Του π. Ηλία Μάκου
Τους αγωνιστές για την απελευθέρωση της Θεσπρωτίας από τους Οθωμανούς, όπως και όλους, που έδωσαν το αίμα τους για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, έχουμε χρέος να τους θυμόμαστε. Διαφορετικά η Πατρίδα κινδυνεύει από μας τους ίδιους. Μόνο μια έννοια κυριαρχούσε μέσα τους. Αυτή δέσποζε. Νους, ψυχή και καρδιά σ’ αυτή στρέφονταν. Ήταν η ιδέα της ελευθερίας.
Στο πανελλήνιο σίγουρα κάνει περισσότερη εντύπωση η απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 2013 και πιθανόν να θεωρείται ότι την ίδια μέρα απελευθερώθηκε αυτόματα και η υπόλοιπη Ήπειρος, μαζί και η Θεσπρωτία. Αυτό όμως δεν ισχύει.
Στις 23 Φεβρουαρίου απελευθερώνεται η Παραμυθιά. Και στις 26 Φεβρουαρίου 1913, ο ελληνικός στρατός έφτασε και στους Φιλιάτες.
Όσο για την Ηγουμενίτσα, που σήμερα είναι η πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας, τότε ήταν ένα μικρό χωριό, και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία ποια ακριβώς μέρα του Φεβρουαρίου του 1913 ελευθερώθηκε. Ούτε και στο Ηρώο της πόλης αναφέρεται κάτι σχετικό. Σημειώνεται στην ιστοριογραφία: “Μέχρι την απελευθέρωση της Θεσπρωτίας (1913), η Ηγουμενίτσα ήταν ένα μικρό χωριό, που στην απογραφή, η οποία έγινε εκείνη τη χρονιά, αριθμούσε 292 κατοίκους και έφερε το όνομα Γράβα. Υπήχθη στην Υποδιοίκηση “Φιλιατών και Γουμενίτσης” του νομού Ιωαννίνων”.
Με το σταυρό στην καρδιά και με το σπαθί και το καριοφύλλι στα χέρια ήρθε η λευτεριά. Και όλα μαζί, έμψυχα και άψυχα, αποτέλεσαν τα θεμέλια για να ελευθερωθεί ο τόπος με ρίζα τα πνεύματα των πολεμιστών, τα αίματα των ηρώων, τους χτύπους της καρδιάς των ανθρώπων, με κορυφή την ιδέα, την φωτεινή, την μεγάλη, την ασύλληπτη.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ
Τη νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου ο τουρκικός στρατός υποχωρεί από τη Σκάλα, την Παραμυθιά και τα σημεία του κάμπου, που κατείχε και διαφεύγει προς την Αλβανία.
Την επομένη 22‐2‐13, σύμφωνα με την ιστορική έρευνα του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Παναγιώτη Τσαμάτου, αντιπροσωπεία Παραμυθιωτών, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Παραμυθιάς, τον Δήμαρχο, μέλη του δημοτικού συμβουλίου και άλλους Μουσουλμάνους Προκρίτους, πηγαίνει στο Φανάρι να δηλώσει υποταγή στον συνταγματάρχη Ηπίτη, διοικητή ταξιαρχίας του ελληνικού στρατού.
Ο Ηπίτης, με τηλεγράφημά του, την ίδια μέρα, στον διάδοχο Κωνσταντίνο, σημειώνει: «Αξιωματικοί υπαξιωματικοί και στρατιώται συγχαίρουν δαφνοστεφή διάδοχον δι άλωσιν Ιωαννίνων, την Σήμερον 10 π.μ. αφίχθη ενταύθα Μητροπολίτης Παραμυθιάς μετά Δημάρχου δημοτικών συμβούλων και προκρίτων Οθωμανών δηλώσαντες υποταγήν. Αύριον πρωΐαν θα βαδίσω ίνα εισέλθω εις Παραμυθίαν. Διέταξα τα τα τμήματα Τρυπογιώργου, Τζούρα και Ταβουλαρίδου μετά υπολοχαγού Πάναρου ίνα βαδίσουν εις Σκάλαν Παραμυθίας οπόθεν θα αναμείνωσιν την άφιξίν μου εις Παραμυθιάν ίνα εισέλθωσιν εις την πόλιν.».
Στις 23‐2‐13 η Παραμυθιά υποδέχτηκε με κωδωνοκρουσίες, επευφημίες και ζητωγραυγές τον Ηπίτη, που μπαίνει από τη νότια είσοδο ελευθερωτής στη μικρή πολιτεία. Ταυτόχρονα, εισέρχονται από τη βόρεια είσοδο, από την πολύπαθη Σκάλα, τα τμήματα των αξιωματικών Τρυπογιώργου, Τζούρα και Ταβουλαρίδου και Πάναρου. Μαζί και τα ανταρτικά τμήματα. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, σε τηλεγράφημά του της 24‐2‐13 από τα Ιωάννινα προς το υπουργείο Στρατιωτικών, αναφέρει για την απελευθέρωση της Παραμυθιάς.
