Με εκκλησιαστική λαμπρότητα και κατάνυξη, τελέστηκε χθες Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023 η Ακολουθία του Εσπερινού επί τη εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, όπου εψάλησαν και τα Εγκώμια της Παναγίας, Χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.Σεραφείμ.
Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος αρχικά αναφέρθηκε στην θαυμαστή εμφάνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Ναό της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς το έτος 1929, κατά την διάρκεια της Ιεράς αγρυπνίας του Ευαγγελισμού, όπου η πόλη του Πειραιώς «ευλογήθη κατά τρόπον υπεροχικόν και εξαίσιον, διότι σε αυτόν τον Πανίερον Ναόν, ενεφανίσθη σωματικώς η Υπεραγία Θεοτόκος, επευλογούσα και επιθέτουσα το ιερόν Της μαφόριον, επί τον προσευχόμενον λαόν του Θεού», όπως χαρακτηριστικά είπε, κάτι που «κατεγράφη στις δέλτους της ιστορίας της πόλεως». «Είμεθα, λοιπόν, σε έναν χώρο τον οποίον επευλόγησε η Υπεραγία Θεοτόκος και αγίασε με την Παναγιοφάνεια Της» συμπλήρωσε, σημειώνοντας παράλληλα ότι σε αυτόν τον Ναό επεσυνέβη το μεγάλο εκείνο γεγονός που είδε ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός, στο Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Σεβασμιώτατος έκανε ιδιαίτερη μνεία και στο μεγάλο γεγονός «της θεόθεν, δια της Παναγίας, θεραπείας της λοιμώδους θανατηφόρου ασθενείας της ευλογιάς το έτος 1895, ότε στα βράχια της Πειραϊκής ευρέθη θαυμαστώς η θαυματουργή εικόνα Της, η επιλεγομένη “Ρόδον το Αμάραντον”» η οποία έκτοτε φυλάσσεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Πειραιά. Για το λόγο αυτό, συνέχισε ο Σεβασμιώτατος, «έχουμε την μεγάλη ευλογία, να αισθανόμεθα, όπως βέβαια κάθε άνθρωπος καλής προαιρέσως και θελήσεως, την Παναγία ως δική μας μητέρα, ως δική μας σκέπη, ως πρόσωπον ζωήρυτον και πανακήρατον, που εγγυάται την πνευματική μας αναγωγή και την μυστηριακή μας μέθεξη με τον Πανάγιον Σωτήρα και Κύριο της δόξης Ιησούν Χριστόν».
«Τα θαύματα της Παναγίας είναι άπειρα, αφού κάθε τόπος έχει και μία θαυματουργή εικόνα και προσφέρει ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης στη Υπεραγία Θεοτόκο, ένα επώνυμο. Είναι άπειρα τα ονόματα Της, όσα και τα θαύματα Της», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο Ναός της Ευαγγελιστρίας, «ανηγέρθη υπό των ευσεβών και αοιδίμων προγόνων μας, για να εκπληρώνει τους ιερούς πόθους προς την Υπεραγία Θεοτόκον», αφού στα χρόνια της ανεγέρσεως του ήταν δυσχερής η ναυσιπλοΐα και δεν υπήρχαν τα μέσα για να μπορέσει ο λαός να επιτελέσει το ιερό προσκύνημα του στην Παναγία της Τήνου.
Στην συνέχεια επεσήμανε πως η θαυμαστή εύρεση της ιεράς Της Εικόνας, το 1823, όταν εμφανίσθηκε σε οπτασία στην Οσιοτάτη Μοναχή Πελαγία στο Κεχροβούνιο, στην Ιερά Μονή των Αγγέλων, «ήτο μία δυναμική παρότρυνσις στο δούλο γένος, που είχε λάβει τα άρματα για την απελευθέρωσιν του, να συνεχίσει τον επικόν αγώνα και να γνωρίζει ότι η Χάρις της Παναγίας και η μεσιτεία και η σκέπη Της, δεν θα το εγκαταλείψει» και πρόσθεσε: Όταν βρέθηκε η ιερά Της Εικόνα, προσέτρεξαν εκεί όλοι οι πολέμαρχοι του αγώνα, οι άνδρες και οι γυναίκες που πήραν τα άρματα, για «του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». «Πήραν δύναμη και πιστότητα και χάρη και ευλογία, για να συνεχίσουν τον αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος και να απολαμβάνουμε σήμερα εμείς ελευθέρα την πατρίδα μας και την ιδιοπροοσωπία μας και την πνευματική μας αναγωγή και δύναμη». Η χάρη της Παναγίας ποτέ δεν εγκατέλειψε τον λαό, τόνισε και πάντοτε «μετά δυνάμεως και ενσυναισθήσεως πνευματικής», η μητρική Της σκέπη μας περισκέπει, μας αγιάζει και μας χαριτώνει.
Ο Σεβασμιώτατος ανέφερε και ένα ακόμη θαύμα της Παναγίας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, «όταν η Κυρία Θεοτόκος και πάλι προσέτρεξε να διασώσει την πόλη του Ορχομενού από την μανία των κατακτητών ναζιστών Γερμανών. Εσταμάτησε η ιδία θαυματουργικώς, τρία γιγαντιαία τανκς, που μαζί με Γερμανούς στρατιώτας, έκαμαν επιδρομή εναντίον της πόλεως για να εκτελέσουν όλους τους άρρενας κατοίκους. Κι όπως κατέθεσε ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, μία πελώρια γυναίκα, απαστράπτουσα, χαριτόβρυτος, ύψωσε την χείρα Της κι απηγόρευσε την προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων».
Η Υπεραγία Θεοτόκος, δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ, επανέλαβε εμφατικά ο Σεβασμιώτατος, γιατί «είναι η γέφυρα που μας ενώνει με τον Πανάγιον Θεόν. Ιδιαίτερα εμάς τους Ορθοδόξους, οι οποίοι τιμούμε ορθοδόξως το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα Του. Όπως λέγει πολύ δυναμικά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όποιος δεν τιμά την Υπεραγίαν Θεοτόκον, είναι εκτός της Παναγίας Θεότητος», διότι, όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος, δεν αναγνωρίζει το μέγα θαύμα, το οποίο επετέλεσε ο Κύριος μας, δια της ενανθρωπήσεως Του, η οποία συνετελέσθη δια Αγίου Πνεύματος, «με όργανο και πρόσωπο που υπούργησε σε αυτό το μεγάλο και τεράστιο έργο του Θεού, την Υπεραγίαν Θεοτόκον, η οποία με τα μικρά και παρθενικά Της χέρια, άνοιξε τις πύλες της ιστορίας, για να εισέλθει στον χώρο και τον χρόνο, ο Πανάγιος Θεός».
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επεσήμανε στην συνέχεια, η Παναγία, για όλους τους Ορθοδόξους, είναι το πλέον ηγαπημένο και περιπόθητο πρόσωπο. «Είναι το στοργικό μας “είναι”, η δική μας μητέρα, η πανακήρατος Κόρη, επί της οποίας εναποθέτουμε όλες τις δεήσεις και πρεσβείες μας».
Τιμούμε την Κοίμηση Της, που ως άνθρωπος, κι Εκείνη κατέθεσε σε αυτήν την ζωή, αλλά, συνέχισε ο Σεβασμιώτατος, και την «εις ουρανούς Μετάστασιν του παναγίου και παναχράντου και ζωαρχικού Της σκηνώματος», το οποίο, τρεις ημέρες μετά τον θάνατο Της, μετέστη στους ουρανούς και ενώθηκε με την παναγία ψυχή Της «και ανέστη εκ των νεκρών, πρώτη από όλο το ανθρώπινο γένος, για να είναι η εγγύησις πάντων γι’ αυτήν την κοινή ανάσταση».
Τέλος, ο Σεβασμιώτατος ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του, ευχήθηκε να ζήσουμε την Κοίμηση Της, ως δικό μας προσωπικό Πάσχα, δικό μας προσωπικό πέρασμα, «από την φθορά και τη αποκαραδοκία της καθημερινότητος, στην αφθαρσία, το φως και την Χάρη του Παναγίου Κυρίου μας». «Έχομε Μητέρα αιώνια, χαριτόβρυτον. Έχομε στοργή και αγκαλιά που μας αναμένει, που δέεται για μας. Εμπιστευθείτε την Παναγία, κι Εκείνη θα μας οδηγήσει στον Πανάγιον Υιό Της, τον Οποίον μας προβάλλει ως Σωτήρα και Λυτρωτή όλων μας», είπε καταλήγοντας.
Δείτε σχετικό φωτογραφικό υλικό ΕΔΩ.