια εκλεβαν ο,τι μπορουσαν και το εδιναν στους δικους μας. Και οι αντρες μας…
Οι αντρες μας σ’ αυτον τον ατελειωτο χειμωνα σταθηκαν ορθιοι μπροστα στο θανατο. Τον εφτυσαν στα μουτρα και φωναξαν μια λεξη που αντηχησε στα περατα της γης.
ΑΕΡΑ φωναξαν και σειστηκε το συμπαν. Κι ακουστηκε και στα εγκατα του Αδη και τρομαξαν οι εχθροι.
219 μερες γραφουν τα βιβλια αντισταθηκαν τα παλικαρια αυτα. Χωρις φαγητο, χωρις νερο, χωρις οπλα πολλες φορες, χωρις ρουχα ζεστα, χωρις πολεμοφοδια, χωρις ανασα. Κι επαιρναν στη πλατη τους λαβωμενους κι ετρεχαν στα χιονισμενα βουνα της Πινδου να σωσουν ο,τι μπορουσε να σωθει. Και να ξαποστασουν μια σταλια. Και μετα παλι στα χιονια, με παγωμενα χερια και ποδια να δαγκωνουν τα χειλη τους και να προσπαθουν να πεισουν τον εαυτο τους οτι δεν επαθε κρυοπαγηματα, δεν ειναι ματωμενοι, δεν ειναι ετοιμοθανατοι. Γιατι αν το πιστευαν αυτο τοτε ο εχθρος θα εφτανε στις γυναικες και τα παιδια τους. Σε εμας.
Και σκοτωθηκαν πολλοι. Ουτε ενας ματαια ομως. Καθε σπιτι εχει κι απο εναν σκοτωμενο. Καθε σπιτι εχει κι απο εναν ηρωα. Καθε σπιτι εχει εναν λογο να θρηνει. Και τον ιδιο ακριβως λογο να υπερηφανευεται.
Κι ετσι εμεις οι Ελληνες εχουμε ολοι σχεδον απο μια τετοια φωτογραφια (βγαζει την φωτογραφια και την δειχνει στο αγορι).
Το αγορι αφου την επεξεργαστηκε για μερικα δευτερολεπτα, σκυβει και φιλαει την κενη στολη.
– Μπαμπα η στολη αυτη ηταν του παππου, του μπαμπα σου δηλαδη;
– Ναι παιδι μου, του παππου απαντησε βουρκωμενος ο μπαμπας.
– Μπαμπα, καταλαβα τί γιορταζουμε σημερα. Μονο που δεν ξερω αν ειναι μερα χαρας ή λυπης.
Δεν μου αρεσει ο πολεμος. Παιρνει τους ανθρωπους και αφηνει τις στολες.
Ο πατερας εσφιξε στην αγκαλια το αγορι και φιλησε ευλαβικα κι εκεινος την στολη.
Την στολη που φιλοξενει την ψυχη της Ελλαδας.
Χρονια πολλα Ελλαδα.
~ του Λάμπρου Λιάπη για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου.