Μήνυμα του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου για την Σαρακοστή
Πριν εισέλθουμε στο στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας στρέφει το μυαλό μας πρωταρχικά, όχι προς τον Θεό, αλλά μας το γυρίζει προς τους αδελφούς μας.
Σαν να μας λέγει ο Θεός ότι αυτό που σας χρειάζεται, πριν γυρίσετε τη σκέψη και προσανατολίσετε ολόκληρο τον εαυτό σας προς Εμένα, είναι να με αντικρύσετε στα πρόσωπα των αδελφών σας δημιουργώντας προϋποθέσεις πνευματικής συνυπάρξεως μεταξύ σας.
Η τελευταία μας πράξη, πριν να μπούμε στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή κατά το προσκλητήριο της Εκκλησίας, είναι μια πράξη συμφιλιώσεως.
Γι αὐτὸν τον λόγο και το πρωΐ διαβάζουμε στους ναούς ένα ανάγνωσμα που αναφέρεται στη συγχώρηση, αλλά και το απόγευμα, τελούμε τον Εσπερινό της Συγχωρήσεως, προκειμένου να ασκήσουμε την πρακτική της.
Κατά την παράδοση, οι χριστιανοί στο τέλος του εσπερινού αντήλλασσαν τον ασπασμό της αγάπης και της συγχωρήσεως.
Περνούσε ένας-ένας, ασπαζόταν το χέρι του ιερέως και όλοι αντήλλασσαν την ευχή για Καλή Τεσσαρακοστή• στην ουσία όμως προσπαθούσαν μαζί να ζήσουν αυτήν την κοινωνία της αγάπης και να συγχωρηθούν.
Είναι δυστυχώς μεγάλη αλήθεια ότι συνήθως εντελώς δευτερεύοντα θέματα δημιουργούν πολύ βαθειά ρήγματα στις σχέσεις μας και πραγματικά μας χωρίζουν.
Πολλές φορές, όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση και μας ζητάει ο πνευματικός λίγο να συμφιλιωθούμε μεταξύ μας, να ζητήσουμε συγχώρηση ο ένας από τον άλλον, μας είναι πολύ δύσκολο.
Έχουμε τόσες δικαιολογίες να προφασιστούμε, τόσους λόγους να επικαλεστούμε, τόσα επιχειρήματα να παραθέσουμε, προκειμένου να μην συχγωρηθούμε μεταξύ μας.
Και ενώ είναι τόσο εύκολο να παροτρύνουμε τους άλλους προς αυτήν την κατεύθυνση, για τις δικές μας σχέσεις είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Μέσα από τα σοφά κείμενα αλλά και τη ζωή της Εκκλησίας μας μπορούμε να δούμε τι ακριβώς είναι αυτή η συγχώρηση και ποιό το μέγεθος, το βάθος και η σημασία της.
Η πρώτη έννοια της μεγαλης αρετής της συγχωρήσεως είναι η συμφιλίωση. Δεν μπορεί να μην χαιρετιόμαστε όταν συναντιόμαστε. Δεν μπορεί να σκεπτόμαστε τον άλλον και να ανακατεύεται το είναι μας.
Δεν μπορεί να μας δημιουργεί αναστάτωση και μόνον η σκέψη η πολύ περισσότερο η συνάντηση και η σχέση με έναν από τους συνανθρώπους μας.
Αυτή η καταστροφή της εσωτερικής ειρήνης, η οποία ακολουθεί τη δυσκολία μας να συγχωρηθούμε είναι πολύ φυσικό να απαγορεύει την είσοδο του Θεού μέσα στην καρδιά μας.
Έρχεται λοιπόν η Εκκλησία και μας λέγει κάντε αυτό το βήμα. Δεν έχετε τίποτα να χωρήσετε. Μικροί άνθρωποι είστε με αδυναμίες όλοι• φυσικές η επίκτητες.
