Από Ηρακλή Ρεράκη *
Ο θάνατος είναι κυρίως ένα θεολογικό θέμα, γι’ αυτό και σχετίζεται με την Εκκλησία. Η θεολογική ερμηνεία της Εκκλησίας για τον θάνατο, βοηθά τους ορθόδοξους μαθητές να τον προσεγγίζουν βαθύτερα και να μαθαίνουν πώς αντιμετωπίζεται, ως γεγονός.
Το πρώτο που μας βεβαιώνει η Εκκλησία μας, ως πιστούς και βαπτισμένους στον Χριστό, είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν πεθαίνει. Όταν μιλάμε λοιπόν για τον θάνατο, εννοούμε τον θάνατο του σώματός μας.
Επίσης, για την Εκκλησία μας υπάρχουν δύο θάνατοι, ο πρώτος είναι ο σωματικός και προσωρινός ο δε δεύτερος, ο ψυχοπνευματικός και αιώνιος. Τον πρώτο δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε, καθώς είναι κληρονομική συνέπεια της πτώσεως των Πρωτοπλάστων. Γι αυτό, ακόμη και οι Άγιοι της Εκκλησίας πέθαιναν. Μπορούμε, όμως, ζώντας στην Εκκλησία του Χριστού, διά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού και Σωτήρα μας και όλων των ευεργετημάτων που μας χάρισε, με την Ενανθρώπιση, τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του, να νικήσουμε τον δεύτερο, τον αιώνιο θάνατο και να εισέλθουμε στην αιώνια Βασιλεία Του, την Αθανασία.
Η περί του θανάτου διδασκαλία, στην αναπτυξιακή φάση της ζωής των παιδιών και των εφήβων, έρχεται να μεταφέρει στις ψυχές τους, από πολύ ενωρίς, την ελπίδα που έφερε η λύση, που έδωσε ο Χριστός στο μεγάλο αυτό πρόβλημα.
Ανάμεσα στις βασικές γνώσεις, που χρειάζεται να μάθουν οι νέοι/ες για το μέλλον τους, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων ή επίλυσης προβλημάτων, συγκαταλέγεται και ο τρόπος αντιμετώπισης του θανάτου.
Στο πλαίσιο αυτό, θα έχουν την ευκαιρία να τους εξηγηθούν, από διδακτικής πλευράς, ανάλογα με τη νοητική τους δεκτικότητα, τρία στοιχεία:
α) Ότι ο θάνατος δεν υπήρχε εξαρχής μέσα στη ζωή των ανθρώπων, όσο εκείνοι παρέμεναν σε διαρκή κοινωνία με τον Θεό, Πατέρα και Δημιουργό τους, αλλά ότι δημιουργήθηκαν. Κάνοντας καλή χρήση της ελευθερίας τους, ήταν υπάκουοι στις εντολές του Θεού και δέκτες των θείων χαρισμάτων, που λάμβαναν από τον Θεό, ένα από τα οποία ήταν η ψυχοσωματική αθανασία, στο πλαίσιο της «κατ’ εικόνας και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργικής τους ζωής.
Οι πρώτοι εκείνοι άνθρωποι, όμως, εξαπατήθηκαν και έπεσαν θύματα της απατηλής και προκλητικής προτροπής του διαβόλου, επέλεξαν την παρακοή στον Θεό και αμάρτησαν, με αποτέλεσμα, να συμβεί αυτό που τους είχε προειδοποιήσει ο Δημιουργός τους, ότι την ημέρα που θα παραβούν τις εντολές Του και θα αμαρτήσουν, θα απομακρυνθούν από τη θεϊκή ζωή, θα χάσουν τα χαρίσματα που είχαν, μεταξύ των οποίων ήταν και η αθανασία και θα γίνουν, πλέον, θνητοί, καθώς θα ενταχθούν στο βασίλειο του διαβόλου, που κυριαρχεί ο θάνατος (Γεν. 2, 16-17).
