Η αίρεση είναι η πιο φοβερή αρρώστια, το πιο ολέθριο κακό μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, αναφέρει στην πρόσφατη παρέμβαση του το γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.
Αναλυτικά το ανακοινωθέν:
Οι εκπεσόντες αιρετικοί συνήθως αδυνατούν, εξ’ αιτίας της αλαζονείας των, να αντιληφθούν ότι βρίσκονται σε πλάνη, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Εκκλησία.
Εστερημένοι της Θείας Χάριτος, όχι μόνο δεν συναισθάνονται την τραγική τους κατάσταση, αλλά στρέφουν τα βέλη τους προς τα υγιή μέλη της Εκκλησίας, καταλογίζοντάς τους δήθεν «αιρετικές» απόψεις. Κλασικό παράδειγμα οι κατηγορίες των αιρετικών παπικών, οι οποίοι επί χίλια χρόνια κατηγορούν την Ορθοδοξία ως «αίρεση», επειδή αυτή έχει απορρίψει τις πάμπολλες αιρετικές δοξασίες των, που έχουν συσσωρεύσει μετά το σχίσμα του 1054.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά το δράμα της αποκοπής από το σώμα της του δυτικού Χριστιανισμού τον 11ον αιώνα έκανε πολλές και επανηλλειμένες «ενωτικές» προσπάθειες και διαλόγους με τον Παπισμό, ωστόσο καμία από αυτές δεν καρποφόρησε. Η πείρα 10 αιώνων απέδειξε ότι ο Παπισμός παραμένει περιχαρακωμένος και αμετακίνητος στις κακοδοξίες του και ιδίως στις περί πρωτείου πλάνες του, παρ’ όλες τις Ορθόδοξες ερμηνευτικές διασαφήσεις που δόθηκαν σ’ αυτούς, περί του Πετρείου δόγματος, πάνω στο οποίο στηρίζεται κυρίως η φοβερή αυτή πλάνη, η οποία έχει μεταβάλει τον Παπισμό σ’ έναν εγκόσμιο πολιτικό και στην καλλίτερη περίπτωση, θρησκευτικό οργανισμό, απογυμνωμένο από τη Θεία Χάρη και την σώζουσα δύναμη του Χριστού.
Αξίζει να τονιστεί ότι σ’ όλες αυτές τις «ενωτικές» προσπάθειες οι άγιοι Πατέρες έθεταν ως απαράβατο όρο ενώσεως την εν μετανοία επιστροφή των αιρετικών παπικών στη σώζουσα αγκαλιά της Εκκλησίας μας. Σήμερα δυστυχώς στους οικουμενιστικούς διαλόγους και συναντήσεις οι διαλεγόμενοι νομίζουν ανοήτως, ότι με «αγαπολογίες» και με ψευτοευγένειες, δηλαδή με τη βοήθεια μιας κίβδηλης και ψεύτικης, κοσμικού τύπου, αγάπης, θα γεφυρώσουν τις χαώδεις δογματικές διαφορές, που χωρίζουν την Ορθοδοξία από την αίρεση.
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο άρθρο του παπικού «αρχιεπισκόπου» πρώην Κερκύρας κ. Ιωάννου Σπιτέρη, με τίτλο: «Είναι δυνατή η ενότητα των Χριστιανών;», το οποίο δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «https://anastasiosk.blogspot.com/2022/01/blog-post_275.html». Στις γραμμές που ακολουθούν, θα σχολιάσουμε με τη Χάρη του Θεού κάποια σημεία του άρθρου, κυρίως για να φανεί, ότι τόσον ο Παπισμός όσον και οι εκ των «Ορθοδόξων» οικουμενιστές αντιλαμβάνονται περίπου με τον ίδιο τρόπο την «ένωση» της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό.
