Του π. Ηλία Μάκου
Σαράντα ένα και πλέον χρόνια από την κοίμησή του, ο ταπεινός και ελεήμονας ιερομονάχος π. Βησσαρίωνα της Μονής Αγάθωνος στη Φθιώτιδα, ανακηρύχθηκε άγιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι πρώτος μίλησε, το 2006, για την αγιότητά του ο αείμνηστος Μητροπολίτης Φθιώτιδας Νικόλαος.
Είχε σημειώσει χαρακτηριστικά: “Ο αφανής ιερομόναχος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος κατέστη παγκοσμίως γνωστός, παρ’ ότι δεν διέθετε επικοινωνιολόγους, για να τον προβάλλουν, ούτε οργανωμένη ομάδα θαυμαστών. Το αντίθετο μάλιστα. Βρέθηκε στο κέντρο κυκλώνος αμφισβητιών και υβριστών, οι οποίοι ενέπαιζαν και καθύβριζαν το πρόσωπό του και το “ουράνιο σημείο” του αφθάρτου σκηνώματός του. Η μυστική, όμως, δύναμη της Θείας Χάριτος, που εξέπεμπε η μορφή του, υπερίσχυσε του σκότους και των οργάνων της ασέβειας, η δε αύρα του Αγίου Πνεύματος, μετά τον κλύδωνα, έφερε την ειρήνη’.
Τη θέση του κυρού Νικολάου υιοθέτησε και η Ιερά Σύνοδος της εποχής εκείνης, υπό την προεδρία του μακαριστού Αρχιεπικόπου Χριστοδούλου. Και στη συνέχεια φυσικά και ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος Συμεών ο οποίος κίνησε τις διαδικασίες με ταχύτητα για την Αγιοκατάταξη του νέου Αγίου της Ορθοδοξίας από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Οι ” Times” στις 14-3-2006, έκαναν αναφορά στο γεγονός ότι το σώμα του είχε βρεθεί αναλλοίωτο 15 χρόνια μετά την ταφή του.
Στις 3-3-2006 έγινε η εκταφή του οσίου Βησσαρίωνος, ο οποίος είχε κοιμηθεί στις 22-1-1996.
Στις 8-3-2006 τέσσερις τοπικοί ιατροί (Δημήτριος Οικονόμου-παθολόγος, Γεώργιος Νερολής-παθολόγος, Αθανάσιος Αργυρίου-δερματολόγος και Ιωάννης Εμμανουηλίδης-δερματολόγος, κατόπιν προσκλήσεως του τότε Μητροπολίτου Νικολάου, εξέτασαν το ολόσωμο σκήνωμα και απεφάνθησαν ότι ήταν σε καλή κατάσταση, διατηρουμένων των χαρακτηριστικών του προσώπου, με μικρές αλλοιώσεις, ο τράχηλος εμφανιζόταν με ακέραιο δέρμα, τα χέρια αφυδατωμένα και με άριστη εικόνα, τα κάτω άκρα ακέραια, καλυπτόμενα από δέρμα με ορατούς τέντονες.
Ακολούθησε ιατροδικαστική έκθεση του Π. Γιαμαρέλλου, ο οποίος γνωμάτευσε συμπερασματικά: “Ερευνήσας μόνον μακροσκοπικώς το σκήνωμα του μακαριστού π. Βησσαρίωνος, διεπίστωσα παράδοξον και μοναδικόν φαινόμενον κατά την την διάρκειαν της υπερπεντηκονταετούς σχεδόν ιατροδικαστικής υπηρεσίας και καριέρας, δηλαδή διατηρήσεως ανθρωπίνου σώματος (σκηνώματος), ενδυμάτων (ιερών αμφίων), υποδημάτων, ως και φερέτρου, επί μίαν ολόκληρον δεκαπενταετίαν, σχεδόν ανεπάφων, από την ακατανίκητον φθοράν του χρόνου. Πρόκειται περί δυσεξηγήτου φαινομένου, το οποίον μόνον ο επερχόμενος χρόνος θα διερμηνεύσει οπωσδήποτε αλαθήτως”.
Ο τότε ηγούμενος της Μονής αλησμόνητος π. Δαμασκηνός περιγράφει τη στιγμή της ανακομιδής ως εξής:
“Μόλις αφαιρέθηκαν τα πρώτα τούβλα, είδαμε, προς μεγάλιν έκπληξίν μας, το φέρετρο του Γεροντος άθικτον. Όταν το ανασύραμε από τον τάφον,, ο π. Γερμανός, ο σύμβουλος της μονής, άνοιξε ολίγον το φέρετρο και τότε αισθανθήκαμε όλοι μας μίαν ελαφράν ευωδίαν, η οποία επλήρωσεν όλον τον χώρον.
