Έρευνα του καθηγητή Δρ. Σωτηρίου Μητραλέξη
Τον τελευταίο καιρό τέθηκαν ήδη κάποια ζητήματα σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους με επιτακτικό τρόπο στον δημόσιο λόγο, ενώ εν όψει της σχεδιαζόμενης συνταγματικής αναθεώρησης αναμένεται να τεθούν και άλλα, θέτοντας ενδεχομένως συνολικά το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – κράτους στο τραπέζι.
Ως ευμέγεθες κομμάτι αυτών των συζητήσεων προβάλλει παγίως το ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου, για το οποίο βασιλεύει η ελλιπής ενημερότητα, αν όχι η παραπληροφόρηση. Σε αυτήν την εργασία θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε το ισχύον πλαίσιο, καθώς και να προτείνουμε σχεδιάσματα ενδεχομένων αλλαγών για το μέλλον. (Σχετικά με το τί συμβαίνει στην Ευρώπη, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην έρευνα του δρ. Άγγελου Χρυσόγελου, «Οι οικονομικές διαστάσεις των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους: Φορολόγηση και Χρηματοδότηση της Εκκλησίας από το Κράτος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη»).
Αν κάτι εντυπωσιάζει στην όλη συζήτηση, αυτό είναι η απροθυμία της διοικούσας Εκκλησίας να αναλάβει την πρωτοβουλία προτάσεων, ούτως ώστε να μην αφήνει το πεδίο αυτό στην αποκλειστική χρήση όσων αισθάνεται πως απειλούν τα καλώς νοούμενα συμφέροντά της, παρά τις προφανώς επερχόμενες απόπειρες σημαντικών αλλαγών. Η εδώ και δεκαετίες αδράνεια της διοικούσας Εκκλησίας ως προς την συμμετοχή στη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, ή ακόμα και σχετικά με τον ενδεχόμενο χωρισμό τους, δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα, τα οποία συχνά η Ιεραρχία μοιάζει να μην αναγνωρίζει– θεωρώντας ότι τελικά τίποτα δεν θα αλλάξει, με καμία κυβέρνηση και σε κανένα ενδεχόμενο.
Αυτός ο εφησυχασμός, φυσικά, ανοίγει το δρόμο στους κατ’ εξοχήν απληροφόρητους περί τα ζητήματα αυτά, ώστε να θέτουν τον τόνο (και τον πόνο…) του δημόσιου λόγου. Έτσι, έχουμε ως αποτέλεσμα έναν δημόσιο λόγο εκατέρωθεν ιδεοληψιών, ο οποίος αγνοεί παντελώς και πλήρως τα πραγματικά δεδομένα και αυτοσχεδιάζει επί μιας εικονικής πραγματικότητος.
Δε γνωρίζουμε εάν η παρούσα κυβέρνηση, η αμέσως επόμενη, η μεθεπόμενη, θα προχωρήσουν όντως σε ριζικές και ριζοσπαστικές αλλαγές στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι όταν κάποτε αυτά τα ζητήματα τεθούν, δεδομένης της αναιμικής παρουσίας κάθε τεκμηριωμένης αντιπροτάσεως στον κυρίαρχο απλουστευτικό λόγο παραπληροφόρησης[1], θα τεθούν ακριβώς επί τη βάσει της παραπληροφόρησης, που για χρόνια ηγεμόνευε. Δηλαδή, όταν τελικά κάποιος «χωρισμός»[2] απαιτηθεί, θα τεθεί σε ακραίες βάσεις, ελλείψει οποιασδήποτε προετοιμασίας από την, ας πούμε, εκκλησιαστική πλευρά.
Ναι μεν θα εξηγήσουμε λεπτομερώς την κατάσταση σχετικά με τη μισθοδοσία του κλήρου, αξίζει όμως εδώ μια πρώτη σύνοψη-εισαγωγή, ώστε να καταδειχθεί η έλλειψη ακριβούς ενημέρωσης τόσο των αντικληρικαλιστών, όσο και των υπερασπιστών του status quo. Οι πρώτοι δεν αντιλαμβάνονται ότι η μισθοδοσία του κλήρου συνηρτάτο μέχρι πρότινος de facto με την φορολόγηση των εσόδων των Ναών (αλλά, εμμέσως, και με την αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς καταβολή αποζημίωσης, δηλαδή δήμευση, προοδευτικά του 96% της εκκλησιαστικής περιουσίας), ενώ οι τελευταίοι θα υποστηρίξουν ότι νομικά είναι ρητώς και σαφώς αναγνωρισμένη από τον Κράτος και ως εκ τούτου υποχρεωτική η αντιστοιχία «απαλλοτριώσεων» και μισθοδοσίας. Μάλιστα, συχνά θα συναντήσουμε και διαδικτυακώς και εντύπως την ονομαστική επίκληση της «Σύμβασης περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάσταση ακτημόνων» (18/9/1952) ως απόδειξης. Όμως, μια ανάγνωση της εν λόγω σύμβασης Εκκλησίας-Πολιτείας αποδεικνύει πως αυτή δεν περιέχει καμία απολύτως αναφορά στη μισθοδοσία του κλήρου! Άλλο επομένως η συμβατική υποχρέωση, που προϋποθέτει σύμβαση, συμφωνία των δύο θεσμών, και άλλο η υποχρέωση αποζημίωσης για την εκκλησιαστική περιουσία, που αφαίρεσε το Κράτος. Πέραν, λοιπόν, από την συχνά εμφανιζόμενη άγνοια των αντικληρικαλιστών γι’ αυτά τα ζητήματα, διαπιστώνουμε και μια επαναλαμβανόμενη παραπληροφόρηση ή, τέλος πάντων, ελλιπή πληροφόρηση από πλευράς ενίων ανθισταμένων σε αυτούς.
Εν συνόψει:
α) Η διαρκής, αλλά γενικόλογη δέσμευση νομοθετικού σώματος της Πολιτείας με συνταγματική περιωπή, η οποία συχνά αναφέρεται ως σχετιζομένη με την μισθοδοσία του κλήρου, είναι το ΙΑ΄ Ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης (1829)[3], στην οποία αναφέρεται ότι το Κράτος θα αναλάβει την εκκλησιαστική περιουσία -όπως και προοδευτικά εγένετο κατά 96% μέσα στους σχεδόν δύο αιώνες του νέου κράτους- και από τα έσοδά της θα διατίθενται ποσά «εις βελτίωσιν του Ιερατείου» και για την εκπαίδευση των νέων. Αυτή η ευρεία διατύπωση «εις βελτίωσιν του Ιερατείου» (άμισθου τότε), δεν κάνει λόγο ρητώς και μόνον για την μισθοδοσία του κλήρου[4], περιλαμβάνει όμως νοηματικά κάθε μέτρο κρατικής συνδρομής για την υλική ή μορφωτική αναβάθμιση των κληρικών. Αποτελούσε κρατική αυτοδέσμευση[5] για τους σκοπούς γενικού συμφέροντος, που θα υπηρετούσε η περιέλευση της εκκλησιαστικής (μοναστηριακής) ακίνητης περιουσίας στο Κράτος.
Η γενική ρήτρα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης επαναλήφθηκε ως δεσμευτική κατεύθυνση σε κρατικές Εγκυκλίους[6] και στο βασιλικό διάταγμα της 13.12.1834 (άρθρο 10), που ίδρυσε το «Εκκλησιαστικόν Ταμείον» για τη διαχείριση της δημευθείσας περιουσίας των διαλελυμένων Μονών[7]. Μαρτυρίες, χωρίς αναλυτικά κτηματογραφικά στοιχεία, κάνουν λόγο για μοναστηριακή περιουσία ίση με το 1/3 ή το 25% των «γαιών» της τότε (1833) ελληνικής επικράτειας[8]. Και ναι μεν η ερμηνεία της Ιεράς Συνόδου (Εγκύκλιος της 12/10/1833) ήταν ότι εκ του κρατικού «Εκκλησιαστικού Ταμείου» «θέλουσι μισθοδοτείσθαι οι Επίσκοποι της Επικρατείας και οι άλλοι κληρικοί», ωστόσο η κρατική «συμβολή» στην μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου ξεκίνησε μόλις την 1/10/1945[9].
β) Ο αναγκαστικός νόμος 536/1945 (ΦΕΚ Α΄ 226/1945) απαγόρευσε την πληρωμή των κληρικών σε είδος από τους ενορίτες[10], προέβλεψε τη λειτουργία ειδικού λογαριασμού («Κεφάλαιον προς πληρωμήν μισθού εφημεριακού κλήρου»), ενώ θέσπισε 6.000 οργανικές θέσεις κληρικών στην ελληνική επικράτεια – που περιλαμβάνει όχι μόνον την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και την Εκκλησία της Κρήτης, ενώ αργότερα ενσωματώθηκε η Δωδεκάνησος (Μητροπόλεις υπαγόμενες στο Οικ. Πατριαρχείο). Ο ίδιος νόμος θεσμοθέτησε 2 πόρους του ανωτέρω ειδικού λογαριασμού : α) ειδική εισφορά όλων των ενοριακών, συναδελφικών και διεπόμενων από ειδικούς νόμους Ναών ποσοστού 25% (και από το 1968 ποσοστού 35%) επί των ακαθαρίστων εσόδων τους[11], β) «ενοριακή εισφορά» των πιστών (άρθρα 3-10), δηλαδή ετήσια καταβολή στα κατά τόπους Δημόσια Ταμεία ποσού από 300 δρχ. έως 3.000 δρχ. για κάθε ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια (καταργήθηκε το 1962).
Τέλος προέβλεψε συμβολή του κράτους, δηλαδή ενίσχυση, του παραπάνω ειδικού λογαριασμού. Ειδικότερα αναφέρει (άρθρο 12 παρ. 3) : «το εις το τέλος εκάστου οικονομικού έτους παραμένον άνοιγμα του ως άνω χρηματιστικού λογαριασμού καλύπτεται δι’ ισοπόσου χορηγίας του Δημοσίου». Aποδεικνύεται λοιπόν ανακριβής ο αφορισμός ότι το Δημόσιο ανέλαβε την πλήρη μισθοδοσία του κλήρου από το 1945[12]. Επίσης, είναι σαφές ότι ναι μεν το νομοθέτημα εισήγαγε διαρκή δέσμευση για την ενίσχυση της μισθοδοσίας και θέσπισε σταθερό αριθμό 6.000 οργανικών θέσεων κληρικών με βάση τα τότε δημογραφικά δεδομένα[13], εφαρμόσθηκε όμως, από της ενάρξεως ισχύος του, για την ενίσχυση της μισθοδοσίας και των 7.151 (τότε) υπηρετούντων εφημερίων[14]. Δηλαδή, παρότι ο νόμος 536/1945 περιόρισε τις εφημεριακές θέσεις σε 6.000 (καθιστώντας «υπεράριθμους» 1.151 εφημερίους[15]), εντούτοις εφαρμόσθηκε από το Δημόσιο εξαρχής για την μισθοδοσία όλων των κληρικών, και πέραν του νομοθετημένου αριθμού.
γ) Την 24/7/1968 o αναγκαστικός νόμος 469/1968 (ΦΕΚ Α΄ 162/1968) εξομοίωσε μισθολογικά τον κληρικό με τον δημόσιο υπάλληλο. Άρα το κράτος από το 1968, για πρώτη φορά, αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμπληρώνει τον παραπάνω ειδικό λογαριασμό με στόχο ο εφημέριος – ιερέας να λαμβάνει μισθό ίσο με του δημοσίου υπαλλήλου. Αυξάνεται επομένως η οικονομική συμμετοχή του Δημοσίου, αφού από την 1/9/1962[16] είχε καταργηθεί η «ενοριακή εισφορά» των πιστών, οπότε ο λογαριασμός χρηματοδοτείτο πλέον από κρατικούς πόρους και την εισφορά (35%) εκ των εσόδων των Ναών (παγκάρια, μισθώματα κλπ.).
