Μέ τήν προσήκουσα ἐκκλησιαστική τάξη καί λειτουργική λαμπρότητα ἑορτάσθηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό Σάββατο 12 Μαρτίου ἐ.ἔ. καί ὥρα 17.00′ στήν Ἱερά Νέα Μονή, τελέσθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου, μέ τή συμμετοχή πολλῶν Κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, Ἱεροψαλτῶν τοῦ Συλλόγου Ἱεροψαλτῶν Χίου «ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ» καί πλήθους πιστῶν.
Κατά τόν Μ. Ἑσπερινό ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Χίου ἐχειροθέτησε σέ Οἰκονόμο τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρεσβύτερο κ. Δημήτρι ο Μαστρογιαννάκη, Ἐφημέριο τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαβύλων Χίου καί ὑπεύθυνο τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου, ἐξαίροντας τό πνευματικό καί κοινωνικό ἔργο του ὡς κληρικοῦ, ἀλλά καί τή μεγάλη του προσφορά στό ἔργο τῆς τακτοποίησης τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Στήν συνέχεια ἐχειροθέτησε σέ Κήρυκα τοῦ Θείου Λόγου τόν κ. Βασίλειο Βοξάκη, Θεολόγο Καθηγητή, ἐξαίροντας τήν βαθειά Θεολογική του κατάρτιση καί τήν προσφορά του στήν Ἱερά Μητρόπολη Χίου μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή του σέ Συνέδρια καί Σεμινάρια Αὐτῆς, καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου ὡμίλησε γιά τόν ἑορτασμό τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁμιλία τήν ὁποία παραθέτομε στή συνέχεια:
«Ἄς προσπαθήσουμε νά φανταστοῦμε τόν Ἱερό αὐτόν μοναστηριακό Ναό, στόν ὁποῖο ἀπόψε βρισκόμαστε, χωρίς τά περίφημα βυζαντινά ψηφιδωτά, χωρίς τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί ἰδιαιτέρως χωρίς τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Νεαμονίτισσας, ἀλλά καί χωρίς τά χαριτόβρυτα λείψανα τῶν Ἁγίων. Θά ἦταν ἕνας ναός ἄδειος, ἀφιλόξενος, ἀπρόσωπος, πού ἀντί νά δημιουργεῖ κατάνυξη στόν πιστό καί νά τόν ἑλκύει πρός τόν Θεό, θά τοῦ προκαλοῦσε μελαγχολία καί μοναξιά. Αὐτή τήν ὑποθετική κατάσταση, τήν ὁποία σας κάλεσα νά φαντασθεῖτε καί ἡ ὁποία μοιάζει σάν ἕνα κακό ὄνειρο, σάν ἕναν ἀπαίσιο ἐφιάλτη, τή βίωσε ἡ Ἐκκλησία μας ὁλόκληρο τόν 8ο αἰώνα καί στίς ἀρχές τοῦ 9ου αἰώνα, ὅσο κράτησε ἡ ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας.
Ὁ πονηρός ποτέ δέν κουράζεται νά πολεμάει τήν Ἐκκλησία. Ἐπί τρεῖς αἰῶνες, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανά του τούς εἰδωλολάτρες, μέ ἀπίστευτο μένος καί ἀγριότητα ἐπιτέθηκε στήν Ἐκκλησία, προσπαθώντας νά τήν ἐξαφανίσει. Ὅμως μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία θριάμβευσε. Ὁ «ἀντίδικος» ὅμως δέν κατέθεσε τά ὄπλα. Ἐπιστράτευσε νέα ὄργανά του, τούς αἱρετικούς. Αὐτοί ὑπῆρξαν πολέμιοι, ἐπικινδυνότεροι ἀπό τούς ἐξωτερικούς ἐχθρούς, γιατί ἦταν ἐσωτερικοί ἐχθροί παρουσιαζόμενοι ὡς Χριστιανοί. Λύκοι μέ προβιά προβάτου, ἕτοιμοι νά παραπλανήσουν καί νά παρασύρουν ἐκτός Ἐκκλησίας καί Σωτηρίας τούς ἀμαθεῖς καί χλιαρούς Χριστιανούς. Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει ὅτι αἵρεση εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τήν πίστη καί ἡ ἐναντίωση στό Εὐαγγέλιο καί στήν «ὑγιαίνουσα διδασκαλία».