…Μόλις εσηκώσαμε το σκέπασμα του φερέτρου και ανασύραμε το σάβανον και τον αέρα, που εσκέπαζεν, τον κοιμηθέντα, ευρέθημεν προ παραδόξου και λίαν θαυμαστού φαινομένου! Το σώμα του σεπτού Γέροντος ευρίσκετο όλον εν αφθαρσία! “.
Η γήινη βιωτή του, κατά την οποία, ενώ δεν το ήθελε, έγινε γνωστός εντός και εκτός Ελλάδας, αφήνει μια έντονη προμετωπίδα, μια μεγάλη ως προς τη σημασία της επιγραφή: «Ει θέλεις εισελθείν εις την ζωήν την αιώνιον, τήρησον τας εντολάς». Αυτό έπραξε ο αλησμόνητος γέροντας Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης και πέρασε, αν και κάποιοι άδικα, όπως αποδείχθηκε, τον αμφισβήτησαν, με καρτερία, αγάπη απλότητα και συμμορφούμενος προς τις εντολές του Θεού τη γέφυρα του κοσμικού χρόνου και έφτασε με ασφάλεια στον προορισμό του. Εξετάζοντας το βίο του βλέπει κανείς καθαρά ότι ακολούθησε την ορθή γραμμή, με οδηγό το λόγο του Θεού, κοιτάζοντας μόνο Εκείνον, ο Οποίος είναι ο μοναδικός δρόμος, που μπορεί κανείς να φτάσει στον Ουρανό. Που είναι η απόλυτη αλήθεια, η απαλλαγμένη από το ψεύδος. Γι’ αυτό αξιώθηκε θαυμαστών γεγονότων. Κάποια από αυτά περιγράφονται στο πολύ διδακτικό και από καρδιάς γραμμένο, βιωματικά, βιβλίο «Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης, ο Ελεήμων Πνευματικός», του μακαριστού Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγάθωνος Δαμασκηνού Ζαχαράκη.
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς. Για το σώμα του γέροντα, που κατά την εκταφή, 15 χρόνια, το 2006, μετά την κοίμησή του, βρέθηκε ολόκληρο, άφθαρτο και ευωδιάζον, ενώ στα χέρια του κρατούσε σφιχτά το Ευαγγέλιο. Για τις θεραπείες ψυχικών και σωματικών ασθενειών, για τις αναφορές πιστών ότι το στήθος του γέροντα κινείται πάνω κάτω, σαν αυτός να ανασαίνει, για τις τεκνοποιήσεις άτεκνων ζευγαριών, για τις εμφανίσεις του σε άτομα και για πολλά άλλα. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό ενός νεαρού ζευγαριού, του Γιάννη και της Κωνσταντίνας, που προσκύνησαν το σκήνωμα του γέροντα Βησσαρίωνα και δεήθηκαν με δάκρυα στα μάτια να αποκτήσουν ένα παιδάκι. Και ήρθε το παιδάκι, 22 Ιανουαρίου, ημέρα κοίμησης του π. Βησσαρίωνα. Ο αείμνηστος ηγούμενος της μονής του οσίου Δαβίδ στις Ροβιές Εύβοιας Κύριλλος, διηγούνταν ότι: «Όταν βρέθηκα μπροστά στο σκήνωμα του γέροντα Βησσαρίωνα και επειδή ήμουν κοντός και δεν έφτανα να φιλήσω το χέρι του, τον παρεκάλεσα για να μου το δώσει. Κα, ω του θαύματος. Ο όσιος σήκωσε μέσα από το φέρετρο το χέρι του και το έφερε επάνω στο τζάμι της λάρνακας, για να το φτάσω και να το ασπαστώ». Ιερέας θέλησε να κάνει τρισάγιο στον τάφο του, αλλά δεν είχε καρβουνάκια. Είπε μέσα του: Πάτερ, συγχώρεσέ με, που θα σε διαβάσω χωρίς θυμίαμα. Όταν έψαλλε το «μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων», το μνήμα μοσχοβόλησε από μόνο του. Οι μαρτυρίες από πνευματικοπαίδια του είναι αποκαλυπτικές.Μερικές από αυτές:Ένα ζευγάρι επί δέκα χρόνια δεν είχε αποκτήσει παιδί. Πήγαν στο σκήνωμα του γέροντα Βησσαρίωνα, προσευχήθηκαν μπροστά του να εκπληρωθεί η επιθυμία τους και από δύο μήνες η γυναίκα έμεινε έγκυος.