Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, ο ηγιασμένος επίσκοπος
του Φαναρίου (17-9-1930 – 10-8-2018)
Ο αγιασμός είναι ο ύψιστος στόχος της ζωής. To «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» ( Λευιτ.20,7,26 και A’ Πέτρου 1,16). Γι αυτό υπάρχει η Εκκλησία.
Αυτός ο στόχος δεν έφυγε ποτέ από τον νου και την καρδιά, του κοιμηθέντος Μητροπολίτου Θεοδωρουπόλεως Γερμανού, Ιεράρχου του Σεπτού της Ορθοδοξίας Κέντρου και μετά των Αγίων πλέον εν ουρανοίς αυλιζομένου και αιωνίως συνδοξαζομένου.
Ο Οικουμενικός Θρόνος είχε πάντοτε στον αρχιερατικό του κατάλογο ενάρετους Επισκόπους, δραστήριους, εργατικούς, χαρισματικούς, διακεκριμένους στη διακονία τους και αποτελεσματικούς στις εκάστοτε αποστολές που τους ανέθετε η Μητέρα Εκκλησία. Επί πολλά χρόνια όμως, Γερμανό ηγιασμένο είχε ένα!
Ήταν η αθόρυβη και αγιοπρεπής σε όλα της παρουσία στο μαρτυρικό Φανάρι. Μυρίπνοο άνθος της μυστικής αγιοπατερικής αρετής. Πνοή του Αγίου Πνεύματος μέσα σε πολυπληθές, αλλογενές και αλλόθρησκο περιβάλλον της αγαπημένης Κωνσταντίνου Πόλεως. Και επειδή η θεία Χάρις όταν το θελήσει τίποτα δεν μπορεί να της σταθεί εμπόδιο, πληροφορούσε τις καρδιές και αυτών των αλλοθρήσκων Τούρκων για την αξία αυτής της φωτοφόρου ψυχής, η οποία κατοικούσε σ εκείνο το καχεκτικό από την άσκηση σώμα. Τον αγαπούσαν αληθινά και του εκδήλωναν βαθύ σεβασμό. Τον αποκαλούσαν «ΑΖΙΖ Γερμανό», δηλαδή άγιο Γερμανό.
Με διαβεβαίωνε σεβαστός μου Ηγούμενος Μονής της Ελλαδικής Εκκλησίας και γνησιώτατος φίλος του Πατριαρχείου, ο οποίος έτρεφε τα αυτά με μένα ευλαβή αισθήματα για τον όσιο Αρχιερέα, ότι γνωστοί του άνθρωποι έγιναν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες, όταν βγαίνοντας στη γειτονιά από το σπίτι του στο Τζιχανγκίρ ο Γέροντας, σηκώνονταν οι Τούρκοι και οι Τουρκάλες που κάθονταν έξω και λέγανε, «αζίζ Γερμανός γκελίορ», δηλαδή περνά ο άγιος Γερμανός.
Το έζησα όμως και ο ίδιος κατά Θεία Πρόνοια στο πλοίο καθώς επιστρέφαμε στην Πόλη, μετά την ενθρόνιση του μακαριστού Μητροπολίτου Πριγκηπονήσων Ιακώβου ( Σωφρονιάδου).
Δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω του θέλοντας να χορτάσω από τη χάρη της παρουσίας του. Αυτό έκανα κατά τις σπάνιες συναντήσεις μας, αφού, παρά τον πόθο μου, ήταν σπάνιες οι επισκέψεις μου στο Σεπτό Κέντρο, λόγω «δυσμενών καιρικών συνθηκών» κατά την εν Κρήτη μακρά διακονία μου.
Μέσα στο ήδη ασφυκτικά γεμάτο πλοιάριο της γραμμής μπήκαμε πολλοί, τόσο από την Πόλη, όσο και από την Ελλάδα. Εκείνος ήταν με τον μακαριστό επίσης λόγιο και αρχοντικό Ιεράρχη, τον Πέργης Ευάγγελο τον οποίο γνώριζα από τη Θεσσαλονίκη, τότε που τον συνοδεύσαμε με το αοίδιμο και μουσικολογιώτατο εκ της Πόλεως Πρωτ. Νικόλαο Ιωσηφίδη εφημέριο Παναγούδας Θεσ/νίκης, κατά την κρίση της διδακτορικής του διατριβής στο Α.Π.Θ.