δ) Την 19/9/1970 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με δικό της Κανονισμό (2/1969, ΦΕΚ Α΄ 193/1969) αύξησε τις «οργανικές θέσεις» κληρικών των Ενοριών της σε 8.000 (ο Κανονισμός δεν περιείχε ρύθμιση για τη μισθοδοσία, υπολαμβάνοντας προφανώς ότι οι 8.000 κληρικοί μισθοδοτούνται βάσει του Α.Ν. 469/1968, ακόμα και εάν υπερβαίνουν τον αριθμό νομοθετημένων «οργανικών θέσεων» (6.000) του Α.Ν. 536/1945, μια και από την έναρξη εφαρμογής του το μεικτό σύστημα μισθοδοσίας (εισφορά Ναών, εισφορά πιστών και κρατική συμβολή) ουδέποτε περιορίσθηκε στους 6.000 κληρικούς).
ε) Οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος (Μητροπολίτες, τιτουλάριοι – βοηθοί επίσκοποι) μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό από την 1/1/1980, ενώ οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Κρήτης από την 7/10/1971 και της Δωδεκανήσου από την 25/9/1969[17].
στ) Μετά την κατάργηση του κρατικού «Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας» (Ο.Δ.Ε.Π.)[18] το Δημόσιο ανέλαβε συμβατικά (Σύμβαση της 11/5/1988, νόμος 1811/1988, ΦΕΚ Α΄ 231/1988) την μισθοδοσία των 85 ιεροκηρύκων του Ο.Δ.Ε.Π. έναντι της παραχώρησης της (όσης στερείται τίτλων ιδιοκτησίας) μοναστηριακής δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας [19].
ζ) Η ειδική εισφορά από τα ακαθάριστα έσοδα των Ναών καταργήθηκε την 28/1/2004 (νόμος 3220/2004, ΦΕΚ Α΄ 15/2004) επί «Εκσυγχρονισμού» και Κυβερνήσεως Κώστα Σημίτη και δεν αντικαταστάθηκε. Ουσιαστικά δηλαδή μετά την 28/1/2004 οι μισθοί των ιερέων καταβάλλονται με επιβάρυνση μόνο του κρατικού προϋπολογισμού χωρίς την συμμετοχή των Ναών δια της εισφοράς.[20] Η πρώτη φορά που εγκαθιδρύεται «δωρεάν» καθολική μισθοδοσία του κλήρου, λοιπόν, είναι επί «Εκσυγχρονισμού» και κυβερνήσεως Κώστα Σημίτη…
η) Το 2013, ο νόμος 4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18/2013) ορίζει για πρώτη φορά ότι όσοι κληρικοί μισθοδοτούνται ήδη («ρύθμιση σκούπα») από τον ειδικό λογαριασμό του νόμου 536/1945, πλέον μισθοδοτούνται από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό.
θ) Ο νομοθέτης ουδέποτε μετέβαλλε ρητώς τον αριθμό των 6.000 οργανικών θέσεων κληρικών των Ενοριών, που ορίζει ο νόμος 536/1945. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πλαφόν οργανικών θέσεων (6.000) όχι μόνο δεν τηρήθηκε από την ίδια την Πολιτεία κατά την έναρξη της συμβολής της (1945) στην μισθοδοσία των κληρικών (οι οποίοι τότε ήταν 7.151), αλλά, παρά την θεσμοθέτησή του, συνέχισε παράλληλα να εφαρμόζεται (μέχρι την έναρξη ισχύος του μνημονιακού νόμου 3833/2010, που ανέστειλε γενικά τους διορισμούς), ως μακρά και συμφωνημένη πρακτική Κράτους και Εκκλησίας[21] ο προγενέστερος αναγκαστικός νόμος 2200/1940 (άρθρο 51), ο οποίος επέτρεπε στις Μητροπόλεις να χειροτονούν – διορίζουν κληρικούς ανάλογα με τον αριθμό των οικογενειών κάθε Ενορίας[22].
