Του Αρχιμ. Βενεδίκτου Παπαδοπούλου
Με τη χάρη Του Θεού εισήλθαμε και εφέτος στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το στάδιο των αρετών ηνέωκται και μας προσκαλεί σε αγώνα και άσκηση πνευματική, προς ανακαινισμόν της ανθρωπίνης φύσεώς μας. Η άσκηση θα μας οδηγήσει στην αποβολή των παθών και στην απόκτηση των αρετών,οι οποίες κατά συνέπεια θα προσελκύσουν στη ζωή μας τη Χάρη του Παναγάθου Θεού. Η έλλειψη των αρετών αδρανοποιεί στην καρδιά μας τη Χάρη Του Θεού,όπερ αποτελεί την αιτία της πανανθρώπινης κακοδαιμονίας που καθιστά τον άνθρωπο άσπλαχνο και αδιάφορο για το συνάνθρωπο. Καλούμεθα σε αυτή την ευλογημένη περίοδο να ανακαινίσουμε τον εαυτό μας, τη σκέψη μας και τη σχέση μας με Το Θεό και το συνάνθρωπο. Να πραγματώσουμε το σοφόν λόγιον του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου “την πράξιν είς θεωρίας επίβασιν”. Για να κατορθώσουμε να φθάσουμε στην πράξη ξεπερνώντας τη θεωρία, θα έχουμε συνοδοιπόρους την προσευχή και κυρίως τη θεοφιλή νηστεία, στην οποία θα μας συμπαρίστανται οι Αγιοι Άγγελοι ,όπως στον Κύριό μας,στη νηστεία των τεσσαράκοντα ημερών στην έρημο. Κι αν η νηστεία μας αυτή και πνευματική άσκηση ταυτιστεί και συνταιριαστεί με την ελεημοσύνη και την ανεξαίρετη φιλανθρωπία για να μην είναι στείρα θεωρία,τότε θα φθάσει στο Θεό θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον. Και αυτή η ελεημοσύνη να γίνει όπως ο Κύριός μας ζητά, χωρίς διαφήμιση και τυμπανοκρουσίες, “μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου” ,όπως και η προσευχή ” μη βατολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί”, χωρίς πολυλογία και τη φλυαρία του Φαρισαίου,”γνωρίζει γαρ ο Κύριος τί λείπει και τί θα ωφελήσει τον καθένα”!
Η έναρξη της εφετινής μεγάλης τεσσαρακοστής,βρίσκει την Ελλάδα σε μια δοκιμασία, γιατί μόνο έτσι πρέπει να βλέπει ο έχων γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα χριστιανός, τα προβλήματα που αναφύονται στη ζωή του. Οι χιλιάδες των Μουσουλμάνων προσφύγων που εισρέουν στη χώρα μας είναι για μας τους χριστιανούς μια τεράστια πρόκληση και μια δοκιμασία Του Θεού. Άνθρωποι κατατρεγμένοι και βασανισμένοι από τη λαίλαπα του πολέμου και των χημικών, έρχονται στην πατρίδα μας,θαλασσοδαρμένοι και ανυπόδητοι, πεινασμένοι και διψασμένοι, όχι τόσο για φαγητό και νερό αλλά περισσότερο για ένα καλύτερο αύριο. Η πείνα τους είναι φυσιολογική και εφήμερη, λόγω της ταλαιπωρίας που υφίστανται, είναι όμως ακατανίκητη η “πείνα” τους για να καταστήσουν ειρηνική την αυριανή ημέρα στη ζωή τους. Και χωρίς να έχει αντιληφθεί ουδείς, ίχνος από τη μεγάλη αυτή δοκιμασία που επέτρεψε ο Θεός στην Ελλάδα ή τη μεγάλη ανάγκη για Ειρήνη που επιζητούν αυτοί οι άνθρωποι,τρέχουν άπαντες να τους προσφέρουν φαγητό. Το φαγητό είναι το δευτερεύον, το μείζον διακύβευμα για αυτούς τους βασανισμένους είναι μια ειρηνική ζωή, γιαυτό και το μόνο που τους απασχολεί είναι να ανοίξουν τα σύνορα. Και δυστυχώς και η Εκκλησία, μη αφουγκραζόμενη τη μεγάλη Θεοίδρυτη αποστολή της,τρέχει να τους δώσει κι αυτή φαγητό,πακέτα τροφίμων,τη μιά με εγκόλπιο και την άλλη άνευ,λες και το θέμα ήταν τα διάσημα ή η ταπεινή αμφίεση. Ξέχασε η Εκκλησία, δυστυχώς, αυτό που διδάσκει πως ” Ούκ επ´άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος”. Κυρίως, όμως, έχασε την ευκαιρία να αναδείξει και να επιδείξει τη μεγάλη της διαφορά με τον κόσμο και τα κοσμικά πράγματα,το τσουβάλι,αυτό που την καθιστά και την καταξιώνει ως Θείον καθίδρυμα. Αντί να προσφέρει υλική τροφή μπορούσε η Εκκλησία να προσφέρει την πνευματική τροφή και το ύδωρ που προσέφερε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, αλλόμενον είς ζωήν αιώνιον. Αντί να περιορίσει η Εκκλησία τον ρόλο της μόνον σε πακέτα τροφίμων, όφειλε να πραγματοποιήσει τη Θεία επιταγή και να αναλάβει να κηρύξει στους ανθρώπους που έρχονται στην πόρτα της το Ευαγγέλιο Του Χριστού. Όταν την ίδια ώρα σπαταλά εκατομμύρια για το ιεραποστολικό έργο στους λαούς της Αφρικανικής ηπείρου,δεν μπορεί να μιλά αφοριστικά για τους μουσουλμάνους που βρίσκονται στο κατώφλι της. Ιδού η ευκαιρία να τους κηρύξουμε το Ευαγγέλιο και να τους βαπτίσουμε στο Όνομα της Αγίας Τριάδος. Ο Αναστημένος Ιησούς, στη μετά την Ανάσταση συνάντηση με τους μαθητές του ,έδωσε την εντολή “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς”. Και τώρα που ήρθαν τα έθνη στο σπίτι μας,αντί να τα μαθητεύσουμε και να τα βαπτίσουμε στο όνομα Του Χριστού, θα τα ξεφορτωθούμε με ένα πακέτο φαγητό, οδηγώντας τα στην Ειδομένη; Ξέχασε η Εκκλησία το ιεραποστολικό της έργο και αυτό που θα την έκανε να ξεχωρίσει από τα ανθρωπιστικά σωματεία και τις ΜΚΟ! Η Εκκλησία αντί να μοιράζει μόνο τρόφιμα, θα ήταν σημαντικό να διανέμει παράλληλα και την Αγία Γραφή, στην αγγλική ή στη Συριακή γλώσσα, που οι υπηρεσίες της θα είχαν φροντίσει να εφοδιαστούν σε συνεργασία με το Πατριαρχείο Αντιοχείας.Οφείλουμε να δεχτούμε αυτούς τους ανθρώπους κοντά μας ,ως αδέλφια μας και να τους εντάξουμε στη χριστιανική μας οικογένεια,την οικογένεια του Ευαγγελίου Του Χριστού. Κι αν πρέπει να ζητήσει κάτι σημαντικό ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος στη συνάντησή του σήμερα με τον Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα,είναι όχι η πρόσβαση των μητροπολιτών στα σχολεία, αλλά η πρόσβαση της Εκκλησίας στους πρόσφυγες, για να τους μιλήσει για το Χριστό της ειρήνης και να τους διδάξει το Ευαγγέλιό Του,το Ευαγγέλιο της αγάπης και να τους εκχριστιανίσει. Και όλα αυτά με τη βοήθεια σωστών διερμηνέων και κάτω από κατάλληλες συνθήκες, που να μη δείχνουν προσηλυτισμό, αλλά φροντίδα αγάπης. “Όταν για αγάπη ομιλούμε πρέπει και αγάπη να ποιούμε”, συνήθιζε να λέγει ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης Χριστόδουλος. Όλα αυτά θα καταδείξουν την ιεραποστολική φλόγα των λειτουργών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν θα χρειασθεί να ξενιτευτούν για να αναζητήσουν τα έθνη,όταν αυτά βρίσκονται εμπερίστατα στην πόρτα μας. Αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι να αφορίζει τους ανευαγγελίστους λαούς, αλλά τους αιρετικούς και αυτούς βέβαια όχι άκριτα. Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν, για την Εκκλησία της Ελλάδος που δοκιμάζεται αλλά μένει ανεξεταστέα και η επιταγή “Πορευθέντες” την παραπέμπει για Σεπτέμβριο. Για Ειρήνη πεινούν οι πρόσφυγες αυτοί,για την Ειρήνη Του Χριστού, εκείνη που στο Ευαγγέλιο της Κυριακής του Πάσχα, υπερέχει όλων των άλλων λέξεων καθώς ακούγεται συνεχώς “Ειρήνη υμίν”. Ας τους διδάξουμε ότι η Ειρήνη που ψάχνουν είναι εδώ,στην Εκκλησία Του, στην Εκκλησία στην οποία έχουμε την τιμή και την ευλογία να ανήκουμε όλοι εμείς.