Του π. Ηλία Μάκου
Στις 4 Ιανουαρίου του 1974, πριν δηλαδή 48 χρόνια, ανακαλύφθηκε από μοναχούς, 160 χρόνια μετά το μαρτύριό του στο Αγρίνιο το 1814, μέσα σε κρύπτη στη Μονή Προυσού, δίπλα ακριβώς από τη θαυματουργή εικόνα της Προυσιώτισσας, το λείψανο του αγίου Ιωάννου του εκ Κονίτσης.
Από τότε η Εκκλησία εορτάζει την εύρεση του λειψάνου του.
Ευωδίαζε και εξακολουθεί να ευωδιάζει μέχρι τις ημέρες μας, θυμίζοντας το θρίαμβο τη πίστης μας. Θρίαμβος, που στηρίχθηκε στους αιματηρούς αγώνες της γνήσιας αλήθειας.
Είχε μεταφερθεί από το Αγρίνιο (Βραχώρι τότε), όπου μαρτύρησε ο Άγιος, με πρωτοβουλία του Καρπενησιώτη δάσκαλου Ιατρίδη και του ηγουμένου του Προυσού Κύριλλου Καστανοφύλλη, στη Μονή, όπου παρέμενε κρυμμένο ενάμιση και πλέον αιώνα.
Σε κεραμίδι, μέσα στην κρύπτη, όπου εντοπίστηκε το λείψανο, αναγραφόταν: «ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης, ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατὰ τὸ 1814 Σεπτεμβρίου κγ’».
Τέσσερα χρόνια μετά την εύρεσή του, η ιδιαίτερη πατρίδα του η Κόνιτσα, υποδέχθηκε την τίμα κάρα του νεομάρτυρα Ιωάννη (που αποκαλείται και “Τουρκόγιαννος”), την παραμονή της εορτής του, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1978.
Για τα διδάγματα από το βίο του είχαν μιλήσει με θερμό τρόπο ο αείμνηστος Μητροπολίτη Κονίτσης Σεβαστιανός και ο μακαριστός ηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους αρχιμανδρίτης Γρηγόριος.
Μάλιστα στον προσκυνηματικό ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην Κόνιτσα φυλάσσεται τμήμα των λειψάνων του Αγίου, ενώ παράπλευρα του ναού υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στο νεομάρτυρα.
Και στο νεομάρτυρα Ιωάννη, ακτινοβολεί με τρόπο αποκαλυπτικό η χάρη του Θεού. Ήταν Τούρκος Δερβίσης από την ηλικία των 20 ετών, μάλιστα ο πατέρας του ήταν Σέχης (αρχηγός των Δερβίσηδων).
Μετακόμισε από την Κόνιτσα στα Γιάννινα και αργότερα στο Αγρίνιο, όπου ξαφνικά, προφανώς είχαν προηγηθεί διεργασίες και ζυμώσεις και πάλη στην απλή καρδιά του, διακήρυξε, πετώντας από πάνω του την ενδυμασία του Δερβίση, την αποδοχή της θείας διδασκαλίας, παραδεχόμενος την μέχρι τότε άγνοιά του.
Το αποτέλεσμα της μεταστροφής του έφερε βασανιστήριο και τον αποκεφαλισμό του στις 24 Σεπτεμβρίου του 1814.
Το αιμόφυρτο λείψανό του, το κομμένο κεφάλι του και το υπόλοιπο σώμα του, ρίχτηκε σ’ ένα ρυάκι, για να το φάνε τα σκυλιά.
Οι πρόκριτοι του Αγρινίου, εξαγοράζοντας με χρήματα του Τούρκο τοπάρχη, πήραν το λείψανο και το έθαψαν σε τάφο που έφτιαξαν σε ιδιωτικό των Σουλιωτών Κουτσονικαίων στο Αγρίνιο.
Εκεί, πήγαιναν οι Αγρινιώτες και προσκυνούσαν το νεομάρτυρα και έπαιρναν θάρρος και ειρήνευε η ψυχή τους.
Η ευλάβεια προς αυτόν ήταν τόσο μεγάλη και τόσο έντονη, που άρχισαν οι Τούρκοι να θορυβούνται. Και είχαν ετοιμαστεί να κατασφάξουν τους Χριστιανούς και να ατιμάσουν τον τάφο.
Με σκοπό να διασωθούν και οι Χριστιανοί, να προστατευτεί και το λείψανο, έγινε η μεταφορά του στη Μονή Προυσού.
Τα λείψανά του κάνουν τους Χριστιανούς και στην εποχή μας να νιώσουμε τη ζεστασιά του Θεού.
Και να μας θυμίζουν ότι μπορεί να έχουμε αδυναμίες, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας αποκαρδιώνει και να μας απελπίζει, γιατί ο Χριστός αναστήθηκε για να μας λυτρώσει.
Και είναι πηγή ελπίδας και αυτοπεποίθησης, που έδειξε ο άγιος Ιωάννης με τη μεταστροφή του.
Μια μεταστροφή, που αφήνει να εννοήσουμε ότι οι ατέλειές μας δεν οφείλονται στο Φως του Χριστού, αλλά σ’ εμάς, που δεν ανοίγουμε τα μάτια μας διάπλατα για να το απολαύσουμε.
Σε μας, που μας τραβάει και μας παραπλανά το σκοτάδι του συμφέροντος, του εγωισμού, των παθών.
Σε μας, που κλείνουμε τα αυτιά μας στη φωνή και πρόσκληση του Χριστού.