Πάντως ναι μεν ερμηνευτικά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, αφού ο νόμος 4111/2013 ενέταξε στον τακτικό προϋπολογισμό όλους τους μισθοδοτούμενους κληρικούς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου (25/1/2013), νομιμοποιήθηκαν ex tunc οι έως τότε υπηρετήσαντες και οι τότε υπηρετούντες, αλλά, όταν εκείνοι αποχωρούν από τη θέση τους, ωστόσο δεν προκύπτει ότι το κράτος έχει αναθεωρήσει (προς τα πάνω) την νομοθετική του υποχρέωση να αμείβει κληρικούς, που υπερβαίνουν το -ουδέποτε πάντως τηρηθέν από Εκκλησία και Πολιτεία- όριο των 6.000 θέσεων. Η παρατήρηση αυτή δεν σημαίνει ότι το Κράτος δεν υποχρεούται έναντι της Εκκλησίας να διατηρήσει τη μισθοδοσία του κλήρου, αναδεικνύει όμως την ανεπάρκεια και το ξεπερασμένο της διατύπωσης των ισχυουσών νομοθετικών ρυθμίσεων γύρω από το ζήτημα.
Από εκεί και πέρα, σημειωτέον ότι το πλήθος του εφημεριακού κλήρου και η κατανομή τους καθορίζεται από τον κανονισμό υπ’ αριθμ. 230/2012 «Περί Εφημερίων και Διακόνων» (ΦΕΚ 73Β/9.4.2012[23]) και, παλαιότερα, το πλήθος των ενοριών κ.λπ. με τον κανονισμό υπ’ αριθμ. 2 «Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων» (ΦΕΚ 193Α 19.9.1970), πέρα από τον ίδιο τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Περαιτέρω, τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ ρυθμίζουν επιμέρους ζητήματα με το δικαίωμα δημοσίευσης κανονιστικών πράξεων που διαθέτουν, αφ’ ης στιγμής πλέον σήμερα περιλαμβάνουν ρήτρα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους, δηλαδή το ότι δεν δημιουργείται νέα δαπάνη που να επιβαρύνει το δημόσιο. Στο σύνολο των μεταβολών του καταστατικού χάρτη, του κανονισμού εφημερίων και των κανονιστικών διατάξεων μπορεί κανείς να διαπιστώσει την εξέλιξη του αριθμού θέσεων των εφημερίων.
Εδώ πρέπει να σημειωθούν τρία ακόμα στοιχεία:
Πρώτον, πως φυσικά εξυπακούεται ότι σε αυτήν την ιστορική πορεία πρωταγωνιστικό ρόλο έχει εκ των πραγμάτων η σταδιακή πληθωρική απαλλοτρίωση, κατά κανόνα χωρίς αποζημίωση, ή η δωρεά του μεγαλύτερου κομματιού της εκκλησιαστικής περιουσίας, με την οποία φέρεται συναρτώμενη η μισθοδοσία. Μολαταύτα, η διοικούσα εκκλησία, ενδεχομένως λόγω υπερβάλλουσας εμπιστοσύνης στο πολιτικό προσωπικό της χώρας ή απλώς λόγω ακηδίας, ουδέποτε μερίμνησε για την απομνημείωση αυτής της σχέσης/συνάρτησης στην νομοθεσία!
Δεύτερον, πως γενικότερα για το ζήτημα της μισθοδοσίας και της διαβίωσης, ή ακόμα και επιβίωσης, του κλήρου έχουμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση στην Ελλάδα προ της αστικοποίησής της και στην ζωή των σημερινών άστεων: οι κληρικοί εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν με τις κεντρικά διατεθειμένες παροχές που (δεν) είχαν τότε στις σημερινές συνθήκες. Και πέραν τούτων όμως, το καθεστώς άνευ μισθοδοσίας στις αρχές του 20ού αιώνα συνεπάγετο τρομακτικές αδικίες και ανισότητες, καθώς οι εφημέριοι μεγαλύτερων εκκλησιαστικών κοινοτήτων δεν αντιμετώπιζαν βιοποριστικό πρόβλημα, ενώ οι εφημέριοι μικρών χωριών έπρεπε να αναμένουν τη μικρή δωρεά σε είδος (σιτάρι, λάδι κ.λπ.) για να θρέψουν τις οικογένειές τους.
Τρίτον, το status quo της μισθοδοσίας κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει πλέον, κάτι που οι υπερασπιστές του δεν φαίνεται να το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα. Αυτή τη στιγμή η μισθοδοσία του κλήρου βρίσκεται σε μια «παγίδα θανάτου» και φθίνει γραμμικά, αφού θεωρούμενη ως υπαγόμενη σε καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων, υπόκειται στη μνημονιακή υποχρέωση για πρόσληψη μόνον ενός νέου κληρικού-δημοσίου υπαλλήλου μετά την συνταξιοδότηση τουλάχιστον πέντε παλαιοτέρων. Υποτίθεται πως αυτή η διάταξη (νόμος 3833/2010) έχει μνημονιακή ημερομηνία λήξης, αλλά έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμα.
Ως εκ τούτου, ήδη η μισθοδοσία του κλήρου φθίνει, και σε βάθος χρόνου υπονομεύει τραγικά την ικανότητα της Εκκλησίας να παρέχει εφημέριους στις Ενορίες. Ενορίες που παραμένουν, φυσικά, όσες ήταν και πριν, με τις ανάγκες που είχαν και πριν, αφού οι εκκλησιαστικές κοινότητες-ενορίες και οι ανάγκες τους σε εφημερίους δεν υπακούουν στη λογική των υπεραρίθμων του Δημοσίου από τις εποχές που το κράτος καταπολεμούσε την ανεργία με προσλήψεις στο δημόσιο, δομώντας παράλληλα το εκάστοτε κομματικό κράτος και τα πελατειακά δίκτυά του: μένουν ως έχουν. Ήδη πολλοί κληρικοί χειροτονώντας άνευ μισθού, και ουσιαστικά ακολουθούν την προηγούμενη τους εργασία, κάτι που δεν καθιστά εφικτή την πλήρους απασχολήσεως πατρότητα μιας ενορίας και των αναγκών αυτής και των ενοριτών της: συνήθως δεν τοποθετούνται ως πλήρεις εφημέριοι, αλλά ως βοηθητικοί κληρικοί.[24] Δηλαδή είναι ακριβώς η υπεράσπιση του status quo η οποία τώρα, στα μνημονιακά χρόνια, έχει θέσει απαρέγκλιτη ημερομηνία λήξης στην ίδια τη μισθοδοσία του κλήρου όπως τη γνωρίζουμε. Αυτή δεν απειλείται πλέον θανάσιμα μόνον από τυχόν απότομες πολιτικές αλλαγές του ισχύοντος πλαισίου, αλλά και από την ίδια την πρόοδο του χρόνου, έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα.
Πέραν αυτών, πρέπει να αποσαφηνιστεί και να ληφθεί υπ’ όψιν πως εάν αύριο το πρωί η μισθοδοσία των κληρικών έπαυε, η διοικούσα Εκκλησία δεν έχει και δεν θα είχε την δυνατότητα να την αναπληρώσει με ίδιους πόρους. (Άλλωστε αυτά τα χρόνια, βοηθούσης της κρίσης, αλλά και του εκκλησιαστικού ΕΝΦΙΑ που συνολικά, για όλα τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ, πρέπει να υπερβαίνει τα 10.000.000 ευρώ κατ’ έτος, τα κεντρικά νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας, παρουσιάζουν ευμεγέθη ζημία και νέο χρέος κατ’ έτος.) Αυτό συνεπάγεται ότι χιλιάδες οικογενειών, συνηθέστερα πολυτέκνων, θα βρίσκονταν κυριολεκτικά στο δρόμο. Σημειωτέον ότι