«Λαμβάνω την τιμήν να σας ανακοινώσω, ότι ο αντισυνταγματάρχης του πυροβολικού κ. Ηπίτης εισήλθε το Σάββατο την 1 μ.μ. εις την Παραμυθίαν μετά δύο ταγμάτων πεζικού, ενός λόχου και δύο ουλαμών πυροβολικού και ιππικού. Αι υπόλοιποι δυνάμεις θ’ αφιχθούν δια της Σκάλας της Παραμυθιάς. Αμέσως ετελέσθη δοξολογία. Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος ιερούργησε και εξεφώνησε συγκινητικόν λόγον. Ο ενθουσιασμός του λαού είναι μέγας. Ήρχισεν αμέσως η περισυλλογή των όπλων. Επίκειται η κατάληψις του Μαργαριτίου».
Την ίδια μέρα, λόχος της ταξιαρχίας Ηπίτη, με επικεφαλής τον Λευκάδιο Ανθυπολοχαγό Άγγελο Φέτση, μπαίνει στην Πάργα και παραλαμβάνει από τον τότε Τούρκο διοικητή Τζελιάμ Μουλιαζίμη τα κλειδιά της πύλης του κάστρου της Πάργας.
Οι Φιλιάτες απελευθερώθηκαν τρεις μέρες μετά.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΑΤΩΝ
Τα γεγονότα εκείνων των ημερών διέσωσε με ιστορικό σημείωμα, γραμμένο το 1915, ο Ξεχωρίτης Μηνάς Μπάλλος. Το σημείωμα αυτό το φύλαξε σαν κόρη οφθαλμού ο γιος του Χρήστος και το δημοσίευσε στην εφημερίδα “τα ΝΕΑ των Φιλιατών”.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται:
“…Μαζεύτηκαν στου Τζούμα 50 άντρες ένοπλοι και ανέβηκαν στο βουνό της Σίδερης να προϋπαντήσουν τον Ελληνικό στρατό.
Την επόμενη μέρα ξεκάμπισε κάτω από το Παλιωχώρι που πέρασε από ένα ξυλογέφυρο στον Καλαμά, το τάγμα με διοικητή το Γεώργιο Μαυρογιώργο.
…Εμείς εκεί πάνω αρχίσαμε τους πυροβολισμούς, το τάγμα προβληματίσθηκε και καθηλώθηκε καθ’ ότι αν εμείς εκεί πάνω θα ήμασταν Τούρκοι το τάγμα θα διακινδύνευε να μπει στη Σκάλα να βγει στη Σίδερη και για να μη διανύσει τα βουνά της Σίδερης να κατέβει στο Φιλιάτι προώθησε ένα λόχο να ανέβει πάνω για αναγνώριση.
…Οι μεγάλοι άντρες της ομάδας μας συνέλαβαν την κίνηση του τάγματος και στείλανε δυο αγγελιοφόρους προς συνάντηση με το λόχο να φύγει το δρόμο της Σκάλας να μην ταλαιπωρηθεί.
…Παρά τις υποσχέσεις των αγγελιοφόρων οι τσαούσηδες του λόχου δυσπιστούσαν και διέταξαν θέση μάχης. Μόλις τους αντικρίσαμε είδαμε δυο μέτρα άντρες ταλαιπωρημένους, με το μουστάκι μέχρι το αυτί όλοι τους, λερή φουστανέλα και γκέτες χακί.
…Εναγκαλισμοί και κλάματα.
…Ο λόχος διετάχθη καθήμενος ανά δυο πλάτη με πλάτη. Αμέσως ήχησε η σάλπιγγα «προχωρείτε προχωρείτε».
…Αφού έγινε η εδαφική αναγνώριση γύρω από το Φιλιάτι αλλά και το ποτάμι γεμάτο και ερμηνεύοντας το χάρτη εντοπίσθηκε στο Καλπάκι η πέτρινη γέφυρα (η υπάρχων και σήμερα). Επίσης και η άλλη γέφυρα στο Φιλιατιώτικο κάμπο (που ανατινάχθηκε το 1944).
Ο λοχαγός κάλεσε τρεις ομαδάρχες, τον πρώτο τον διέταξε να καταλάβει το βράχο στο Καλπάκι, το δεύτερο να μείνει επιτόπου και τον τρίτο να καταλάβει τον Προφήτη Ηλία Πλαισίου και μόλις γίνει η κατάληψη του υψώματος να μεταδώσει το ανάλογο σύνθημα.
