Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία κοινωνία, εἰσάγει τό ζῶντα Θεό στό δικό μας βίο, καί ἐμᾶς στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ. Ζοῦμε ἄμεσα (ἐνίοτε καί ἐμπειρικά) τό ἀποκαλυμμένο μυστήριο τῆς θεολογίας μέσα ἀπό τήν ἄμεση ἐκκλησιαστική πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Αὐτό δέν εἶναι μιά ὑποβολή πίστεως, ἀλλά μιά λατρευτική καρδιακή πίστη καί κατά τοῦτο μιά ἀληθινή κοινωνία τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ Θεοῦ. Τά θαυμάσια πού προαναφέραμε (καί τά ἄπειρα πού δέν εἶναι δυνατόν νά καταγραφοῦν ἤ ἔστω νά ἀπαριθμηθοῦν) δηλοποιοῦν στά μέτρα τῶν δικῶν μας δυνατοτήτων αὐτό τό μυστηριῶδες καί πραγματικό γεγονός. Ἄλλοι ἐλεήθηκαν νά τό ζήσουν ἐν αἰσθήσει, οἱ περισσότεροι τό ζοῦν ἐν πίστει. Ἐφόσον ὅμως εἴμαστε ἕνα χριστοποιημένο ἐκκλησιαστικό σῶμα, γι᾽ αὐτό καί οἱ μέν καί οἱ δέ περιχωρούμεθα στό ἕνα μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας. Καί ἔρχεται ἡ θεολογία ὡς βιωματική καί ἐμπειρική μέθεξη τοῦ Θεοῦ νά τό διακηρύξει.
Ὅπως ἔγραφε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου δεν ὑπάρχει χάσμα. ῾Ο κόσμος, δηλ. ἡ λυπηρά, πλήρης μεριμνῶν, σκανδάλων καί παθῶν ζωή, δέν ἔχει ἐγκαταλειφθῇ ἀπό τόν Θεόν. Κάτι περισσότερον· “ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται” (Β΄ Κορ. 12:9), δηλ. μέ τάς φροντίδας καί ταλαιπωρίας τῆς ἐμπειρικῆς ὑπάρξεως. ῾Η ὁρατή ἱστορική Ἐκκλησία, “προκόπτουσα ἡλικίᾳ” (πρβλ. Λουκ, 2:52) καί διά τῆς χάριτος τοῦ ἐν αὐτῇ ἀδιαλείπτως ἐνεργοῦντος Πνεύματος μεταμορφουμένη, ἀποβαίνει ὁ αἰώνιος Οἶκος τοῦ Κυρίου τῆς δόξης. “Σύ εἶσαι συγγενής ἰδικός μας κατά τήν σάρκα· καί ἡμεῖς συγγενεῖς ἰδικοί Σου κατά τήν θεότητά Σου, ἀνεφώνησεν εἰς μίαν προσευχήν του ὁ ὅσιος Συμεών· ἐπῆρες τήν σάρκα μας καί μᾶς μετέδωκες τό Ἅγιον Πνεῦμά Σου… Πῶς μετά ἀπό αὐτά, νά μή εἶναι παράδοξον τό θαῦμα, καί πῶς νά μή συγκλονίζεται κάθε ἄνθρωπος, ὅταν ἀναλογίζεται καί ἀξιολογῇ τό γεγονός ὅτι Σύ μένεις μεθ᾽ ἡμῶν καί νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας καί ὅτι κάνεις τόν καθένα μας τόπον διαμονῆς Σου καί κατοικεῖς μέσα μας καί ταυτοχρόνως ὅτι Σύ εἶσαι ὁ τόπος τῆς διαμονῆς ὅλων μας καί ὅτι κατοικοῦμεν ἐν Σοί; Ὄντως, “ὡς φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἤ Οἶκος Θεοῦ. Καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ” (ὁσίου Συμεών Νέου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ΄ (διά στίχων).
»Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία θεοφάνεια, δηλ. μία μυστική φανέρωσις τοῦ Θεοῦ. Εἰς αὐτήν ἡ ἀπόκρυφος δύναμις τοῦ Θεοῦ γίνεται, χάρις εἰς τά ὁρατά εἴδη τῶν ἁγίων καί σωτηριωδῶν μυστηρίων, φανερά καί αἰσθητή. Τά ἅγια μυστήρια δέν εἶναι ἁπλῶς συμβολικαί τελεταί εἰς “ἀνάμνησιν”, ἀλλά πραγματικαί “μυσταγωγίαι”, εἰκόνες τῆς πάντοτε ἐνεργοῦ καί ἀναλλοιώτου παρουσίας τοῦ Θεοῦ, “ὄργανα δραστικά τοῖς μυουμένοις χάριτος ἐξ ἀνάγκης” (Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Ὁμολογία ὅρος ιε΄. Τά μυστήρια εἶναι μέσα (ὄργανα) διά τῶν ὁποίων μεταδίδεται ὁπωσδήποτε ἡ θεία χάρις εἰς τούς μυουμένους εἰς αὐτά)» (πρωτοπρ. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Ἀνατομία προβλημάτων τῆς πίστεως, μτφρ. ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ (εἶτα Μητροπολίτου Νικοπόλεως+), ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 110-111).
Ὅμως στόν κόσμο μας, ἕνα κόσμο ἐθισμένο στήν ἠλεκτρονική διάχυση ὅλων τῶν πληροφοριῶν, ἡ λειτουργία τῆς πίστης φαίνεται ὡσάν σκάνδαλο γιά τή λογική, γιά τήν ἠλεκτρονική λογική. Τόσα θαυμάσια τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τῆς ἀοράτου ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ὡσάν αὐτά πού ἐνδεικτικῶς ἀπαριθμοῦνται διαρκῶς) ἐκπειράζουν τό ἰσοπεδωτικό ἠλεκτρονικό λογισμικό τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ―ἀκόμη κι ἄν βιώνει ψυχολογικά ἀδιέξοδα ἀπό τόσες εἰδωλοποιήσεις― ἐθίζεται στή δοκιμασία τῆς πίστης μέ τά φθηνά μέσα τοῦ ἠλεκτρονισμοῦ, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, τοῦ πειραματισμοῦ, τοῦ αὐτάρεσκου προοδευτισμοῦ.
“Φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν”
Σ᾽ αὐτόν τό σύγχρονο ἄνθρωπο ἑνός τόσο μετέωρου κόσμου δέν παύει ἡ Ἐκκλησία νά προσφέρει τή λειτουργική της ζωή ὡς “φάρμακον ἀθανασίας καί ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν”. Μεταφρασμένα στή γλώσσα του, στό ἀντιληπτικό του ἐπίπεδο, στήν ψυχική του δεκτικότητα, μέ μιά θυσιαστική διαρκή φροντίδα, κατά μίμησιν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἔχω ὑπόψη μου (ὅπως καί τόσα διαδικτυακά δημοσιεύματα αὐτοῦ τοῦ διμήνου) περιστατικά ἀνθρώπων ἐπιθανατίων ἰατρικά, πού ὅμως ἐπέζησαν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ τίς ἐκτενεῖς λειτουργικές προσφορές καί δεήσεις. Εἶναι αὐτό πού θά ἀποσαφήνιζε ὁ ἅγιος Παΐσιος: μέ τίς (προεγνωσμένες) προσευχές καί τίς ἀγρυπνίες μας μπορεῖ ὁ Κύριος νά “σμικρύνει Ἑαυτόν” καί νά προσδεχθεῖ τήν προσευχή μας γιά ἕναν κινδυνεύοντα, ὥστε νά ἐπιτρέψει νά ἐπιζήσει, σέ διαφορετική περίπτωση ἡ ἀσθένειά του ἀκολουθεῖ τή φυσική πορεία πρός τό θάνατο (βλ. τή βιβλική ἀφήγηση τῶν Πράξεων γιά τόν φυλακισμένο ἀπόστολο Πέτρο καί τήν προσευχόμενη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων μέ τήν θαυμαστή ἀποτελεσματικότητα).
Ὄχι ὅτι μᾶς προσφέρει ὁ Θεός διάρκεια ἐπιβιωματικῆς ἀθανασίας ἤ ἐπιλεκτική παράταση ἐπιβίωσης.