Ο κ. Σπιτέρης αρχίζει το άρθρο του με την επισήμανση: «Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Πάπα Φραγκίσκου στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συχνά ακούστηκε το ερώτημα: ‘Είναι δυνατή η ενότητα των Χριστιανών;’. Σ’ αυτή την τόσο δύσκολη ερώτηση θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σύντομη απάντηση….Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση δεν μπορεί να είναι ούτε ένα ‘ναι’, ούτε ένα ‘όχι’, διότι η ενότητα της Εκκλησίας, πρωτίστως, δεν εξαρτάται από τους ανθρώπους, αλλά από τον ίδιο τον Θεό. Είναι ένα δώρο του Αγίου Πνεύματος που απορρέει από τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, ο οποίος γι’ αυτήν προσευχήθηκε κατά το τελευταίο Δείπνο: «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου, ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς. ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι» (Ιωάννης, 17, 20-21)». Το ζητούμενο δεν είναι απλώς η ενότητα των χριστιανών, γενικώς και αορίστως, αλλά ενότητα των χριστιανών στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Η εν λόγω Εκκλησία ούτε αόρατη είναι, όπως πιστεύουν οι Προτεστάντες, ούτε διεσπασμένη, όπως πιστεύουν οι οικουμενιστές. Η διάσπασή της είναι αδύνατη, επειδή αδιάσπαστη είναι η κεφαλή της, ο Χριστός, ο οποίος ου «μεμέρισται», (Α΄ Κορ. 1,13). Δεν είναι δυνατόν η μεν Εκκλησία του Χριστού να είναι αδιαίρετη, οι δε πιστοί να είναι μεταξύ τους διηρημένοι στην πίστη και να είναι ταυτόχρονα και μέλη της μιας και αδιαίρετης Εκκλησίας του Χριστού. Επομένως όταν ομιλούμε περί ενότητος των χριστιανών, θα πρέπει να εννοούμε πάντοτε την επάνοδο των αποκοπέντων μελών της, δηλαδή των αιρετικών, στην μία και αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού, με την απόπτυση από αυτούς κάθε αιρετικής διδασκαλίας.
Η Εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Χριστός εξακολουθεί να υπάρχει επί 2000 χρόνια στο ιστορικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητος και ταυτίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι βέβαια, «δώρο του Αγίου Πνεύματος», αλλ’ αυτό το «δώρο» δόθηκε ήδη την ημέρα της Πεντηκοστής και δεν αναμένεται να δοθεί στο μέλλον, (όπως αφήνει να εννοηθεί ο κ. Σπιτέρης), όταν θα γίνει η θρυλούμενη «ένωση των Εκκλησιών», η ψευδοένωση δηλαδή Ορθοδοξίας και Παπισμού, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.
Παρά κάτω αναφέρει: «Τι διασπάει την Εκκλησία; Αυτό που διασπάται στην Εκκλησία δεν είναι η ενότητά της που παραμένει ακέραια, αλλά οι άνθρωποι που χωρίζονται μεταξύ τους, κι αυτό οφείλεται στον εγωισμό, τελικά στην αμαρτία που τους απομακρύνει από τον Θεό»! «Οι άνθρωποι που χωρίζονται μεταξύ τους» εξ’ αιτίας του εγωϊσμού και των αμαρτιών τους, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι έχουν πέσει στην αίρεση και ότι έχουν αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας.
Και τούτο διότι μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να «χωρίζονται μεταξύ τους» για άλλους λόγους, μη δογματικούς. Προφανώς ο κ. Σπιτέρης δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του, ότι η δογματική πλάνη είναι εκείνη που αποκόπτει τον πιστό από την Εκκλησία και όχι απλώς ο εγωϊσμός, ή γενικά οι αμαρτίες μας. Πιθανότατα ο παπικός «επίσκοπος» με την παρά πάνω φράση να υπονοεί το εξής: Η «Εκκλησία», που δεν διασπάται είναι η παπική με κεφαλή τον «Πάπα»! Πέρα από αυτήν υπάρχουν άνθρωποι, (Ορθόδοξοι, Προτεστάντες κ.λ.π.), οι οποίοι χωρίζονται από την «Εκκλησία» του, αλλά και μεταξύ τους και αυτό οφείλεται στον εγωισμό τους και τελικά στην αμαρτία τους και όχι στο ενδεχόμενο να έχει εκπέσει η «Εκκλησία» του στην αίρεση.