Συγκινητικός ο συνδιασμός της σεβαστής ξυνωρίδος. Ο όντως άρχοντάνθρωπος σε λόγο και παρουσία και πολύς στη λογοτέχνιδα πέννα Πέργης Ευάγγελος, στο ρόλο δε του ταπεινού συνοδού του, ο άγιος ασκητής Θεοδωρουπόλεως Γερμανός. Κι οι δυό τους με αυτό που ήταν, λιτάνευαν σιωπηλώς και επαξίως την ιερά παράδοση αιώνων του Φαναρίου.
Κατά το πέρασμά του ο Γερμανός και μέχρι να καθίσει, αλλά και όταν κάθισε, τα βλέμματα των Τούρκων επιβατών ήταν σεβαστικά πάνω του, λες κι είχε μπει μόνο αυτός μέσα στο πλοίο. Μεταξύ τους κάποιοι ψιθύριζαν και καταλάβαινα ότι μιλούσαν γι αυτόν με αγάπη και θαυμασμό. Τα μάτια τους το μαρτυρούσαν.
Κάποια παρέα τον γνώριζε και του μίλησε με έκδηλη τη χαρά. Και ναι, δύο από αυτούς χωρίς φόβο για τα τόσα μάτια ομοεθνών τους συνεπιβατών, του ασπάστηκαν το χέρι, παρά την προσπάθειά του να μην το επιτρέψει. Εκείνοι πρόσφεραν τα καθίσματά τους για να καθίσουν οι δύο αρχιερείς. Δάκρυσα από συγκίνηση.
Λίγο είναι να είσαι κληρικός του Πατριαρχείου μέσα στην τουρκιά και να απολαμβάνεις τέτοιου σεβασμού από μουσουλμάνους; Για τους συγκεκριμένους σκέφτηκα, πως ίσως να ήταν από κείνους που τυχόν είχε ευεργετήσει οικονομικά, αφού υπήρξε σε όλη του τη ζωή ελεήμων.
Έτυχε να μου πει τελευταία Μητροπολίτης του Θρόνου, Πολίτης, με αφορμή την οικονομική κρίση, ότι οι άνθρωποι εκεί – οι Τούρκοι δηλαδή των οποίων την ψυχοσύνθεση γνωρίζει ως γηγενής- θυμούνται για πάντα με ευγνωμοσύνη και το παραμικρό καλό που τους κάνεις. Αναγνωρίζουν την όποια ευεργεσία. Και το ευχαριστώ τους είναι αληθινό και παντοτινό.
Στη χριστιανική μας Πατρίδα δυστυχώς δεν είναι τα πράγματα έτσι……Η αγνωμοσύνη είναι ξεδιάντροπο σύνηθες φαινόμενο. Περίπου άθλημα και δυστυχώς ιδιαίτερα συχνό μέσα στον χώρο της Εκκλησίας.
Όταν μου το έλεγε αυτό με πόνο ψυχής, ο νους μου συνειρμικά πήγε στον ελεήμονα και ασκητή συνεπίσκοπό του, άγιο Θεοδωρουπόλεως, τον εκουσίως διά Χριστόν πτωχόν, αφού όπως μαρτυρείται παρά πάντων, ήταν μανικός της ελεημοσύνης εραστής. Ο Δεσπότης που δαπανούσε για τον εαυτό του τόσα, όσα ήσαν αναγκαία για να ζει. Το μεγαλύτερο μέρος έδινε για να συντηρηθούν άλλοι, ενδεείς ομογενείς και Τούρκοι.
Ο Γερμανός από την αρχή τράβηξε μόνος, «μονώτατος» (Βασιλ.Γ΄,9,19) τον δρόμο της ασκήσεως και της νήψεως, αταλάντευτα.
Τιμούσε τους πάντες και δεν υποτιμούσε κανένα. Μα δεν συνειδητοποίησε ποτέ ως όντως ηγιασμένος, ότι αποτελούσε τιμή για τη Μητέρα Εκκλησία. Ότι ήταν το άγιο κόσμημά της. Κόσμημα μοναδικής αξίας, όχι μόνο διακρινόμενος και με τη φυσική του απλώς παρουσία ως κεχαριτωμένος παρά Θεού, αλλά κυρίως με την παρρησία των προσευχών του ενώπιον του Θεού για το Πατριαρχείο και την ομογένεια της Πόλης. Πιστεύω ακράδαντα, ότι η προσευχή του ήταν μια μυστική θεία σκέπη πάνω από το Φανάρι.