Έχετε πτυχές της προσωπικότητός σας τέτοιες που να μην ταιριάζετε και αυτό δεν είναι αρνητικό.
Ίσως είναι πολύ θετικό το ότι δεν ταιριάζουμε και ότι δεν μπορούμε εύκολα να τα βρίσκουμε, γιατί αυτό διεγείρει όλους τους μηχανισμούς της ανοχής μέσα μας.
Αν ήμασταν συμπαθείς ο ένας στον άλλο και απόλυτα ταιριαστοί, δεν θα υπήρχε καμμιά δυνατότητα πνευματικής εργασίας, θα ήμασταν ίδιοι, σαν φωτοαντίγραφο ο ένας του άλλου.
Όμως είμαστε διαφορετικοί και πρέπει να δουλέψουμε για τη σχέση μας και είναι ανάγκη να εργαστούμε για τη μεταξύ μας κοινωνία.
Το πρώτο, λοιπόν, πράγμα είναι αυτή η συμφιλίωση. Και τι ωραίο που είναι να ζούμε μαζί ειρηνικά, αγαπημένοι.
Λέγει στο Βιβλίο των Ψαλμών: «Ιδού δει τι καλόν η τι τερπνόν αλλ ἢ το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. 132, 1). Τι πιό ωραίο αλλά και τι πιο ευχάριστο να ζουν οι αδελφοί ενωμένοι στον ίδιο χώρο, με το ίδιο πνεύμα, με το ίδιο φρόνημα. Αυτό θα πει «επί το αυτό».
Να θέλουμε το μαζί. Όχι να είναι κάτι το οποίο να το αποφεύγουμε. Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη έννοια• η αρμονική, η ειρηνική συμφιλίωση και συνύπαρξη.
Η δεύτερη είναι η αμοιβαία κατανόηση. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε τον άλλον, ποτέ να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, αν δεν μπορέσουμε να περιχωρήσουμε στον αδελφό μας.
Να τον συγχωρήσουμε, να βγούμε από τον δικό μας χώρο και να κάνουμε χώρο, για να μπει • να δούμε τι θα θέλαμε από τον αυτόν και πως θα θέλαμε εκείνος να φέρεται απέναντί μας.
Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Λέγει ο Κύριος «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. στ, 31).
Όπως θέλετε οι άλλοι να σας συμπεριφέρονται, με τον αντίστοιχο τρόπο κι εσείς να συμπεριφέρεστε στους άλλους.
Αν ανοίξει η καρδιά μας και κάνουμε χώρο να μπουν οι άλλοι μέσα της, τότε θα μπορέσουμε κι εμείς να καταλάβουμε τη σκέψη τους, να κατανοήσουμε το πως και αυτοί μας βλέπουν.
Και συνήθως η εικόνα που έχει ο άλλος για μας είναι η ορθή εικόνα• όχι η δική μας για τον εαυτό μας. Μια οδός λοιπόν αυτογνωσίας ξανοίγεται μέσα από την πρακτική της συγχωρήσεως και γι αὐτό μας την προτείνει η Εκκλησία.
Υπάρχει όμως και κάτι ανώτερο, κάτι πιο δυνατό• η έννοια τής κοινωνίας και του μοιράσματος. Όχι το να δώσω εγώ κάτι στον άλλον, αλλά να μπορώ και να δεχθώ από τον άλλο την αγάπη του, τα αισθήματά του αλλά και τα ελαττώματά του και τις δυσκολίες του.
Αυτό ονομάζεται κοινωνία και βρίσκεται στη λέξη, «αλλήλων» η «αλλήλους» η οποία γεμίζει τα κείμενα της Αγίας Γραφής και σημαίνει ο ένας για τον άλλον. Λέγει ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή «ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη» (Εφ. δ, 2). Το πρώτο βήμα της κοινωνίας είναι η ανοχή των ελαττωμάτων του άλλου εν αγάπη.
Το δεύτερο βήμα το διαβάζουμε στην προς Γαλάτας επιστολή: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. στ, 2).