Κάθε Δευτέρα και τρίτη πήγαινε στα νοσοκομεία της Λαμίας, επισκεπτόμενος αρρώστους από κρεβάτι σε κρεβάτι. Βρέθηκε δίπλα σε βαριά άρρωστο, που ήταν στα τελευταία του. Τον εξομολόγησε και τον κοινώνησε. Μετά από λίγες ημέρες ο άνθρωπος αυτός έγινε τελείως καλά.Μια κυρία, σύζυγος αξιωματικού, λόγω του ανεξέλεγκτου σακχάρου έχασε το φως της. Λίγες ημέρες μετά την κοίμηση του π. Αγάθωνα προσκύνησε με θέρμη τον τάφο του, ώστε να γίνει καλά. Και αυτό συνέβη…Φοιτητής είχε ένα τελευταίο μάθημα για να πάρει το πτυχίο. Τις ημέρες πριν τις εξετάσεις δούλευε στο μοναστήρι στρώνοντας πλάκες και δεν πρόλαβε να διαβάσει. Επιπλέον δεν είχε και χρήματα για τα εισιτήρια. Όταν επρόκειτο να φύγει, για να δώσει το μάθημα, ήταν εκνευρισμένος. Τον πήρε στην αγκαλιά του, του έβαλε χρήματα στην τσέπη του και του είπε στοργικά: Να πας, παιδί μου, να γράψεις. Και ας μην είσαι διαβασμένος, δέκα θα πάρεις. Στις τέσσερις με πέντε ώρες, που ταξίδεψε με το λεωφορείο, πρόλαβε και διάβασε 50 σελίδες. Τα θέματα, που ο καθηγητές έβαλε ήταν από αυτές τις σελίδες. Και πήρε δέκα. Ίσως κάποιοι θεωρήσουν υπερβολικές τις αναφορές αυτές από πνευματικοπαίδια του π. Βησσαρίωνα ή μυθεύματα. Ό,τι και να πουν, ας ξέρουν ότι τα θαύματα ξεπερνούν τη λογική και ανήκουν στο χώρο του υπέρλογου, όπου εκεί όλα έχουν ως κριτήριο αξιολόγησης την πίστη. Το θαύμα είναι ενέργεια η οποία δεν στηρίζεται στις φυσικές δυνάμεις, αλλά έχει την αιτία της στο Θεό. Είναι χάρισμα, που προσφέρεται από το Θεό και δεν αποτελεί προσωπικό κατόρθωμα κανενός ανθρώπου. Και είναι σημάδια της παρουσίας του Θεού στον κόσμο και στη ζωή μας.Η χάρις του Θεού στη ζωή του αλησμόνητου π. Βησσαρίωνα μας παρακινεί να έχουμε πίστη, χαρά και ευγνώμονα διάθεση προς τον Θεό. Και δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις. Και όλες δίνουν ένα μήνυμα. Ο ιερομόναχος Βησσαρίων ανταμείφθηκε από το Θεό, γιατί αντιστάθηκε στις αμαρτωλές προκλήσεις του κόσμου, στους ποικιλόμορφους εκβιασμούς του και πειρασμούς του. Αντιστάθηκε με τη φωνή του, με το παράδειγμά του, με την πράξη του. Και άλλοτε με μια μεγαλόπρεπη σιωπή, που έλεγε περισσότερα από τα λόγια και ήταν τόσο δυνατή και βροντώδης. Δεν κατέθετε τα όπλα, δεν σταύρωνε παθητικά τα χέρια, ούτε απελπιζόταν. όταν κάποτε κουραζόταν, αλλά γονάτιζε, κοίταζε ψηλά και σε λίγο σηκωνόταν δυνατός, βαθιά ανακουφισμένος κι όλο ανέβαινε κι όλο ανέβαινε για να κατακτήσει την αρετή. Γέμιζε κάθε στιγμή της ζωής του με τα μεγάλα. Το θεωρούσε ντροπή, αναξιοπρέπεια, ήττα δεινή να σταθεί στα μικρά, που τον στένευαν και τον πίκραιναν Και αυτό, γιατί ήθελε να διατηρεί τον εαυτό της αγνό. Ενισχυόμενος από το Θεό προχωρούσε με ελπίδα. Θεωρούσε κάθε ημέρα ένα νέο άνοιγμα παραθύρου. Και καθώς το παράθυρο άνοιγε, κοιτούσε πέρα στο βάθος του ορίζοντα και άφηνε να διαγραφεί στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο αισιοδοξίας και συλλογιζόταν: Είναι ωραία να γεμίζει κανείς από Θεό. Έτσι βοηθώντας τον εαυτό του, παρακινούσε και τους άλλους στην ανοδική πορεία. Ζούσε σ΄ αυτό το σύντομο και μικρό κόσμο, προετοιμαζόμενος για τον κόσμο δίχως τέλος, την αιωνιότητα. Την ψυχή του τη σπουρούνιζε η λαχτάρα για τα ωραία και τα υψηλά.