Ο συντάκτης «βλέπει» εγωϊσμό στους Ορθοδόξους, αδυνατεί όμως να δεί τον εωσφορικό εγωϊσμό του αφεντικού του, του «Πάπα», ο οποίος δεν παύει να προβάλλει «εν παντί καιρώ και πάση ώρα» το δαιμονικής εμπνεύσεως πρωτείο του και να απαιτεί την υποταγή των πάντων στο πρόσωπό του.
Στη συνέχεια τονίζει: «Οι δογματικές διαφορές συχνά δραματοποιούνται από ορισμένους κύκλους, διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται, απλώς για να δικαιολογήσουν τον φανατισμό τους, τον φονταμενταλισμό και την αδυναμία της κατανόησης του άλλου». Οι δογματικές διαφορές της «Εκκλησίας» του με την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χρειάζεται να δραματοποιηθούν από κανέναν, διότι είναι οι ίδιες ένα δράμα, μια τραγωδία για την Εκκλησία. Οι δεκάδες αιρετικές πλάνες του Παπισμού είναι συγκεκριμένες και ξεκάθαρες, τις οποίες εισήγαγε ο αιρετικός Φραγκισμός στην Δύση και δεν έχει καμιά ανάγκη η Ορθοδοξία μας να δικαιολογήσει κανέναν ανύπαρκτο «φανατισμό», διότι η εναντίωσις στο ψεύδος και την παραχάραξη της πίστεως δεν είναι φανατισμός. Αν θέλει να δει που υπάρχει εδώ και χίλια χρόνια μίσος, φανατισμός, μισαλλοδοξία και απόλυτη αδυναμία κατανόησης του άλλου, ας τις αναζητήσει στην «Εκκλησία» του, στις σταυροφορίες, τις ιερές εξετάσεις, στις νύχτες του Αγίου Βαρθολομαίου, στις γενοκτονίες ιθαγενών από τους παπικούς «ιεραποστόλους» αποικιοκράτες, στα 880.000 θύματα των Ορθοδόξων Σέρβων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους παπικούς δολοφόνους Ουστάσι, υπό τις «ευλογίες» του καρδιναλίου Αλουισίου Στέπινατς, τον οποίο ανακήρυξαν άγιο, στα χιλιάδες εγκλήματα και διωγμούς από τους ουνίτες στην Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Και συνεχίζει: «Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα: «Μπορεί να πραγματοποιηθεί η ενότητα των χριστιανών;», θα μπορούσε να είναι: Ας αρχίσουν οι χριστιανοί να ξανασυναντήσουν το πραγματικό πρόσωπο του Θεού Πατέρα, να αισθανθούν πραγματικά μεταξύ τους παιδιά του Θεού, να καθαρίσουν την καρδιά τους από τον εγωισμό και την αλαζονεία, που τους δίνει την ψευδαίσθηση ότι μόνο αυτοί κατέχουν την αλήθεια και όλη την αλήθεια, ότι οι υπόλοιποι είναι βουτηγμένοι στην πλάνη». Το Θεό Πατέρα δεν μπορούμε να Τον συναντήσουμε αλλού, παρά μόνο στην Εκκλησία. Και όχι βέβαια στην οποιαδήποτε «Εκκλησία», ούτε ασφαλώς στη δική του, αλλά στην αληθινή, την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία των 2022 ετών, με την οποία ήταν η θρησκευτική του κοινωνία ηνωμένη 1000 χρόνια.