Σάν μανιασμένα κύματα ὀρθώνονταν ἡ μία μετά τήν ἄλλη οἱ αἱρέσεις, χτυπώντας τό πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας καί προσπαθώντας νά τό καταβυθίσουν. Ὅμως ἡ ναῦς τῆς Ἐκκλησίας μέ πηδαλιοῦχο τόν Χριστό συνέχισε καί συνεχίζει τό ταξίδι της. Ὁ Ἰουδαιοχριστιανισμός, ὁ Μανιχαϊσμός, ὁ Ἀπολιναρισμός, ὁ Σαβελιανισμός, ὁ Ἀρειανισμός, οἱ Πνευματομάχοι, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός.
Ἀτελείωτος ὁ κατάλογος τῶν αἱρέσεων, πού σάν στίφη βαρβάρων ἡ μία μετά τήν ἄλλη προσπάθησαν νά ἀλώσουν τό φρούριο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅπως ὅμως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Εὐκολώτερον τόν ἥλιον σβεσθῆναι ἤ τήν Ἐκκλησίαν ἀφανισθῆναι».
Μία ἀπό τίς φοβερότερες αἱρέσεις ὑπῆρξε καί ἡ Εἰκονομαχία. Μάλιστα ἀποτελοῦσε τή συμπερίληψη πολλῶν ἀπό τίς προγενέστερές της αἱρέσεις, καθώς ἡ διδασκαλία τῆς βασίσθηκε στίς δικές τους κακοδοξίες καί ἰδίως στήν πλανεμένη ἀντίληψή τους γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ εἰκονομαχία εἶναι δεινή αἵρεση καί γι’ αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι «τή ἀποστολική δέ καί ὑπ’ οὐρανόν Ἐκκλησία τά ἴσα φρονοῦντες» ἀγωνίσθηκαν μέ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο ἐνάντια στίς ἀντορθόδοξες διδαχές καί πράξεις τῶν εἰκονοκλαστῶν.
Τά σύννεφα τῆς καταιγίδος, πού ἔπληξε τήν Ἐκκλησία, εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νά μαζεύονται αἰῶνες πρίν, ἐξαιτίας τῆς δράσεως αἱρετικῶν ὁμάδων. Ἔμενε μόνο τό ξέσπασμα, ὁ κεραυνός, πού θά ξεκινοῦσε τόν κατακλυσμό καί τή θύελλα. Καί αὐτός ἦλθε. Ἦταν ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος, ὁ δυσεβής, κατά τόν Ἅγιο Θεοφάνη τόν Ὁμολογητή. Τό 726 γίνεται τό πρῶτο διστακτικό βῆμα, ὅταν μέ διάταγμά του ὁ Λέων ὁρίζει τήν τοποθέτηση τῶν εἰκόνων σέ ψηλά σημεῖα μέσα στούς ναούς, γιά νά ἀποξενώσει τούς πιστούς ἀπό αὐτές καί νά τούς ἐξαναγκάσει νά μήν τίς τιμοῦν. Στίς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 ἡ εἰκονομαχική λαίλαπα καί ἐπισήμως ξεκινάει. Μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα ὁρίζεται πλέον ἡ καταστροφή τῶν εἰκόνων. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἅγιος Γερμανός, προσπαθεῖ νά συνετίσει τόν Λέοντα ρωτώντας τόν πώς θά τολμήσει νά καταστρέψει εἰκόνες, λησμονώντας ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ θαῦμα εἶχε ἀποτυπώσει τό πρόσωπό Του στό Ἅγιο Μανδήλιο. Ὅμως ὁ Λέων εἶναι ἀνένδοτος. Ὁ Ἅγιος Γερμανός προτείνει Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ὁ αὐτοκράτορας εἶναι ἀποφασισμένος νά ἐπιβάλλει στήν Ἐκκλησία τίς ἀπόψεις του μέ τή βία. Ὁ Πατριάρχης καταθέτει τό ὠμοφόριό του, γιά νά δείξει συμβολικά τήν ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λέοντας ὅμως δέν πτοεῖται καί ξεκινάει τό ἀνόσιο ἔργο του. Εἰκόνες περικαλλεῖς καί θαυματουργές, εἰκόνες ἀρχαιότατες, ἱερά σκεύη πού ἔφεραν ἐπάνω τούς εἰκόνες, ἀκόμα καί λείψανα Ἁγίων καί Μαρτύρων συγκεντρώνονται ἀπό τήν Ἁγία Σοφία καί τούς ἄλλους ναούς τῆς Βασιλεύουσας καί πετιοῦνται σέ ἕνα μεγάλο σωρό. Τίς ἱερές αὐτές εἰκόνες καί τά ἅγια λείψανα, ἀφοῦ τά λιθοβολοῦν οἱ εἰκονομάχοι, τά παραδίδουν στό ἀδηφάγο πῦρ. Ἡ Εἰκονομαχία σάν λοιμική νόσος ἐξαπλώνεται σέ ὅλη τή Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Εἰκόνες, ψηφιδωτά καί τοιχογραφίες, πού βρίσκονται στούς ναούς, καταστρέφονται. Ἀκόμη καί χειρόγραφα καίγονται, γιατί ἔχουν μικρογραφίες εἰκόνων στά φύλλα τους. Ἡ μανία τους γιά ἀναζήτηση καί καταστροφή εἰκόνων ἐπεκτείνεται σέ κάθε σπίτι.
Ὅμως ὁ πιστός Ὀρθόδοξος λαός ἀντιδρᾶ ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα. Ὅταν στρατιῶτες τοῦ Λέοντα προσπάθησαν νά καταστρέψουν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Χαλκίτη, πού βρισκόταν πάνω ἀπό τήν Χαλκή πύλη τοῦ Μεγάλου Παλατίου, οἱ διαβάτες ἐπιχειροῦν νά τούς ἐμποδίσουν καί βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο, προσφέροντας τό αἷμα τους, ὅπως καί οἱ Μάρτυρες τῶν διωγμῶν τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων. Στά ἑκατό χρόνια πού διήρκησε ἡ Εἰκονομαχία πλῆθος Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν θά στεφανωθοῦν ἀπό τόν Κύριο μέ τόν στέφανο τῆς Ἁγιότητος γιά τούς ἀγῶνες τούς ὑπέρ τῶν Ἁγίων εἰκόνων. Οἱ εἰκονόφιλοι πιστοί κρύβουν εἰκόνες σέ σπήλαια, σέ κρύπτες, καλύπτουν μέ δέρμα καί σοβά τοιχογραφίες καί ψηφιδωτά, γιά νά τά γλυτώσουν. Ὁ Ἑλλαδικός χῶρος ἐπαναστατεῖ, ἀλλά τό κίνημά του ἀποτυγχάνει.
Ἡ Εἰκονομαχική κρίση κορυφώνεται ἐπί βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Ε΄. Διαπιστώνοντας ὅτι ὁ μοναχισμός εἶναι ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος τῆς Ὀρθοδοξίας καί θερμός προστάτης τῶν Ἁγίων εἰκόνων, στράφηκε μέ ἰδιαίτερη δριμύτητα ἐναντίον του. Ἔτσι ἡ Εἰκονομαχία ἔλαβε καί ἀντιμοναχικό χαρακτήρα. Ὅταν ἀναλαμβάνει τήν ἐξουσία ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, θά γίνει ἐφικτή τό 787 ἡ σύγκληση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια, στήν ὁποία καταδικάζεται ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι στήν Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδο ἔλαβε μέρος καί ὑπέγραψε τόν Ὄρο της καί ὁ ἐπίσκοπος Χίου Θεόφιλος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε εἰκονόφιλος.