Να σηκώνει ο ένας το βάρος του άλλου• τον πόνο του, τη δυσκολία του, την τραχύτητα του χαρακτήρος του, τα ιδιώματα του τύπου του, τη δυσκολία των περιστάσεών του.
Δεν υπάρχει δικό μου ούτε δικό σου, υπάρχει δικό μας μέσα στην Εκκλησία. Δεν υπάρχει καλύτερο στο μόνος μου, υπάρχει καλύτερο και αγιότερο μόνο στο μαζί. Η σωτηρία μας είναι κάτι που δεν μπορούμε παρά να το μοιραζόμαστε μαζί.
Ας προχωρήσουμε και σε ένα τρίτο. «Αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών» (Φιλ. β, 3). Αυτό είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο βήμα• να θεωρούμε ότι οι άλλοι είναι ανώτεροι από μας.
Το πρώτο λοιπόν είναι να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλο, το δεύτερο να βαστάζουμε ο ένας τα βάρη του άλλου, και το τρίτο είναι να θεωρούμε τους άλλους ότι είναι ανώτεροι από μας.
Και ένα τέταρτο• είμαστε «αλλήλων μέλη», ο ένας κομμάτι του άλλου. Όχι συγγενείς, όχι φίλοι, αλλά ο άλλος είναι ο καλός εαυτός μας, το αγαπημένο μας κομμάτι.
Δεν είναι ο ξένος, αυτός ο οποίος, αν και βρίσκεται δίπλα μας, είναι εντελώς αδιάφορος σε μας. Τι ωραίο πράγμα να νοιώθουμε έτσι μεταξύ μας ενωμένοι!
Σαν ένα σώμα που οι κραδασμοί του ενός περνούν στον άλλον. Αλλά και τα δώρα και η ευλογία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του ενός μοιράζεται και στους υπόλοιπους.
Και ο,τι δίνει ο Θεός στον έναν, στην ουσία το δίνει σ ὅλους μας. Τότε μπορεί κάποιος να λείπει από την εκκλησία για συγκεκριμένο λόγο, αλλά να ωφελείται πνευματικά γιατί στερείται περισσότερο από εμάς που είμαστε παρόντες και απολαμβάνουμε. Και αυτό μας βάζει όλους στην ίδια αλήθεια• την αλήθεια της μοιρασιάς της ζωής, την αλήθεια της μοιρασιάς των δώρων της χάριτος του Θεού.
Και ένα ακόμη βήμα. Δεν είμαστε μόνο αλλήλων μέλη, αλλά ο καθένας μας είναι και μέλος του Θεού. Και εμείς οι ίδιοι και οι συνάνθρωποί μας.
Ο κάθε ένας είναι ένα κομμάτι του Χριστού. Είναι ο ορατός Θεός εκείνης της στιγμής. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να αντικρύσουμε τον Θεό.
Το κριτήριο της σωτηρίας μας είναι η αγάπη, η πρακτική αγάπη. «Επείνασα και εδωκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατε με. Ξένος ήμην και συνηγάγετε με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ήλθετε προς με. Εφ ὅσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κγ, 35-36, 40).
Στο πρόσωπο του πεινασμένου, του διψασμένου, του γυμνού, του ασθενούς, του φυλακισμένου, δηλαδή του αμαρτωλού, είμαι εγώ ο Θεός.
Όποιος θέλει να με δει, δεν θα με ψάξει μέσα στις εκκλησίες μόνο, ούτε στις εικόνες, ούτε στους αγίους όπως τους φαντάζεται αλλά στο πρόσωπο αυτού που πάσχει, αυτού που αδικείται ακόμη και στο πρόσωπο του αμαρτωλού που του είναι αντιπαθής. Ο καλός πλησίον μας, ο συμπαθής και αγαπητός, είναι ο καλός αδελφός μας.