Ο Θεός, όμως, από φιλανθρωπία, θέλησε να δώσει μια νέα ευκαιρία στα πλάσματά Του, για να επανέλθουν στην κατάσταση της αθανασίας. Γι’ αυτό έστειλε στον κόσμο τον Υιό Αυτού, τον Λόγο Του, για να τους βοηθήσει να βρουν τον δρόμο που είχαν χάσει και να μπορέσουν, έτσι, να οδηγηθούν στον απολεσθέντα Παράδεισο και στην αθανασία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Θεάνθρωπος, ως αλήθεια, οδός και ζωή, ήλθε για να διδάξει στα πλανεμένα από τον πονηρό πλάσματά Του τον ένθεο τρόπο ζωής, που οδηγεί στην αποκατάσταση της θείας κληρονομιάς τους.
β) Ότι μόνον ο Χριστός, δια του σταυρικού θανάτου και της Αναστάσεώς Του, έδωσε την αποφασιστική και νικηφόρα μάχη κατά του Θανάτου και οδήγησε, τελεσίδικα, την ανθρωπότητα στη υπέρβασή του.
γ) Ότι το φιλοσοφικό σκέπτεσθαι, γενικά, ίσως μπορεί να παρηγορεί ή να απαλύνει την οδύνη των ανθρώπων, για τον θάνατο και να τους συμφιλιώνει με την ιδέα του ερχομού του, δεν μπορεί, όμως, να ανατρέψει την ισχύ του. Διότι, το θέμα δεν είναι να βοηθηθεί απλώς ο άνθρωπος για να μπορέσει να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, όσο να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο ο τρόπος ζωής που νικιέται ο Θάνατος.
δ) Ότι, αν ο άνθρωπος συνεργαστεί με τον Αναστάντα Κύριο και ζήσει χριστιανικά, τότε και ο προσωρινός του θάνατος είναι χριστιανικός και μπορεί να μετατραπεί σε γέφυρα για να αποφύγει τον αιώνιο θάνατο και να περάσει στην εν Χριστώ αιωνιότητα και αθανασία.
Οι ορθόδοξοι μαθητές είναι ανάγκη να μάθουν ότι ο τρόπος αυτός υπάρχει στη χριστιανική τους πίστη και ζωή και είναι αυτός, που πρόσφερε με τη ζωή και τη θυσία Του ο Ιησούς Χριστός και που προσφέρεται, επίσης, στη μυστηριακή – λειτουργική και κοινωνική ζωή της Εκκλησίας.
Όταν κάποιος επιλέξει έναν άλλο τρόπο ζωής, αρνούμενος τόσο την κοινωνία με τον Πατέρα και Δημιουργό του όσο και τον έμφυτο θείο του προορισμό, σύμφωνα με τον «κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν» σκοπό της ζωής του, τότε γίνεται άφρων, χάνει τον δρόμο προς την αθανασία και αρχίζει να παρεκκλίνει, από την ανοδική προς τον Θεό πορεία του, διαστρέφοντας την πνευματική του πρόοδο και υποκαθιστώντας την με στόχους επίγειους και πρόσκαιρους, ως να επρόκειτο να ζει σε αυτόν τον κόσμο αιώνια. Αυτή η επιλογή του, όμως, αποτελεί μια οδό θανάτου, διότι θάνατος, κατά τον Άγιο Μάξιμο, τον Ομολογητή, είναι ο χωρισμός από τον Θεό, που είναι η αληθινή και αιώνια ζωή.
Κανείς δεν θέλει να τον καταπιεί ο θάνατος, καθώς ο θάνατος θεωρείται ως «το μέγιστον των κακών».
Έτσι, ο άνθρωπος, αφενός, οφείλει να συνειδητοποιεί ότι είναι θνητός, αφετέρου, ότι μπορεί, εν τω Χριστώ και διά του Χριστού, να νικά, σταδιακά, τον αιώνιο θάνατο και να κερδίζει, συν Θεώ και προοδευτικά, την Αθανασία.
Αυτήν την αγωγή, που αφορά στην οντολογία και στο νόημα της ζωής τους, είναι ωφέλιμο να την μαθαίνουν βιωματικά τα παιδιά και οι έφηβοι, βρισκόμενοι, μάλιστα, στην περίοδο, που, ως νέοι, προγραμματίζουν το μέλλον της ζωής τους, καθώς είναι απαραίτητο να γνωρίζουν ότι ο Χριστός, ως Αιώνια Ζωή, ήλθε για φέρει αυτήν ακριβώς τη Ζωή στη ζωή τους, που νικά το πρόσκαιρο και το προσωρινό και προσφέρει το αιώνιο και αθάνατο.
