Του π. Ηλία Μάκου
Η Μ. Τεσσαρακοστή, με την πανδημία να μην έχει “σβήσει” και τον πόλεμο να έχει “ανάψει”, είναι μια ευκαιρία να αξιολογήσουμε μ’ ένα καινούργιο τρόπο τα πράγματα της ζωής και τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς η πίστη, όταν είναι γνήσια δεν μετριέται με τα συμβατικά μέτρα της κοινωνίας, αλλά τα υπερβαίνει.
Και οδηγεί σ’ έναν άλλο κόσμο, που φιλοδοξεί να μεταβάλλει την κόλαση της εχθρότητας σε κοινωνία αδελφωμένων ανθρώπων.
Ο Χριστός μας καλεί να γίνουμε μακρόθυμοι και συγχωρητικοί, να είμαστε εγκρατείς σε όλα και όχι μόνο στην τροφή (αυτή την έννοια έχει η νηστεία), να θησαυρίσουμε όχι θησαυρούς γήινους, αλλά θησαυρούς καρδιάς, ώστε να ξεφύγουμε από τη φθορά και την αδυναμία μας να την ξεπεράσουμε.
Και αυτή η θέση έχει μεγάλη δύναμη, έστω και αν κάποιοι χαρακτηρίζουν τον Χριστιανισμό, θρησκεία για τους αδύνατους και τους υποχωρητικούς, γιατί αναπτύσσει τη μεγαλοψυχία και την κοινωνικότητα ανάμεσα στους ανθρώπους.
Αν μια κοινωνία βρίσκεται συνέχεια σε μια αλόγιστη και εγωιστική πορεία, μόνο καταστροφή και όλεθρος μπορεί να προέλθει.
Το βλέπουμε όλοι ότι οι σημαντικότερες αιτίες της σύγχρονης κακοδαιμονίας και καχεξίας είναι οι αχαλίνωτες επιθυμίες μας.
Και η σημερινή πολυεπίπεδη κρίση δεν είναι παρά το ξέσπασμα μιας ηθικής αρρώστιας, που ενέσκηψε μέσα στις ανθρώπινες ψυχές.
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ωμό και κατηγορηματικό δίλημμα, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να υπήρχε:
Χριστιανική αγάπη ή μηδενισμός; Η εκλογή είναι δεδομένη, ωστόσο δεν φαίνεται να κάνουμε το ορθό.
Η Μ. Τεσσαρακοστή είναι μια αφορμή να καταλάβουμε ότι όταν νέοι πόθοι πλημμυρίσουν τις καρδιές μας και νέο οξυγόνο φουσκώσει τους ψυχικούς μας πνεύμονες.