Ο αμαρτωλός πλησίον μας, αυτός ο οποίος μας δυσκολεύει, είναι ο αγαπημένος αδελφός του Χριστού. Πως μπορούμε τον αδελφό του Χριστού να μην τον αγαπήσουμε; Αυτό μας λέγει το Ευαγγέλιο.
Αυτό επαναλαμβάνει η Εκκλησία. Γι αὐτό μας προτρέπει σ αὐτό το πνεύμα της συγχωρήσεως και της αμοιβαίας περιχωρήσεως μεταξύ μας.
Έτσι καλλιεργείται η αγάπη• μια αγάπη που είναι πάνω από τις προφητείες, πάνω από τις γνώσεις, πάνω από το μαρτύριο, πάνω από τις πράξεις• μια αγάπη η οποία πιστοποιείται πρωτίστως με τη συγχώρεση, με την αμοιβαία κοινωνία, μ αὐτὴ τη διάθεση να ανοίξουμε τον χώρο της καρδιάς μας, για να μπει ο αδελφός μας μέσα μας.
Αυτή η αγάπη είναι που «μακροθυμεί», αυτή είναι που «ου περπερεύεται», που «ου φυσιούται», που «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει» και «ουδέποτε εκπίπτει» (Α Κορ. ιγ, 4-7).
Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία τέτοια μέρα ανεβάζει το εσωτερικό δυναμικό μας, για να μας κάνει πραγματικά να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας και να μπούμε μέσα από την οδό της αγάπης και της συγχωρήσεως στον χώρο του Θεού.
Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει και εμείς να φιλοτιμηθούμε και να βάλουμε κάτω τον εγωϊσμό μας, την αναποδιά μας, τα πείσματά μας, για να μπορέσουμε να ανοίξουμε τελικά την πόρτα της ψυχής μας προς τον χώρο του Θεού.
Έτσι, θα καταλάβουμε και την αγάπη του Θεού προς εμάς. Διότι εάν δεν καταλάβουμε την μεταξύ μας αγάπη, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την πηγή της σωτηρίας μας που είναι η βίωση της δικής Του αγάπης.
Ο Θεός θα μας είναι απόμακρος, θα μας είναι ένας τιμωρός, σκληρός και ακατάληπτος, ανύπαρκτος Θεός. Δεν υπάρχει τέτοιος Θεός.
Ο Θεός της αγάπης θα μας μείνει για πάντοτε άγνωστος και φυσικά το γεγονός της Αναστάσεως και η χαρά της θα είναι κάτι εντελώς ξένο προς τα βιώματα της ψυχής μας. Ο Θεός όμως μόνον με αυτόν τον τρόπο προσεγγίζεται.
Όποιος θέλει να ζήσει και να δει πραγματικά το πρόσωπο του Θεού, πρέπει να δει την εικόνα Του που είναι ο αδελφός μας.
Για να μπορέσουμε να πούμε «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι», είναι απαραίτητο προηγουμένως να Τον έχουμε δει στο πρόσωπο του κάθε αδελφού μας, ακόμη και αυτού που μας ενοχλεί.
Με αυτό λοιπόν το πνεύμα ας αρχίσουμε με ενθουσιασμό την πορεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συμφιλιωμένοι, αγαπημένοι, παίρνοντας τα βάρη ο ένας του άλλου, δίνοντας και τα δικά μας στους αδελφούς μας, και έτσι ανάλαφροι να ανεβούμε την ανηφόρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και να φέρουμε επιτυχώς εις πέρας τον αγώνα της νηστείας, τον αγώνα της ασκήσεως, τον αγώνα της προσευχής, τον αγώνα της ελεημοσύνης.
Και ύστερα από πενήντα μέρες να γιορτάσουμε, όχι μόνον στους ναούς, αλλά ιδιαίτερα στον χώρο της καρδιάς μας, έκεί που θα έχουμε βιώσει τη συγχώρηση και τη μετάνοια, και την ανέσπερη χαρά της Αναστάσεως. Αμήν.