περίπου το 92% του εν Ελλάδι κλήρου αποτελείται από εγγάμους κληρικούς, με οικογένειες συνήθως πολύτεκνες. Ακόμα και κάποιος διακανονισμός επιστροφής τεραστίων κομματιών απαλλοτριωθείσης περιουσίας και εμπορικής εκμεταλλεύσεώς τους θα απαιτούσε την παρέλευση κάποιων ετών για να υφίσταται το απαραίτητο κεφάλαιο, ενώ είναι εντελώς ασαφές το ποια εκμετάλλευση ποιας περιουσίας, ήδη εκκλησιαστικής ή προς υποθετική επιστροφή στην Εκκλησία, θα απέδιδε το ποσό που αντιστοιχεί σήμερα στη μισθοδοσία και συνταξιοδότηση του κλήρου -πόσω δε μάλλον όταν οι περισσότερες θεωρητικά αξιοποιήσιμες με τέτοιον τρόπο πρώην εκκλησιαστικές εκτάσεις καταλαμβάνονται σήμερα από πυκνή δόμηση και χιλιάδες κατοίκων-πολιτών.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρον το πώς αντιμετωπίζεται το ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου στον ελλαδικό δημόσιο λόγο. Από τη μία έχουμε τους κατ’ εξοχήν αντικληρικαλιστές, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το καθεστώς μισθοδοσίας του κλήρου που ισχύει στην Ελλάδα δεν ισχύει πουθενά στην Ευρώπη, και ότι άρα πρέπει να «γίνουμε Ευρώπη»[25]. Ακόμα και εάν η εκτίμηση πως πουθενά στην Ευρώπη δεν μισθοδοτείται ο κλήρος από το κράτος είναι ακριβής, που δεν είναι ακριβής, μοιάζει να αγνοεί ένα θεμελιώδες γεγονός. Ότι η μισθοδοσία του κλήρου πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με το ποιες παροχές δίνει γενικώς το κράτος στην εκκλησία.
Επί παραδείγματι, όταν στην Γερμανία το κεντρικό ομοσπονδιακό κράτος δίνει στην ευαγγελική και στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία περίπου μισό δισεκατομμύριο ευρώ τον χρόνο, ανεξάρτητα από άλλες παροχές σε χρήμα και σε είδος και ανεξάρτητα από επιμέρους παροχές του εκάστοτε κρατιδίου, αλλά κυρίως ανεξάρτητα από τον εκκλησιαστικό φόρο (Kirchensteuer), που όντως πληρώνουν οι πιστοί συγκεκριμένων θρησκευτικών κοινοτήτων μέσω του κράτους και καθαρά από τον κεντρικό φορολογικό κορβανά, τότε το ερώτημα για το αν το γερμανικό κράτος μισθοδοτεί τον ιερό κλήρο ή όχι δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Διότι η σημασία της διαφοράς ανάμεσα στην απευθείας μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος και στην παροχή τεράστιων ποσών στις εκκλησίες από τον κεντρικό κορβανά των εσόδων του κράτους είναι τελικά επουσιώδης, συμβολικός, κατ’ επίνοιαν, ψιλώ νοήματι. Αυτό όμως δεν ενδιαφέρει τον αντικληρικαλιστή επικριτή, ο οποίος αμέσως θα κραυγάσει «ας ακυρωθούν λοιπόν όλες οι παροχές του κράτους στην εκκλησία γενικώς», ξεχνώντας ότι μόλις πριν από λίγο είχε ζητήσει να γίνουν τα ελλαδικά πράγματα «όπως στην Ευρώπη».
