Του π. Ηλία Μάκου
Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και τα ήθη. Μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, μεταβλήθηκαν και τα έθιμα. Αλλοιώθηκε η κοινωνία, αλλοιώθηκαν και οι καρδιές. Ο Δεκαπενταύγουστος τα παλαιά χρόνια είχε ένα άρωμα πίστης, δεν ήταν άγευστος.
Το πρώτο, που φρόντιζαν οι άνθρωποι, ήταν να εκκλησιάζονται. Είτε στους ναούς, είτε στα μοναστήρια, είτε στα πολλά εξωκλήσια τα αφιερωμένα στην Παναγιά. Φορώντας τα καλά τους, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πρωί πρωί, από τον όρθρο, κατέκλυζαν τους ναούς.
Και ένιωθαν, εκείνες τις στιγμές, να περνάει από μέσα τους η Παναγία. Και ν’ αναπηδάει από το κάθε ζωντανό κύτταρό τους. Και να τους παρηγορεί, να τους προστατεύει και να τους τροφοδοτεί. Ασπάζονταν την εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου στο τέλος της λειτουργίας, και σύμφωνα με μαρτυρία ιερέα, στη δεκαετία του 60, την έβρισκε υγρή, από τα δάκρυα των πιστών.
Σε κάποια χωριά οι ιερείς περνούσαν με την εικόνα της Κοίμησης από σπίτι σε σπίτι, κάτι, που θεωρούσαν ευλογία οι νοικοκυραίοι. Την παραμονή του Δεκαπενταυγούστου, μετά τον Εσπερινό, σε ορισμένες περιοχές προσφέρονταν μακαρόνια ή ρεβύθια ή άλλα νηστήσιμα.
Μερίδιο στον εορτασμό είχαν τα παραδοσιακά πανηγύρια. Όμως οι κάτοικοι δεν πανηγύριζαν ανεξάρτητα από την εορτή, αλλά το κέντρο του εορτασμού ήταν η Παναγία, την οποία δεν λησμονούσαν, όταν γλεντούσαν, κάτι φυσικά, που δεν συμβαίνει στις ημέρες μας.
Και αυτό γινόταν γιατί οι άνθρωποι παλαιότερα ζούσαν με ψυχική αρμονία, συνδυάζοντας την πνευματικότητα με τις κοινωνικές εκδηλώσεις, και μέσα και από τα δύο κρατιούνταν συμφιλιωμένοι με την Παναγία.
Χαρακτηριστικό ήταν το έθιμο «ντολή-ντολιά» σε χωριά του Πωγωνίου, όπου ο κεντρικός σκοπός τους ήταν να διαλύονται οι μικροπαρεξηγήσεις, που είχαν δημιουργηθεί και να υπάρχει ομόνοια μεταξύ των χωριανών, ώστε καθαροί όλοι στην καρδιά να τιμούν την Παναγιά.
Τι ακριβώς ήταν αυτό το έθιμο, που έχει τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας; Δινόταν η εντολή, «ντολή –ντολιά», από τον «ντολή πασά», που οριζόταν κάποιος από τους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους. Έπαιρνε το ποτήρι του με το κρασί και τσούγκριζε μ’ έναν παρευρισκόμενο, συνήθως με τον παπά ή με ξενοχωρίτη.
Έπινε τρεις φορές ή σε κάποιες περιπτώσεις τρία ποτήρια και κάθε φορά έκανε αφιέρωση ένα τραγούδι σε ένα άτομο. Ύστερα, οι υπόλοιποι, με την σειρά που υποδείκνυε ο «ντολή πασάς», αφιέρωνανκαι ένα τραγούδι.
Ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα ήταν τα πανηγύρια της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο στα Ζαγοροχώρια, που συνήθως είχαν διάρκεια τριών ημερών. Είναι ονομαστά, επίσης, τα νησιώτικα πανηγύρια, όπου ο χορός, αργός ή γρήγορος, πάντα είχε κατανυκτικό χαρακτήρα.
Αρχικά, σηκώνονταν οι άντρες στο χορό και στη συνέχεια έμπαιναν, σιγά- σιγά, και οι γυναίκες, με τις παραδοσιακές γιορτινές τους φορεσιές. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα οι άνθρωποι ζούσαν ζεστασιά, καθώς τους άγγιζε η στοργή της Παναγίας.
Την αλήθεια αυτή, οφείλουμε, κυρίως σήμερα, που διερχόμαστε κρίσιμες, ηθικά, ώρες, να την κάνουμε ιδέα μας και πράξη μας. Σπόρο ολοκληρωτικής αναγέννησης και σωτηρίας μας. Να ξαναγίνει, δηλαδή, η Παναγία μας μυστικό αίσθημα και βίωμα.