Με τους ανάλογους πυροβολισμούς και το σύνθημα αυτό να αναμεταδοθεί μετερίζι σε μετερίζι, να φθάσει μέχρι το βράχο, στο Καλπάκι, προκειμένου να ενημερωθεί το τάγμα που θα ξεκαμπίσει για το Φιλιάτι. Επίσης διετάχθη κάθε κίνηση με τάξη μάχης και ακόμη να παρακολουθούνται και να μεταδίδονται έπ’ ακριβώς τα συνθήματα.
…Προηγήθηκαν δέκα μεσήλικες από την ομάδα μας για το ξυλογέφυρο στο ποτάμι Τζούμα, ακολουθώντας η διμοιρία για το Πλαίσιο και παραπίσω ο λόχος, που ο λοχαγός θα ρύθμιζε τα μετερίζια γύρω από το Φιλιάτι. Ένας Λοχίας με δέκα άντρες κατηφόρισε για την διακλάδωση της Σίδερης. Εμείς ακολουθήσαμε καθ’ οδόν στην κατηφόρα.
…Η ομάδα μας μου δώσανε εντολή να καλωσορίσω τον Ελληνικό στρατό. Η επιλογή έγινε επειδή ήξερα λίγα γράμματα. Φτάσαμε στη διακλάδωση. Πολλοί χριστιανοί και πολλοί τούρκοι γονατιστοί, με τα φέσια στη μασχάλη, τεμπενούσαν (προσκυνούσαν). Ξεκάμπισε το τάγμα.
…Σε λίγο υψωμένο το έδαφος ύψωσα τα χέρια και τη φωνή λέγοντας: «Μάννα Ελλάδα. Καλωσορίζουμε τα παλικάρια σου που από 400 χρόνια σκλαβιά ήρθαν να μας απελευθερώσουν σε έναν τόπο ποτισμένο με αίμα και δάκρια και τα αναστενάγματα ακούγονται στα φαράγγια».
…Αφού ενημερώθηκε ο λοχίας του τάγματος παρουσιάστηκαν δυο τούρκοι με έναν ντεσκερέ σε υψωμένο το χέρι που έγραφε προς τους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού: «Σας περιμέναμε στο Φιλιάτι με ανοιχτές τις αγκάλες. Στην πρώτη στροφή προς το Καλπάκι ακούστηκαν 3 όπλα από το βράχο συνθηματικά ότι ο εχθρός δεν προέβαλε αντίσταση. Ήχησε η σάλπιγγα προχωρείτε προχωρείτε…
…Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας χτυπούσε χαρμόσυνα ενώ μια άλλη σάλπιγγα ηχούσε στο δεσπόζων ύψωματης Γκόντριζας, συνθηματικά ότι ο στόχος κατελήφθη.
…Πέντε στρατιώτες ήρθαν στο διοικητή και ανέφεραν ότι ένας λόχος παρελαύνει μέσα στο Φιλιάτι.
…Ο δρόμος γεμάτος χριστιανούς κι τούρκοι γονατιστοί. Και ένας προηγείται με ένα ντεσκερέ στο χέρι.
…Αυτός ήταν ο Τάσος Σωτηρίου από το Φοινίκι, που προσφώνησε τους αξιωματικούς.
Τρεις μεσήλικες αξιωματικοί ιππείς σε γρίβα άλογα πέζεψαν και εναγκαλίστηκαν.
…Μπήκε η διοίκηση στην πάνω πλατεία που οι αγάδες στη σειρά με το κεφάλι σκυμμένο και τα φέσια στη μασχάλη καλωσόρισαν τους παρόντες αξιωματικούς.
…Ο Τάσος Σωτηρίου οδήγησε το επιτελείο του Τάγματος σ’ ένα κτίριο απέναντι αριστερά από το Πούσι το πλατύ, δίνοντας στον πιο ηλικιωμένο λοχία κοντάρι και στεφάνι δάφνης για την έπαρση της σημαίας.
…Τρεις Λοχίες ύψωσαν το σύμβολο της Ελλάδας, ύψωσαν και τη φωνή τρεις φορές: «Ζήτω η Ελλάδα».
…Τότε βούιξε το Φιλιάτι από τα ζητοκραυγάσματα”.
Αξίζει, επιλογικά, να σημειωθεί ότι η λαχτάρα των μαχητών να σπάσουν τα δεσμά της δουλείας, τους έκανε να ξεπερνούν τις αδυναμίες, να υπερβαίνουν τον εαυτό τους, να υψώνονται σε δυσθεώρητα ύψη και να γίνονται ήρωες.