Σύμφωνα μέ τούς εἰκονομάχους οἱ εἰκόνες ἦταν ἀνύπαρκτές τους πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες καί ἐφευρέθηκαν ἀργότερα. Ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐπικαλούμενος τήν Πατερική Παράδοση τεκμηρίωσε ὅτι οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦν «ἀρχαία τῆς Ἐκκλησίας Παράδοσις». Ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος ἤδη ἀπό τόν Δ΄ αἰώνα σέ ἐπιστολή τοῦ γράφει ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεκτή ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί σέ ὅλους τους ναούς μας ὑπάρχουν ἁγιογραφημένες. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ἡ ἀνακάλυψη τῶν τοιχογραφιῶν στίς ἀρχαῖες χριστιανικές κατακόμβες ἦλθε νά ἐπιβεβαιώσει τούς Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν ὕπαρξη εἰκόνων ἀπό τά πρῶτα βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Κατά τούς εἰκονομάχους οἱ εἰκόνες ὑποκαθιστοῦν τά εἴδωλα, καί ἄρα αὐτοί πού τίς προσκυνοῦν εἶναι εἰδωλολάτρες. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα καί εἶναι ἀδύνατο νά ζωγραφισθεῖ. Συνεπῶς ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπαράδεκτη γι’ αὐτούς, γιατί παριστάνει ἕναν ἄνθρωπο. Ὅμως ὁ θεοφόρος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τους ἀποστομώνει γράφοντας: «Στά παλιά χρόνια ὁ Θεός, ὁ ἀσώματος καί ἀπερίγραπτος, δέν ἀπεικονιζόταν καθόλου. Τώρα ὅμως πού ὁ Θεός ἐμφανίστηκε μέ σάρκα καί ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ζωγραφίζω τήν εἰκόνα Του, ὅπως τήν εἶδα στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Δέν λατρεύω τήν ὕλη, ἀλλά τόν δημιουργό της ὕλης». «Προσκυνοῦμε τίς εἰκόνες, προσφέροντας τήν προσκύνηση ὄχι στήν ὕλη, ἀλλά διά μέσου τῶν εἰκόνων σ’ αὐτούς πού εἰκονίζονται σ’ αὐτές».
Αὐτά εἶχε ὑποστηρίξει 4 αἰῶνες πρωτύτερα καί ἕνας ἄλλος μεγάλος Πατέρας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, λέγοντας τό πολύ γνωστό «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Αὐτό σημαίνει πώς ὁ πιστός, πού ἀσπάζεται τίς Ὀρθόδοξες εἰκόνες, δέν προσκυνάει τήν ὕλη τους, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζόμενου προσώπου, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων. Οἱ Ὀρθόδοξοι πάντοτε ὑπῆρξαν εἰκονόφιλοι, ποτέ εἰκονολάτρες ἤ εἰκονόδουλοι, ὅπως συκοφαντικά μας ὀνόμαζαν οἱ εἰκονομάχοι.
Στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ δέν διαχωρίζονται ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ὅπως διατείνονταν οἱ Εἰκονομάχοι. Παραμένουν καί οἱ δυό ἑνωμένες στό θεῖο Τοῦ πρόσωπο, σύμφωνα μέ τόν Ὄρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀντιθέτως, ἄν ἀρνηθοῦμε νά ἁγιογραφήσουμε τόν Κύριο, οὐσιαστικά εἴτε ἀρνιόμαστε τήν ἐνανθρώπησή Του, εἴτε τήν ὕπαρξη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του. Δηλαδή περιπίπτουμε στήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ ἤ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὅπως γράφει σέ ὁμιλία τοῦ ὁ Ἅγιος Φώτιος, «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί γεννήθηκε ἀπό μητέρα. Αὐτά διδάσκει τό Εὐαγγέλιο, αὐτό λένε οἱ εἰκόνες. Ὑπάρχει κανένας ποῦ μισεῖ τή διδασκαλία τῶν εἰκόνων; Ἀλλά τότε πρέπει νά μισεῖ καί τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο».