Ἄλλωστε εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό ὅτι σέ κάθε ἑτοιμοθάνατο πιστό προσφέρεται ὡς τελευταῖο ἐφόδιο ἡ θεία μετάληψη (μέ τήν ἀνάλογη προετοιμασία συνειδητότητας καί ἐξομολόγησης). Τόσοι ἅγιοι Ἱερεῖς, πού λειτουργοῦσαν καθημερινά (π.χ. ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης) ἤ πάντως λειτουργοῦσαν πολύ συχνά (π.χ. ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανάς) καί αὐτοί κοιμήθηκαν ἀποβιώσαντες καί ζοῦν αἰωνίως μέ τό Χριστό, στοργικοί ἱκέτες ὑπέρ ἡμῶν. ῾Ο βίος μας κάποια στιγμή, ὁρισμένη ἀπό τό Θεό γιά τόν καθένα μας, κλείνει μέ τή μεταβίωση, μέ τήν ἀναμέτρησή μας πρός τήν αἰωνιότητα τῆς ἀθανάτου ζωῆς πού εἶναι καί ὁ ὑπαρκτικός μας σκοπός. Ὅπως ὁ Κύριος μέ τήν ἀνθρωπινότητά Του ἀπέθανε σταυρικά καί ἐνταφιάστηκε καί ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε, αὐτός εἶναι καί ὁ δικός μας καί ὁ πανανθρώπινος δρόμος. Κατά τοῦτο ἡ βιολογική ζωή τοῦ καθενός μας εἶναι ἕνα μοναδικό καί πολυτιμότατο δῶρο, πού καλούμεθα νά τό μοιραστοῦμε μέ τό Θεό μας καί μέ τούς συναθρώπους μας ἐπακριβῶς ὡς δῶρο. Δέν
εἴμαστε ἰδιοκτῆτες τοῦ βίου μας καί τῆς βιολογικότητάς μας οὔτε τοῦ θανάτου καί τῆς μεταθανάτιας καταστάσεώς μας. Εἴμαστε διαχειριστές τοῦ βίου μας, εἴμαστε δωροφόροι τοῦ βίου μας, κάποια στιγμή θά γίνουμε καί μετανάστες τοῦ βίου μας, πρός τήν μεταβίωση ὁλοκάθαρα κατενώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν κάποιοι θέλουν νά μᾶς περιορίζουν σέ μιάν ἐπιβιωματικότητα μόνον καί ἐπιμένουν νά συρρικνώνουν τή ζωή καί τή ζωντάνια μας καταφρονώντας τή θέα τοῦ Θεοῦ, τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐκκλησιαστική μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ἐδῶ ἔχουμε μιά αὐθαίρετη ἐλαχιστοποίηση τῆς ὑπάρξεώς μας, ἔχουμε ἕναν αὐθαίρετο ἀκρωτηριασμό καί παραμηδενισμό τῆς ὑπαρκτικότητάς μας.
Ὁ Θεός δέν ἔχει συναισθηματική ἀγάπη κυμαινόμενων βαθμῶν, ὡσάν ἐμᾶς τά κτίσματά Του. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί προσφέρεται σέ ὅλους ὡς ἀγάπη. Ἡ θεία κοινωνία εἶναι “φάρμακον ἀθανασίας” μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἑνώνει μέ τό Χριστό, μᾶς χριστοποιεῖ, μᾶς παρέχει τό δῶρο τοῦ Ἀναστάντος ὅπως χαρακτηριστικά ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τό Μεγάλο Σάββατο «ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα». Αὐτό πού ὁ Κύριος ἔδωσε στήν ἀνθρώπινη φύση Του, σ᾽ αὐτό μετέχουμε κι ἐμεῖς, λαμβάνοντας τό δικαίωμα τῆς αἰώνιας ἀθανάτου ζωῆς μαζί Του, μέσα ἀπό τή θεία κοινωνία-ἕνωση μαζί Του. Αὐτό εἶναι τό “ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν”. Καί μέ πρώτιστο σκοπό μιά τέτοια διάρκεια σχέσης-ζωῆς, Τόν κοινωνοῦμε, ἐξαιτούμενοι καί τό “μικρότερο” μεγάλο δῶρό Του τήν ἐπιβιωματικότητά μας: «Ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης γενέσθω μοι τό σῶμά σου τό ἅγιον, εὔσπλαχνε Κύριε, καί τό τίμιον αἷμα, καί νόσων πολυτρόπων ἀλεξιτήριον» παρακαλοῦμε μέ τά τροπάρια τοῦ κανόνος πρό τῆς θείας μεταλήψεως, κάτι πού μᾶς ἀνάγει στό πρωτεῦον, στήν ἐκκλησιαστική μας ἄμεση σχέση μέ τό Δημιουργό καί Σωτήρα μας Θεό.
“Ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης”
Καί ἐδῶ ἀκριβῶς πρέπει νά προσέξουμε τή σημασία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αἰτήματος: “ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης”. Ἡ ὕπαρξή μας δέν ἐμβιώνει τεμαχισμένες μέ τήν κάθετη τομή τοῦ θανάτου μιά ζωή προθανάτια (βίος) καί μιά ζωή μεταθανάτια (αἰωνιότητα). Πρέπει νά ἐμβιώνουμε αὐτό τό θεοδώρητο δικαίωμα τῆς ἐγχριστωμένης ζωῆς πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος καί μποροῦμε νά ἐμβιώνουμε τήν ἐγχριστωμένη ζωή διά τοῦ βίου καί συνεχόμενα διά τῆς αἰωνιότητος. Αὐτήν τή δυνατότητα καί αὐτήν τήν ὑπαρκτική δεοντολογία ἐνσημαίνει τό προσευχητικό αἴτημα “ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης”. Ἡ αἰωνιότητα ξεκινάει ἀπό ἐδῶ, ἡ ἐσχατολογία ἔχει χριστολογική ἀφετηρία ἀπό τό ἐδῶ καί τώρα, καί ἡ αἰωνιότητα εἶναι ὁ αἰωνικός ἀντίκτυπος τῆς προβίωσης.
Ἐδῶ ὀφείλει νά ἀσκεῖται καί νά ἀθλεῖται ἡ ποιμαντ(ορ)ική μας δεξιότητα καί εὐφυΐα καί τό ὅποιο φυσικό τάλαντο καί ἡ ὅποια πνευματική μας χαρίτωση: στό πῶς θά ζοῦμε ἐμεῖς καί οἱ περί ἡμᾶς καί ὁ λαός μας αὐτό τό πίστευμα καί αὐτό τό αἴσθημα καί αὐτό τό ἄθλημα μιᾶς “φυσικότατης”
αἰωνιζούσης ζωῆς, πού ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός μας τήν κατέστησε φυσικότατη γιά ὅλους μας. Πάνω σ᾽ αὐτήν τή διαδρομή ἐντάσσονται καί τά θαυμάσια τῆς πίστεως καί τῆς λειτουργικῆς μεθέξεως. Πάνω σ᾽ αὐτήν τή διαδρομή ὁ βίος μέ τίς ὀμορφιές του καταξιώνονται μέ μιά φυσικότητα πού τήν δόμησε καί τήν ἀναδόμησε ὁ Θεός μας.
Ἔχουμε ἐπώνυμα θαύματα ἀνάνηψης ἀνθρώπων μέ τή θεία κοινωνία ἤ γιά τή θεία κοινωνία (βλ. διαδικτυακές πληροφορίες γιά τόν μακαριστό γέροντα Βενέδικτο Πετράκη τοῦ Ἀγρινίου). Ὅλα προσμαρτυροῦν τήν ἐνεργό παρουσία τῆς ζωοποιοῦ θείας Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔπλασε, πού μᾶς ἔσωσε, πού θέλησε καί μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη καί διακρατεῖ τά σύμπαντα, πού θέλει νά Τόν ζοῦμε καί νά χαιρόμαστε αἰώνια τή θεανθρωπότητά Του. Κι ἄν σήμερα καί αὔριο (μέχρι πότε ὁ Θεός θά τό ὁρίσει) διερχόμεθα μιάν ἀφόρητη δοκιμασία στή λατρευτική συμμετοχικότητα καί ἀμεσότητα, αὐτός ὁ πειρασμός καί οἱ ἐπιλογές ἀντιμετώπισής του ἐπιτρέπουν ἤ συστέλλουν “τά δικά μας βήματα”. Ὅμως οὔτε ἔπαυσε οὔτε παύει οὔτε θά παύσει φιλανθρώπως ὁ Κύριος νά ἀποτελεῖ τήν ὁδό γιά τούς δικούς μας ὑπαρκτικούς βηματισμούς. Ὁ ρεαλισμός τῆς ὅποιας ἐπιτυχίας καί τῶν ὅποιων ἀποτυχιῶν μας συνιστοῦν ἐπικαρπία τοῦ βίου μας, ἐπικαρπία τῆς ποιμαντικῆς μας, ἐπικαρπία τοῦ συγχρονισμοῦ μας μέ τήν ἱστορία. Ἀλλά ὄχι μόνο μέ τήν ἱστορία…
Τό “ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν” ἀναφέρεται στή σχέση ζωῆς καί αἰωνιότητας καί πνευματικῆς ἀφθαρσίας μέ τή Ζωή τοῦ κόσμου, μέ τό Δημιουργό καί Σωτήρα καί Ζωοδότη τοῦ κόσμου, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτός λοιπόν ἀκριβῶς ὁ πυρήνας καί ἡ οὐσία τοῦ λειτουργικοῦ γεγονότος πού ἀποτελεῖ θεοποιό ζωοποιό καί αἰωνιοποιό μυστήριο δέν τίθεται οὔτε σέ ἐργαστηριακές οὔτε σέ διανοητικές πιστοποιήσεις.
†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος