Στην ομώνυμη Μονή, στην περιοχή Σιγιόν του Ελμπασάν Αλβανίας, παραδόθηκαν, μετά από 54 ολόκληρα χρόνια, τη Δευτέρα 12 Απριλίου 2021, τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Βλαδίμηρου, τα οποία τιμούν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, και που φυλάσσονταν από το 1967 στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Τιράνων.
Μάλιστα η παράδοσή τους, που ήταν ένα χρόνιο αίτημα των Ορθοδόξων της Αλβανίας, έγινε παρουσία της υπουργού Πολιτισμού της Αλβανίας Έλβας Μαργαρίτι και υπογράφτηκε σχετική πράξη μεταξύ του Μητροπολίτη Ελμπασάν Αντωνίου και του Διευθυντή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου Τιράνων Ντοριάν Κότσι, όπου περιλαμβάνονται οι διμερείς υποχρεώσεις διατήρησής των λειψάνων.
Η υπουργός Πολιτισμού της Αλβανίας ανέφερε μεταξύ άλλων σε αναρτήσεις της σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι “ήταν αποτέλεσμα μακράς και δύσκολης διαδικασίας η εύρεση νομικών τρόπων, που μας επέτρεψαν να παραδώσουμε τα λείψανα σε αυτό το μοναστήρι, που φέρει το όνομα του αγίου, όπου αποκτούν την πραγματική τους αξία.
Σύμφωνα με μαρτυρίες το Μοναστήρι του Αγίου Βλαδιμήρου στο Ελμπασάν είναι ένα από από αυτά ιδρύσει ο ίδιος ως ηγεμόνας (η ηγεμονία του Αγ. Ιωάννη του Βλαδίμηρου ήταν εκείνη της Διοκλείας (Duκlia) και βρισκόταν στις ακτές της Αδριατικής, περιλάμβανε το σημερινό Μαυροβούνιο και το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας).
Στην κόγχη σώζονται αγιογραφίες.
Κάτω από το πάτωμα του ναού μαρτυρείται η ύπαρξη νεκροταφείου, η οποία επιβεβαιώνεται από μια θολωτή είσοδο βορειοανατολικά του ναού.
Ο χώρος του Ιερού Βήματος, διαχωρίζεται από το υπόλοιπο τμήμα του ναού με τέμπλο κτισμένο από τούβλα.
Το σκήνωμα του δολοφονημένου ηγεμόνα ενταφιάστηκε, κατά μία παράδοση, αρχικά στις Πρέσπες, μέσα στο ναό του αγίου Αχιλλείου, όπου δολοφονήθηκε.
Αργότερα η σύζυγός του Κοσάρα ανακόμισε τα λείψανό του (το οποίο βρέθηκε αδιάφθορο και ευωδιαστό) και το μετέφερε στη γενέτειρά του Κράινα (Krajina), κοντά στη λίμνη της Σκόδρας.
Μάλιστα όταν απεβίωσε, ενταφιάσθηκε κατά την επιθυμία της στα πόδια του μάρτυρα συζύγου της.
Το λείψανο μεταφέρθηκε στο Δυρράχιο το 1215, από τον Βυζαντινό Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α’.
Από εκεί το 1368 ο Αλβανός ηγεμόνας Κάρολος Θεωπίας το μετέφερε στο μοναστήρι του Αγίου (σύμφωνα με κάποιες αναφορές είναι ένα από αυτά, που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Βλαδίμηρος, ως ηγεμόνας), έξω από το Ελμπασάν.
Το μοναστήρι ανακαινίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, που με το φωτεινό έργο του αποδεικνύει ανόθευτα τα στοιχεία της ταυτότητας της Ορθοδοξίας μέσα στον συγχυσμένο κόσμο του σήμερα.
Τα λείψανα αυτά, όπως και του Αγίου Κοσμά, θεωρούνται από τους πολυτιμότερους θησαυρούς της Εκκλησίας της Αλβανίας.
Το γεγονός ότι τα τιμούν και Χριστιανοί και Μωαμεθανοί, επιβεβαιώνει τη συνετή στάση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου να στέκεται διαλεκτικά και όχι απομονωτικά, αντιλαμβανόμενος ότι το πλέον λειτουργικό και σημαντικό από την πλευρά μας ως Ορθοδόξων είναι να ανατρέχουμε στην πρόκληση της συνάντησης.
Οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας ξέρουν τη δύναμη, που κρύβουν τα λείψανα.
Άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε κοινωνικής τάξης, σιωπηλοί, προσευχόμενοι, τα ασπάζονται με τη βεβαιότητα της παρουσίας του αγίου. Άνθρωποι με ταπείνωση, με προσδοκία ελέους, με την επιθυμία ενός θαύματος.
Άνθρωποι με πίστη τόσο ριζωμένη, που δεν ξεριζώνεται με όση μανία και αν την παλεύουν οι αέρηδες. Άνθρωποι, που νιώθουν τον άγιο να τους τραβάει σε φωτεινές πορείες.
Και το μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Βλαδίμηρου και παλαιότερα, αλλά και στα νεότερα κυρίως χρόνια, μετά τη λαίλαπα του διωγμού της θρησκείας, αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία ότι ο Θεός δεν είναι ένα ον κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς οποιαδήποτε σχέση με οτιδήποτε.
Είναι ένας Θεός κοινωνία προσώπων, που μπορεί να στραφεί προς τα έξω, να έρθει κοντά στον κόσμο και να τον πλημμυρίσει με την αγάπη Του.
Και μέσα από αυτή την αγάπη, να μπορούμε τα θελήματα τα δικά μας να τα κάνουμε θελήματα του Θεού.