Του Νεκταρίου Δαπέργολα
ΔΡ Βυζαντινής Ιστορίας ΑΠΘ
Καὶ μὴ στήσῃς ὑμῖν τὴν ἁμαρτίαν ταύτην· τὸ ὄνειδος τῆς ἔσχατης βλασφημίας μας, ποὺ ἔρχεται ἐπιστέγασμα μιᾶς μακρόχρονης καὶ τόσο ὁδυνηρῆς κατηφόρας.
Σχεδόν κλειστή ἡ μεγάλη ἐκκλησία σου. Μονάχα πρόσβαση μὲ θλιβερά μέτρα ἀσφαλείας καὶ ἀνεκδιήγητους περιορισμούς, μέσα στὴ φασιστική παράκρουση τοῦ δυστοπικοῦ παράληρου.
Φίμωτρα, ἀπολυμαντές καὶ πρόστιμα παντοῦ. Ἐπιδεικτικἀ ἀποῦσες οἱ ἀρχές καὶ οἱ ἐξουσίες. Ψοφοδεεῖς οἱ λειτουργοί σου – ἄλλοι χαμένοι στὴν ἀπόνοια, ἄλλοι στὰ ψευτοάλλοθι ἑνός ξεδιάντροπου «κατ’ οἰκονομίαν», ἄλλοι στὸν φόβο καὶ στὴ θλιβερή ἀνημπόρια ἀκόμη καὶ τῆς πιὸ μικρῆς καὶ αὐτονόητης ὁμολογίας. Κι ὁλόγυρα χιλιάδες πρόσωπα, ποὺ πετώντας τὸ αὐτεξούσιόν μας στὴ χωματερή, ἐκουσίως καταντήσαμε ἀγόμενα τοῦ θύεσθαι κοπάδια. Τρόμος καὶ φόβος ἀνεκλάλητος πάνω ἀπό τὴν κατά φαντασίαν στοιχειωμένη πόλη. Πανικός κι ἀποδυσπέτηση.
Κι ἄς μᾶς ἔστειλες ἐσύ ξανά τὰ μῦρα τοῦ σεπτοῦ σου σκηνώματος – μήνυμα ἁπτό καὶ προαιώνιο πὼς ἀρνεῖσαι πεισματικά νὰ μᾶς ἐγκαταλείψεις. Μέγαν εὕρατο ἐν τοῖς κινδύνοις σε ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη. Μά ἐμεῖς οἱ τρισάθλιοι στην πραγματικότητα σοῦ γυρίσαμε τὴν πλάτη, Ἀθλοφόρε. Καὶ γιὰ τὶ ἀλήθεια; Γιά ἕνα πουκάμισο ἀδειανό. Γιά μιάν ἀπάτη.
Ὡστόσο τὸ ξέρουμε πὼς ἐσύ καὶ πάλι δὲν θὰ μᾶς ἀφήσεις. Ὅπως δὲν μᾶς ἄφησες τόσα καὶ τόσα χρὀνια. Τόσα πολλά χρόνια ποὺ βουλιάζουμε ἐθελότρεπτοι καὶ τραγικοί στὸν βόρβορο.
Οὕτως, Ἅγιε Μεγαλομάρτυς, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε. Ἀδιαλλείπτως γιὰ μᾶς. Κι ἄς κλαῖς γιὰ τὴν προδοσία καὶ τὴν ἀποστασία μας. Κι ἄς θλίβεσαι γιὰ τῆς πόλης σου τὴν ἀχαριστία. Ἐσύ θὰ εἶσαι πάντα ἐδῶ. Πάντα γιὰ μᾶς.
Συγχώρα μας, Μυροβλήτη…