ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΙΕΡΑΤ. ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Στις 25 Μαΐου του 1834, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας, δικάζονται στο δικαστήριο του Ναυπλίου. Ψευδομάρτυρες τον κατηγορούν για συνωμοσία και εσχάτη προδοσία. Οι μάρτυρες υπερασπίσεώς του ήταν περισσότεροι από 100. Στην απολογία του, όταν ρωτήθηκε τι επάγγελμα κάνει, ο Κολοκοτρώνης απάντησε αφοπλιστικά:
«Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.»
Παρά τις αντιδράσεις δυο εκ των δικαστών, του Γεώργιου Τσερτσέτη και του Αναστάσιου Πολυζωίδη, οι δυο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Όταν άκουσε το ακροατήριο την ποινή, κάποιος από το πλήθος είπε στον Κολοκοτρώνη: «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ». Και ο Κολοκοτρώνης απάντησε: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια»…
Ο λαός αντέδρασε έντονα. Υπό τον φόβο κοινωνικών αναταραχών, οι Αντιβασιλείς, μετέτρεψαν την ποινή σε 20ετη κάθειρξη. Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε, ο Κολοκοτρώνης πήρε χάρη και έγινε «Σύμβουλος της Επικρατείας». Πέθανε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, επτά μήνες πριν από το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Ο «Γέρος του Μοριά», αναγνωρίστηκε περισσότερο μετά θάνατον για τον αγώνα του στην ελληνική επανάσταση, αφού οι σύγχρονοί του, πολιτικοί ή η εκάστοτε ηγεσία, μάλλον φοβόταν πολύ την προσωπικότητα και την επιρροή του.
Αναμφισβήτητα,αν ζούσε σήμερα ο Κολοκοτρώνης, θα είχε την ίδια τύχη από τους σύγχρονους κυβερνήτες,οι οποίοι ψηφίζουν ανερυθρίαστα αντισυνταγματικούς νόμους
είς βάρος της πατρίδος και δεν αισχύνονται να το ομολογούν και δημόσια!