Του π. Ηλία Μάκου
Οικισμός των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων στην περιοχή του Λαδοχωρίου, ανατολικά του νέου λιμανιού της Ηγουμενίτσας, θεωρείται ο μακρινός “πρόγονος” της σημερινής πρωτεύουσας της Θεσπρωτίας.
Εκεί, λοιπόν, με αφορμή εκσκαφές για διευθέτηση ομβρίων υδάτων, αποκαλύφτηκαν ψηφιδωτά τμήματα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που αποτελούν μέρος του τετράκογχου βαπτιστήριού της, το οποίο ανήκει σε αυτά, που συνηθιζόταν τον 4ο και 5ο αιώνα π.Χ.
Τα βαπτιστήρια, ως χώροι άμεσα συνδεδεμένοι με το νερό ανταποκρινόταν σε θεολογικές και συμβολικές αντιλήψεις και αντικατόπτριζαν παλαιότερους χώρους με παρόμοια σημασία, όπως ήταν οι αρχαίες κρήνες, τα νυμφαία, καθώς και ορισμένοι χώροι των ρωμαϊκών θερμών, τα βαλανεία και οι μικρότερες αίθουσες με πίδακες ή διαφόρων μορφών ανοιχτές δεξαμενές.
Έτσι, ενώ κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η βάπτιση γίνονταν συχνά σε κάποιο δευτερεύοντα χώρο ή γωνία του ναού, χωρίς ιδιαίτερη διαμόρφωση αλλά με συμβολική σημασία, αργότερα το βαπτιστήριο διαρθρώνεται ως εξειδικευμένο κτίσμα.
Υπάρχει και μια επιγραφή στα ψηφιδωτά, το περιεχόμενο της οποίας κατέγραψε η αρχαιολογική υπηρεσία.
Το θέμα ανέδειξε με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης.
Οι χριστιανοί του 4ου και του 5ου αιώνα έφεραν έντονη, ακόμη, τη μακραίωνη κληρονομιά του αρχαίου κόσμου, δεν είχαν απογαλακτιστεί από αυτή.
Οι αλλαγές, που είχαν προκύψει, είχαν να κάνουν με θέματα ηθικής και κοσμολογία, όμως τα έθιμα και οι συνήθειες της καθημερινής ζωής διατηρούνταν ακόμη, αφού διασώζονταν και τα αρχαία μνημεία, αλλά και οι αντιλήψεις δεν ήταν ξεκάθαρες.
Ο σπουδαίος ρωμαϊκός οικισμός στο Λαδοχώρι Ηγουμενίτσας, είναι άγνωστος στους πολλούς!
Δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της ειρηνικής περιόδου των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, μετά την πλήρη ρωμαϊκή επικράτηση στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε οριστικά στα μέσα του 6ου αι. μ.Χ. Με την προχριστιανική φάση του οικισμού του Λαδοχωρίου σχετίζεται, η εκτεταμένη νεκρόπολη των αυτοκρατορικών χρόνων στην περιοχή της βόρειας εισόδου της πόλης της Ηγουμενίτσας.
Πρόκειται για ένα σύνολο 28 τάφων, διαφόρων τύπων, μεταξύ του 2ου και των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ. Στην πλειονότητά τους οι τάφοι ήταν κεραμοσκεπείς-καλυβήτες και κτιστοί κιβωτιόσχημοι.
Τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς ήταν κυρίως πήλινα άβαφα αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως οινοχόες, χυτροειδή αγγεία, λεκανίδες, μόνωτα κύπελλα και λυχνάρια. Βρέθηκαν, επίσης, αρκετά χάλκινα μικροαντικείμενα, όπως βελόνες, μία αγκράφα και χάλκινες πόρπες, καθώς και πολλά χάλκινα και ασημένια νομίσματα των αυτοκρατορικών ρωμαϊκών χρόνων. Ακόμη εντοπίστηκε συλημένος ταφικός θάλαμος, με θραύσματα τεσσάρων μαρμάρινων αττικών σαρκοφάγων, που χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου ως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ.
Η σαρκοφάγος, που σώζεται σε καλύτερη κατάσταση από τις άλλες, απεικονίζει ομηρικές σκηνές.
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Κασσιανή Λάζαρη “στο λειτουργικό ιστό του οικισμού εντάσσονται τρεις αγροικίες, μία στα βόρεια του κόλπου της Ηγουμενίτσας στη θέση “Τρουμπέ” Νέας Σελεύκειας, μία στα νότια του κόλπου στη θέση “Ζάβαλι” και τέλος μία στα ανατολικά του οικισμού, στην περιοχή της περιφερειακής οδού της πόλης της Ηγουμενίτσας”.
Η αποκάλυψη του παλαιοχριστιανικού βαπτιστηρίου στον οικισμό αυτό δείχνει ότι “η Εκκλησία πάντοτε απέδιδε κεντρική σημασία μεγάλη στη βάπτιση, καθώς μας καθαρίζει από κάθε ρύπο της αμαρτίας, φυγαδεύει τα πονηρά πνεύματα, ώστε καμία επιρροή να μην μπορούν να έχουν πάνω μας, νεκρώνει τον παλαιό άνθρωπο, που έχουμε μέσα μας, μας αναγεννά σε νέα ζωή, τη θεία του πνεύματος ζωή και μας κάνει παιδιά του Θεού.
Με το άγιο Βάπτισμα μας δίνεται και η δύναμη να μπορούμε να εκτελούμε και να τηρούμε όλα όσα πρέπει ως Χριστιανοί.
Βαπτισμένοι, αναγεννημένοι, αναστημένοι πνευματικά και χαριτωμένοι έχουν τη δυνατότητα με τις πράξεις μας να δίνουμε την καλή μαρτυρία.
Το βάπτισμά μας ανοίγει την είσοδό μας στη βασιλεία του Χριστού και μας ανοίγει το δρόμο για μια ζωή ευάρεστη στο Θεό και ευλογημένη από τον Θεό, ζωή ειρήνης, χαράς και ελπίδας.