Του π. Ηλία Μάκου
Μια αξιόλογη πρωτοβουλία πήρε το Εννιάχρονο Σχολείο “Πνοή Αγάπης” της Μητρόπολης Αργυροκάστρου.
Με τη συμμετοχή Μαθητών και Εκπαιδευτικών γυρίστηκε, στην ιστορική Ιερά Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου στη Δούβιανη, μια ταινία μικρού μήκους με τον τίτλο: “Τα πέτρινα γράμματα”, η οποία παίρνει μέρος και στο διαγωνισμό της Μητρόπολης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης.
Το σενάριό της αναφέρεται στο κρυφό σχολειό, όπου τα παιδιά, κατά τα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μάθαιναν γράμματα από τους παπάδες και τους καλόγερους σε ναούς και μοναστήρια, κάτω από το φως των κεριών.
Και ξαναζωντανεύουν μνήμες, όπου μέσα στης σκλαβιάς τα δεσμά, η Εκκλησία φρόντιζε, γαλουχώντας τις νέες γενιές, με το σπαθί του πνεύματος να συντρίψει τις αλυσίδες της τυραννίας.
Οι φλογεροί Δάσκαλοι, οι παπάδες και οι καλόγεροι του κρυφού σχολειού, δυνάμωναν τα σκλαβόπουλα με της Πίστης τα ζωογόνα νάματα και της Πατρίδας την αγάπη.
Μερικοί αμφισβητούν την ιστορική υπόσταση των κρυφών σχολειών, με την αιτιολογία ότι η παιδεία δεν απαγορεύτηκε στην Τουρκοκρατία, γι’ αυτό άλλωστε υπήρχαν οι τόσες ονομαστές Σχολές του Γένους.
Αλλά τα αμφισβητούν και για ένα ακόμα λόγο, από την «έλλειψη» ιστορικών ντοκουμέντων σχετικά με τα κρυφά σχολειά.
Πολύ εύγλωττο, είναι αυτό, που γράφει ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux, ο οποίος περιηγήθηκε την Ήπειρο το 1913, ακριβώς μόλις τα εδάφη αυτά είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό.
Συνομιλώντας με κατοίκους, οι οποίοι τότε για πρώτη φορά απηλλάγησαν από τον τουρκικό ζυγό, μαθαίνει έκπληκτος και τα εξής : «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή. Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;».
«Τα Κρυφά Σχολειά συνεχίζονται εκεί που οι τοπικοί πασάδες και μπέηδες μάχονται τους καλόγερους και τα γράμματα», λέει ο Αλ. Ελλάδιος το 1714.
«Το κρυφό σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε, παρά τις καταδιώξεις, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξει», σημειώνει ο κριτικός – ακαδημαϊκός – ιστορικός Δ. Κόκκινος.
Ο Μ. Πηγάς (1535-1602), λόγιος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, έκανε έκκληση στον τσάρο της Ρωσίας να φτιάξει σπουδαστήριο ελληνικών γραμμάτων στο βασίλειό του, γιατί στην Ελλάδα κινδυνεύει ν’ αφανιστεί η πηγή της σοφίας. (Ιστορία Ελλην. Έθνους).
Εδώ φαίνεται καθαρά ο διωγμός που πέρασαν τα ελληνικά γράμματα κυρίως, τον 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και δημιουργήθηκαν αναγκαστικά τα κρυφά σχολειά, που λειτουργούσαν κατά περιόδους κυρίως στις περιοχές των αρματολών και κλεφτών και μάθαιναν τα «κλεφτόπουλα» γράμματα.
Εκτός των άλλων, λοιπόν, και στους παπάδες και στους καλόγερους χρωστάμε το μεγάλο, το ανυπολόγιστο χρέος:το φόρο της ευγνωμοσύνης, το φόρο της τιμής, και προπαντός, την ανταπόκριση.