Ας ψάξει λοιπόν να διακριβώσει, ποιος στην κοινή πίστη των 1000 ετών πρόσθεσε κατά την δεύτερη χιλιετία ψεύδη και κακοδοξίες και αιρέσεις και ποιος διετήρησε αδιαλώβητη την πίστη των Αποστόλων, των Θεοφόρων Πατέρων και των αγίων Οικουμενικών Συνόδων; Έξω από αυτήν δεν συναντάμε το Θεό, αλλά το είδωλό Του. Εκείνος που χρειάζεται να καθαρίσει την καρδιά του από τον εωσφορικό εγωϊσμό και την αλαζονεία του πρωτείου, από την οποία διακατέχεται εδώ και 10 αιώνες, είναι το αφεντικό του και σ’ εκείνον ας απευθύνει νουθεσίες περί καθάρσεως της καρδιάς. Και όταν αποβάλει το αφεντικό του την ακαθαρσία του πρωτείου, που φέρει μέσα του, τότε ας έρθει να μας διδάξει περί καθάρσεως της καρδιάς.
Νομίζει ακόμη ο συντάκτης ότι εμείς οι Ορθόδοξοι εξ’ αιτίας εγωϊσμού και αλαζονείας ζούμε με «την ψευδαίσθηση» ότι μόνο εμείς κατέχουμε την αλήθεια «και όλη την αλήθεια», και «ότι οι υπόλοιποι είναι βουτηγμένοι στην πλάνη». Οι θηριωδίες και τα διαχρονικά εγκλήματα και του Παπισμού, όπως αυτά ακροθιγώς μνημονεύσαμε παρά πάνω, μαρτυρούν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ποιοί τρέφουν ψευδαισθήσεις και ποιοί είναι αυτοί, που καταλήφθηκαν από εγωισμό και κατάντησαν «βουτηγμένοι στην πλάνη».
Ούτε εγωϊσμός είναι, ούτε αλαζονεία, το να ομολογούμε ότι η Εκκλησία, την οποία ίδρυσε ο Χριστός, είναι μόνον η Ορθόδοξη. Και τούτο διότι μόνη αυτή έχει όλα τα στοιχεία της αγιογραφικής και αγιοπατερικής Παραδόσεως. Μόνη αυτή δεν παρεξέκλινε από την αρχέγονη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των αγίων και θεοφόρων Πατέρων. Μόνη αυτή δεν προσέθεσε, ούτε αφήρεσε το παραμικρό από την δισχιλιόχρονη πίστη της μιας Εκκλησίας του Χριστού.
Γι’ αυτό και μόνο σ’ αυτήν εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα το Πνεύμα το άγιο, το οποίο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής. Και απόδειξις της παρουσίας Του είναι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι είναι καρποί και προϊόντα του αγίου Πνεύματος. Αντίθετα στο Παπισμό δεν υπάρχουν άγιοι μετά το σχίσμα, διότι απλούστατα δεν υπάρχει το Πνεύμα το άγιο, το οποίο αναδεικνύει, θεώνει και δοξάζει τους αγίους. Τα πάμπολλα θαύματα των αγίων που έζησαν μετά το Σχίσμα, είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατον, (μέσω των αγίων λειψάνων τους), μαρτυρεί την παρουσία του αγίου Πνεύματος, τόσο σ’ αυτούς, όσο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που τους γέννησε πνευματικά και τους εθέωσε.
Στη συνέχεια ερωτά: «Προς το παρόν τι οφείλουμε να κάνουμε; Ωσότου όμως φθάσουμε σ’ αυτή την ευλογημένη στιγμή, μπορούμε και πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, αναγνωρίζοντας αμοιβαία τις αξίες των παραδόσεών μας. Ο σκοπός του θεολογικού διαλόγου δεν είναι να «υπογράψει» την ένωση των Εκκλησιών, καθώς αυτό όπως αναφέραμε είναι Δώρο Θεού. Άλλωστε και εκκλησιολογικά μόνο μία κοινή Οικουμενική Σύνοδος θα μπορούσε να πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο».