Άλλο φαινόμενο είναι οι μισές αλήθειες, που τυγχάνουν φυσικά ολόκληρα ψεύδη. Ένα παράδειγμα που φέρνουμε συχνά είναι ο ισχυρισμός του κατέχοντος τότε υπουργική θέση Τάσου Κουράκη στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», ότι στη Γερμανία μόνον οι πιστοί χρηματοδοτούν μέσω εκκλησιαστικού φόρου την εκκλησία τους και έτσι οι θρησκευτικές κοινότητες χρηματοδοτούνται μόνον από τους πιστούς και όχι από οποιονδήποτε φορολογούμενο, δηλαδή επί παραδείγματι τους αθέους ή τους ανήκοντες σε διαφορετική θρησκεία, κάτι που σύμφωνα με τον κ. Κουράκη θα μπορούσαμε να κάνουμε στην Ελλάδα[26], ώστε οι μη χριστιανοί να μη μισθοδοτούν εμμέσως τον χριστιανό κληρικό.[27]
Η πραγματικότητα βέβαια διαφέρει από αυτήν που ακούσαμε εξ υπουργικών χειλέων: ναι μεν υπάρχει ένας τέτοιος εκκλησιαστικός φόρος στη Γερμανία (Kirchensteuer), όμως αυτός είναι όπως εξηγήσαμε παραπάνω μόνο μία από τις παροχές που λαμβάνει η εκκλησία (στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ρωμαιοκαθολική και ευαγγελική εκκλησία) από το κράτος, αφού τεράστια ποσά δίνονται με διάφορες αφορμές και για διάφορους λόγους στις εκκλησίες από τον κεντρικό κορβανά όλων των φορολογουμένων, και όχι μόνο των θρησκευόμενων. Και εκεί, βέβαια, αυτό λαμβάνει χώρα εν πολλοίς λόγω παρελθουσών απαλλοτριώσεων και γενικότερων υποχρεώσεων του κράτους προς την εκάστοτε εκκλησία και όχι, βέβαια, ως ένα δώρο κράτους προς την εκκλησία… Οπότε, όλοι οι φορολογούμενοι πληρώνουν, απλώς πέραν αυτών των παροχών υφίσταται και μια παραπάνω φορολογική παροχή μόνον από τους πιστούς.
Το ζήτημα εδώ είναι πως μόλις μελετηθεί εγγύτερα το επιχείρημα ενός Τάσου Κουράκη, ενός υπουργού, μιας κυβέρνησης, ότι δήθεν στη Γερμανία μόνο οι πιστοί πληρώνουν τη θρησκευτική τους κοινότητα και όχι ο άσχετος με αυτήν φορολογούμενος, άρα μπορούμε να το πράξουμε και εδώ, το επιχείρημα καταρρέει και η ίδια η θέση, η οποία συνιστά εν ταυτώ και αντιπρόταση, καταρρέει μαζί του. Προσέρχονται λοιπόν οι αντικληρικαλιστές στον δημόσιο λόγο πάνοπλοι με σωρεία επιχειρημάτων, που όταν έρθει η ώρα να μετρηθούν αποδεικνύονται όχι λειψά, αλλά εντελώς ανυπόστατα – μισές αλήθειες, δηλαδή ολόκληρα ψεύδη.
Βλέπουμε έστω εισαγωγικά λοιπόν όχι μόνον την πολυπλοκότητα του ζητήματος, αν συνυπολογιστεί το δυσήνιο ζήτημα της πρώην και νυν εκκλησιαστικής περιουσίας και της ελλιπούς εποπτείας που υφίσταται γι’ αυτήν, αλλά και την ασάφεια και προβληματική ενημερότητα του εκατέρωθεν εκπορευόμενου δημοσίου λόγου για το θέμα. Σε ένα τέτοιο εκατέρωθεν ασφυκτικό πλαίσιο, οφείλουμε αφ’ ότου εξετάσουμε λεπτομερώς το ζήτημα να καταθέσουμε κάποιες προτάσεις για το μέλλον της μισθοδοσίας του κλήρου. Προσανατολιζόμαστε στην απαγκίστρωση της μισθοδοσίας του κλήρου ως απλώς μισθοδοσίας του δημοσίου, και στην συνάρτηση αυτής με τα εκκρεμή ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της αναποζημίωτης απαλλοτριώσεως αυτής. Δεδομένου ότι δε γνωρίζουμε ποιο είναι το μέλλον στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους, δηλαδή το εάν τα χιλιάδες εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα θα συνεχίσουν να είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) ή αν κάποτε, σε ενδεχόμενο «σκληρού» χωρισμού, θα μεταβληθούν σε ιδιωτικού, θα καταθέσουμε μια πρόταση και για τα δύο ενδεχόμενα: η δημοσίευσή της θα ακολουθήσει στις αμέσως επόμενες ημέρες.
Από dimofantis.blogspot.gr