Έτσι, μαθαίνουν τον αληθινό και πρόσφορο τρόπο για να προσεγγίζουν και να ερμηνεύουν τον προσωρινό θάνατο, μέσα από την Αιώνια Ζωή, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού και να τον βλέπουν, όχι ως πέρασμα στο μηδέν, αλλά ως πέρασμα στην στην Αθανασία.
Γι’ αυτό, από πολύ ενωρίς, ως Χριστιανοί/ές είναι χρήσιμο να θεωρούν τον θάνατο, βαθιά μέσα στην ψυχή τους, ως αποκρουστικό εχθρό της φύσεώς τους και να αγωνίζονται κατά των παρεμβατικών φθοροποιών δυνάμεων, που εισέρχονται απειλητικά στη ζωή τους, προκαλώντας τους μικρούς ή μεγάλους θανάτους.
Η ζωή ολόκληρη, τότε μόνο διατηρεί το πλήρες νόημά της, όταν συμπεριλαμβάνει και τον θάνατο. Για να προσδώσει ο άνθρωπος νόημα στη ζωή του, οφείλει να προσδώσει νόημα και στον θάνατό του.
Η «μελέτη θανάτου» δεν αποτελεί αρνητική ή παθητική κατάσταση, αλλά, αντίθετα, άκρως θετική ενέργεια, οδηγούσα τον άνθρωπο στον σωφρονισμό και στην εγρήγορση.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει ότι: «Δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευσέβεια τη σημερινή μέρα, εάν δεν την λογαριάσουμε, ως την τελευταία της ζωής μας». Και είναι αξιοθαύμαστο, συνεχίζει, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι χαρακτήριζαν τη φιλοσοφία ως «μελέτη θανάτου».
Ο Άγιος Μάξιμος, ο Ομολογητής, επίσης, προτρέπει: «Μελέτην θανάτου τον βίον ποιούμεθα», τονίζοντας την ανάγκη να αποφεύγει ο Χριστιανός την προσκόλληση στις βιοτικές μέριμνες, προκειμένου να αποτραπεί, έτσι, η προσήλωση σε ό, τι τον φθείρει.
Πέρα από το γεγονός ότι ο Χριστός μετέτρεψε τον θάνατο σε πέρασμα στην αιώνια ζωή, τον κατέστησε επίσης και μη υποχρεωτικό, διότι με την Ανάστασή Του τον έκανε να χάσει την καθολική του ισχύ, να γίνει πλέον προαιρετικός και να αφορά μόνον σ’ όσους τον επιλέγουν.
Οι υπόλοιποι, μπορούν, με την ελεύθερη συγκατάθεσή τους, να αναζητούν την αιώνια ζωή και την αθανασία στο πρόσωπο και στη ζωή του Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστού.
Ωστόσο, οι νέοι είναι καλό να γνωρίζουν ότι, όταν ο αληθινός χριστιανός έχει διαρκώς, μπροστά στα μάτια του, τη συναίσθηση της θνητότητάς του, τότε τοποθετείται διαφορετικά μέσα στον κόσμο και, διαφορετικά, εάν αγνοεί την ύπαρξη και το νόημα του θανάτου.
Η Εκκλησία δεν προσφέρει ιδέες και θεωρίες για την αντιμετώπιση του θανάτου ή του φόβου που προκαλεί, αλλά προσφέρει, προς αληθινή κοινωνία, το λυτρωτικό και αναστάσιμο σώμα και αίμα του Χριστού, που δίδεται στους πιστούς, στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον».
Ο ίδιος ο Χριστός, διά της Αναστάσεώς του, δεν δίδαξε πώς να φιλοσοφούμε και να στοχαζόμαστε για τον θάνατο, αλλά πώς να μαχόμαστε και να νικούμε τον θάνατο.
Και μπορεί το σώμα του ανθρώπου να διατηρεί τη θνητότητά του και να πεθαίνει, ακόμη και μετά την Ανάσταση του Χριστού, όμως, ήδη, η έκβαση του πολέμου έχει κριθεί, με τη νίκη του Αναστάντα Χριστού και την απελευθέρωση των ανθρώπων από τη δουλεία του κακού και του θανάτου, που γεννά την οντολογική Αθανασία.
*Ηρακλής Ρεράκης-
Καθηγητής Θεολογικής του ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων