Ανοικτή σκληρή επιστολή του Μητροπολίτη Παροναξίας Καλλινίκου, προς τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Νικόλαο Φίλη:
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Η παρούσα επιστολή δεν αποτελεί έκφραση της εκπλήξεώς μου για μια ακόμη δήλωσή σας, που πλήττει άμεσα ή έμμεσα την Εκκλησία, ούτε φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα καταγγελτικό κείμενο προς δημιουργία εντυπώσεων. Απλώς αποτυπώνει τον προβληματισμό μου και παράλληλα αποτελεί κραυγή αγωνίας, μπροστά στην αποδόμηση αρχών και αξιών που αιώνες τώρα αποτελούν κομμάτι της εθνικής και θρησκευτικής μας ταυτότητος.
Σας είδαμε κ. Υπουργέ, να απευθύνεσθε στους Εκπαιδευτικούς και στον Πρόεδρο του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του Δημοτικού Σχολείου Ξυλοκέριζας Κορίνθου και με περισσή περιφρόνηση και δόση ειρωνείας, να διατυπώνετε την άποψη ότι δεν είναι αμαρτία να μην γίνεται προσευχή πριν από την έναρξη των καθημερινών μαθημάτων στα σχολεία. Και βέβαια δεν είναι θέμα αμαρτίας κύριε Υπουργέ! Και εν πάση περιπτώσει το τι είναι αμαρτία και τι δεν είναι αφήστε καλύτερα να το κρίνουν άλλοι αρμοδιώτεροι, με βάση την διδασκαλία της Εκκλησίας μας και όχι τις προσωπικές μας απόψεις και αντιλήψεις. Αλλά ποιος σας είπε ότι η προσευχή αποτελεί προϊόν φόβου για την ενδεχόμενη διάπραξη αμαρτίας; Η προσευχή είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής ανάγκης του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το Θεό. Είναι καρπός αγάπης και όχι προϊόν φόβου.
Θα έπρεπε να γνωρίζετε κ. Υπουργέ, ανεξαρτήτως θρησκευτικής τοποθετήσεως, ως Έλληνας και μόνον, ότι η προσευχή πριν από την έναρξη των μαθημάτων στα σχολεία, έχει καθιερωθεί από ιδρύσεως Ελληνικού Κράτους όχι από τον φόβο της αμαρτίας, αλλά διότι ο λαός μας, παρότι αυτό σήμερα ενοχλεί πολλούς, έχει ζυμωθεί μέσα στους αιώνες με την Ορθόδοξη Πίστη και έχοντας δημιουργήσει, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι, την Ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία του, προσέλαβε αυθόρμητα την ευλογημένη συνήθεια, πριν από κάθε σημαντική δραστηριότητα ή καθημερινή πράξη του, να επικαλείται την ευλογία και την ενίσχυση του Θεού.
Αναφέρετε και χρησιμοποιείτε ως επιχείρημα κ. Υπουργέ κάποιους οι οποίοι αντιδρούν και ξεχνάτε την μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας που κανένα ζήτημα δεν έχει θέσει για την σχολική προσευχή. Πλην ελαχίστων περιπτώσεων που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, ουδέποτε ετέθη από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών ζήτημα για την σχολική προσευχή. Θα το διαπιστώσετε εξ άλλου από τις άμεσα πραγματοποιηθείσες δημοσκοπήσεις που με ποσοστά άνω του 70% διαφωνούν με την επίμαχη φράση σας. Το γιατί το θέτετε εσείς, είναι αυτό που μας προβληματίζει και μας λυπεί, διότι με αυτό τον τρόπο επιθυμείτε να στερήσετε από τα παιδιά αλλά και από πολλούς Εκπαιδευτικούς αυτή την ευλογημένη ευκαιρία, να ψελλίσουν για δύο-τρία λεπτά (τόσο περίπου διαρκεί…) αυτά τα λόγια της σχολικής προσευχής. Αυτή την τόσο όμορφη στιγμή που όχι μόνο δεν γίνεται «η ώρα του παιδιού», όπως ειρωνικά θέλουν ορισμένοι αντιρρησίες να ονομάζουν, αλλά αντιθέτως όπως έχει αποδείξει η προσωπική μας εμπειρία και όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει και ο οποιοσδήποτε, περνώντας έξω από ένα Σχολείο την ώρα της προσευχής, είναι μια στιγμή ιερή που αν μη τι άλλο, δίνει την δυνατότητα ενός τρίλεπτου ηρεμίας, αυτοσυγκέντρωσης και δυνατότητας επικοινωνίας με το Θεό. Θεωρώ δε επιπλέον ότι και παιδαγωγικά λειτουργεί θαυμάσια η δυνατότητα αυτή, λίγο πριν αρχίσει μια πολύωρη και κοπιαστική (σωματικά και πνευματικά) μαθησιακή διαδικασία, να υπάρχει αυτή η ωραία ευκαιρία ψυχοσωματικής τόνωσης των παιδιών μας.
Αναφέρετε πως σε καμία περίπτωση δεν επιθυμείτε την έκδοση «φετφά» (= γνωμοδότηση του μουφτή ή και μη θεολόγων ισλαμιστών δικηγόρων όταν ο πολιτικός δικαστής, ο Καδής, αδυνατεί να καταλήξει σε απόφαση επί ενός ζητήματος) στα σχολεία, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να λαμβάνετε επίσημη απόφαση μεταθέτετε το ζήτημα στους Εκπαιδευτικούς, ώστε εκείνοι να αποφασίζουν κατά το δοκούν. Αυτό δεν θα αποτελεί «φετφά» κ. Υπουργέ; Μάλιστα με αποτελέσματα άκρως διχαστικά και διασπαστικά. Είναι δε ιδιαίτερα οξύμωρο αλλά και προκλητικό, ότι χρησιμοποιείτε ένα όρο του Ισλάμ, μιλώντας για ένα ζήτημα το οποίο ως βασικό κίνητρο εφαρμογής του έχει την εξυπηρέτηση των πολύ αγαπητών κατά πάντα νεαρών Μουσουλμάνων, που μαζί με τις οικογένειές τους έχουν έλθει από διάφορες χώρες στην Ελλάδα και φοιτούν στα Σχολεία της. Γνωρίζετε εξ άλλου καλά και εκ της θέσεως σας ως καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός, ότι η Εκκλησία μας συμπαρίσταται με κάθε τρόπο στους εμπερίστατους αδελφούς μας, μάλιστα δε τους πρόσφυγες εξ αυτών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή χώρας προελεύσεως. Και αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω από το καθήκον Της! Επιτέλους όμως θα πρέπει κάποτε να πάψει να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για την αλλοίωση του συνταγματικά κατοχυρωμένου χαρακτήρα των σχολείων μας, η παρουσία αλλοεθνών και αλλοθρήσκων μαθητών σε αυτά, αφού τα σχολεία μας ήταν, είναι και πρέπει να παραμείνουν Ελληνικά, παρέχοντας όχι απλώς μια παγκοσμιοποιημένη γνώση, αλλά κυρίως Ελληνική Παιδεία κομμάτι της οποίας μαζί με την λαμπρή Ελληνική μας ιστορία είναι και η Ορθόδοξη πίστη μας. Αλλοίμονο εάν θυσιάσουμε, την Ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας στο βωμό της εξυπηρέτησης των παγκόσμιων συμφερόντων και κυρίως της κακώς νοουμένης παγκοσμιοποίησης, που θέλει έναν κόσμο άοσμο, άγευστο, άχρωμο και ουσιαστικά απρόσωπο.
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Ανήκω στην κατηγορία εκείνη των Επισκόπων που σπανίως ομιλούν επικριτικώς και σχολιάζουν δηκτικώς την επικαιρότητα, μάλιστα δε πολλές φορές έχω διαφωνήσει γραπτώς και προφορικώς με τις μεμονωμένες φωνές ορισμένων εκκλησιαστικών προσώπων, που με οξύτητα και σκληρότητα εκφράζονται όταν διαφωνούν (ασχέτως του αν συνήθως δικαίως διαφωνούν) με κάτι που εξαγγέλλεται ή αποφασίζεται ή ψηφίζεται από την Πολιτεία. Και ασφαλώς η Ελληνική Πολιτεία έχει κάθε δικαίωμα να αποφασίζει και να νομοθετεί, εν γνώσει βεβαίως των συνεπειών των αποφάσεών της σε κάθε περίπτωση. Παράλληλα όμως και η Εκκλησία έχει το δικαίωμα και το καθήκον να διαφωνεί και να εκφράζει την διαφωνία και την άποψή Της, πάνω στις αποφάσεις και τις προθέσεις της Πολιτείας. Αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα εξ άλλου το έχει ο κάθε Έλληνας πολίτης. Μη προσπαθείτε λοιπόν να αφαιρέσετε από την Εκκλησία το δικαίωμα αυτό, διότι έτσι εμφανίζεσθε να έχετε έλλειμμα δημοκρατικού ήθους, κάτι που εκφράστηκε έντονα και με την φράση σας «τι να κάνουμε, η Εκκλησία πάντα διαφωνεί». Όσοι προσπάθησαν δια μέσου των αιώνων να επιτύχουν κάτι ανάλογο, απέτυχαν παταγωδώς. Μη εξαντλήσετε την Υπουργική σας θητεία στην προσπάθεια μειώσεως και περιθωριοποιήσεως της Εκκλησίας και μη ταυτίσετε το όνομά σας με τον Υπουργό Παιδείας που κατήργησε ή προσπάθησε να καταργήσει την σύντομη σχολική προσευχή. Αυτό δεν αποτελεί απειλή, ούτε καν συμβουλή. Είναι μια θερμή παράκληση από ειλικρινή αισθήματα αγάπης και ενδιαφέροντος εκπορευόμενη.
Μετ’ ευχών και τιμής
† Ο Παροναξίας Καλλίνικος