Δε χρειάζεται «να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον», αλλά εκείνο που χρειάζεται είναι, να καταλάβει πρωτίστως ο «Πάπας» και κατόπιν οι «επίσκοποί» του, ότι βρίσκονται στην αίρεση και στη συνέχεια να επιστρέψουν εν μετανοία στην αδιαίρετη Εκκλησία των 1000 πρώτων χρόνων.
. Το τι είναι ο «Πάπας» και ο Παπισμός, το έχουμε καταλάβει και εμείς, αλλά και πριν από μας οι άγιοι Πατέρες μας, οι οποίοι, επειδή διαπίστωσαν την αμετανοησία του Παπισμού, τον καταδίκασαν επανηλλειμένως σε μια σειρά από Ενδημούσες Συνόδους από τον 11ον αιώνα και εντεύθεν. Όσο για την «κοινή Οικουμενική Σύνοδο», που σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν το 2025, στην οποία, όπως με καύχηση διακηρύσσουν παπικοί και «Ορθόδοξοι», θα γίνει η «ένωση των εκκλησιών», παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές, ας είναι βέβαιος, ότι αυτή δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή από τον πιστό λαό του Θεού, διότι θα είναι μια ακόμη ψευδοσύνοδος, η οποία θα επιχειρήσει να εναρμονίσει την αλήθεια με το ψεύδος.
Και καταλήγει: «Βέβαια, εάν δυστυχώς αποδειχθεί πως δεν είναι ακόμα ώριμη μία τέτοια προσέγγιση, πρέπει ταπεινά να ομολογήσουμε πως, προς το παρόν, οι διαφορές αυτές παραμένουν αγεφύρωτες και να περιμένουμε με την προσευχή και την μεταστροφή της καρδιάς το πότε θα είναι δυνατό να ξαναρχίσουμε τον αδερφικό διάλογο, τουλάχιστον για όσο αφορά τις δογματικές διαφορές μας. Στο μεταξύ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε με θάρρος και ειλικρίνεια αυτά τα στοιχεία που μας ενώνουν, τα οποία είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν, να τα υπογραμμίσουμε, και σ’ αυτά να βασιζόμαστε, σεβόμενοι ο ένας για τον άλλον. Άλλωστε ο αμοιβαίος σεβασμός, εκτός από χριστιανική αναγκαιότητα, είναι ζήτημα πολιτισμού και ανθρωπιάς».
Οι διαφορές μας παραμένουν αγεφύρωτες, εξ’ αιτίας της πεισματικής αρνήσεως του Παπισμού να αναγνωρίσει τις πλάνες του. Το ότι μας ενώνουν πολλά, αυτό δεν λέει τίποτε, εφ’ όσον «ο εν ενί πταίσας γέγονε πάντων ένοχος», και εν προκειμένω ο Παπισμός πταίει διά πάμπολλα. Απαιτείται πλήρης ταύτιση στην πίστη και επάνοδος στην Ορθοδοξία. Τέλος η απίστευτη βαρβαρότητα και τα διαχρονικά εγκλήματα της «Εκκλησίας» του μαρτυρούν, πόσο «πολιτισμό» και πόση «ανθρωπιά» επέδειξε ο Παπισμός στην ιστορική του πορεία.
Περαίνοντας, διαπιστώνουμε με θλίψη το αμείωτο ιησουιτικό «πνεύμα», από το οποίο δεν μπορεί να απεμπλακεί ο σύγχρονος Παπισμός. Όπως δείχνουν τα πράγματα, οι διαφορές μας θα παραμένουν αγεφύρωτες μέχρι συντελείας των αιώνων. Όσο βαδίζουμε προς τα έσχατα, τόσο πιο σπάνιοι θα είναι εκείνοι, που θα κρατούν την πίστη ανόθευτη, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: «ο υιὸς του ανθρώπου ελθὼν, [κατά την Β΄ παρουσία Του], άρα ευρήσει τὴν πίστιν επὶ της γης;» (Λουκ.18,8).