Του π. Ηλία Μάκου
22 χρόνια συμπληρώθηκαν από την κοίμηση τον Αύγουστο του 2000 του αλησμόνητου Επισκόπου Απολλωνίας Κοσμά Κίριο, που ως ιερέας τα χρόνια του διωγμού της πίστης στην Αλβανία δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή να λατρεύει τον Θεό.
Και αξιώθηκε να βιώσει την ανάσταση, την αναγέννηση και την ανασυγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας από τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιου, στο πλευρό του οποίου στάθηκε από την πρώτη στιγμή και ο Μακαριώτατος τον αγκάλιασε με πολλή αγάπη.
Τελέστηκε σε κλίμα συγκίνησης το μνημόσυνο του μακαριστού Επισκόπου Απολλωνίας κυρού Κοσμά και στα Τίρανα και στο Φίερι και στην Αυλώνα.
Ο αξέχαστος Επίσκοπος Κοσμάς, την εποχή του αθεϊσμού ήταν ιερέας “εν κρυπτώ”.
Μετά την εργασία του ως αμπελουργός, κυρίως βραδινές ώρες, τελούσε μυστικά βαφτίσεις και γάμους.
Μάλιστα, λέγεται, ότι οι βαπτίσεις, που έκανε, όλην την περίοδο του αθεϊστικού καθεστώτος, ανέρχονται σε εκατοντάδες ή και σε χιλιάδες.
Να αναφερθεί ότι το Σάββατο 18 Ιουλίου 1998, δύο έτη πριν την κοίμησή του, ήταν μια ημέρα-σταθμός στη ζωή του π. Κοσμά Κίριο.
Αφού, προηγουμένως, η πρεσβυτέρα του έλυσε τον γάμο της μαζί του, για να αποσυρθεί στη μοναχική πολιτεία, και το ίδιο έπραξε και εκείνος, εξελέγη Επίσκοπος Απολλωνίας, Βοηθός του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Νωρίτερα, βέβαια, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε αξιωθεί να ζήσει την επάνοδο της θρησκευτικής ελευθερίας, που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμηθεί στην Αλβανία, αλλά και τις πρώτες προσπάθειες αναδιοργάνωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον Πατριαρχικό Έξαρχο και στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.
Πέντε ημέρες αργότερα, στις 23 Ιουλίου του 1998, χειροτονήθηκε στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Τιράνων.
Έγγαμος κληρικός, με επτά παιδιά, τρεις γιους, ένας από τους οποίους χειροτονήθηκε ιερέας και τέσσερις κόρες, ζούσε μέσα στο φως, έστω και αν το σκοτάδι είχε επιβληθεί γύρω του. Η πορεία του ήταν “εν τω φωτί”, γιατί φωτιζόταν από την παρουσία του Κυρίου, που διεκήρυξε: “Εγώ ειμι το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής”.
Ζούσε τη ζωή της αρετής και της αγιότητας, μια ζωή συντονισμένη με τα προστάγματα του Ευαγγελίου.
Κάθε ημέρα προσευχόταν και “πολιορκούσε” τον Θεό με τις προσευχές του.
Με σκοπό ο κόσμος να μπορέσει να γίνει καινούργιος κόσμος, να γεμίσει με το πλήρωμα μιας νέας ζωής, εκείνης, που ο Χριστός έφερε στη ζωή μας.
Μέσα σε συνθήκες άρνησης και διωγμού εκείνος εξακολουθούσε να πιστεύει, να ενθουσιάζεται, να οραματίζεται τα “άνω” και δεν συμβιβάστηκε με τα προς τα κάτω της εποχής του.