Ὅπως διασαφήνισαν οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ «ἀληθινή λατρεία» ἀποδίδεται ἀποκλειστικά καί μόνο στόν Θεό, ἐνῶ ἐντελῶς διαφορετική εἶναι ἡ «τιμητική προσκύνηση» τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τῶν Ἁγίων. «Ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τονίζει ὅτι «οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦν βιβλία γιά τούς ἀγραμμάτους καί ὅτι δέν παύουν, ἄν καί δέν ἔχουν φωνή, νά κηρύττουν τήν τιμή τῶν ἁγίων καί ἔτσι νά μᾶς διδάσκουν».
Ὅμως ἀπό τό 813 καί γιά 30 χρόνια ἀκόμη οἱ εἰκονομάχοι ἐπανῆλθαν στήν ἐξουσία καί συνέχισαν νά καταδιώκουν τούς εἰκονόφιλους. Τό 843 ἡ αὐτοκράτειρα, Ἁγία Θεοδώρα, συγκάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη Σύνοδο, πού ἀποφάσισε τήν ἐπανατοποθέτηση – ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων στούς ναούς. Ἡ Εἰκονομαχία ἡττήθηκε, ἡ Ὀρθοδοξία ἔλαμψε, ἡ Ἐκκλησία βρῆκε τή γαλήνη της.
Στόν κανόνα τῆς αὐριανῆς ἑορτῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει συνταχθεῖ ἀπό τόν σθεναρό ὑποστηρικτή τῶν ἁγίων εἰκόνων, τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, παρουσιάζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς νύμφη Χριστοῦ μέ χαρά νά ξαναενδύεται τή λαμπρή στολή τῶν ἁγίων εἰκόνων, τήν ὁποία τῆς εἶχαν ἀφαιρέσει οἱ Εἰκονομάχοι.
Ἀπό τότε καθιερώθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν Ἅ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν ἀφιερωμένη στή μνήμη τῶν Προφητῶν, νά τιμᾶται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.
Κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας τά προεόρτια ἀπό ἀπόψε ἑορτάζουμε, θά ἐνθυμηθοῦμε ὄχι μόνο τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τό τέλος τοῦ «χειμώνα» πού ἐνέσκυψε στήν Ἐκκλησία κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, ἀλλά καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπί ὅλων τῶν αἱρέσεων. Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθή δόξα, δηλαδή ὀρθό δόγμα, ὑγιαίνουσα πίστη, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὀρθή δοξολογία, δηλαδή ὀρθή λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι βίωμα καί ἐπικοινωνία μέ τόν ζῶντα Τριαδικό Θεό. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι «ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον». Ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη χαρακτηριστικά τῆς εἶναι ἡ ἐμμονή της στήν πίστη καί στή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο ἡ πίστις τῶν Ὀρθδόξων εἶναι αὐτή ἀκριβῶς πού «ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν, καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». Αὐτό διακήρυξε καί στό Συνοδικό της ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος.
Αὐτή τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστη καί παράδοση διδάσκει ἕως σήμερα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί καλεῖ κάθε ἄνθρωπο νά τήν βιώσει. Γι’ αὐτή τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἀγωνίσθηκαν ἐπί 20 αἰῶνες οἱ Πατέρες, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ὅσιοι, προκειμένου νά τή διαφυλάξουν ἀνόθευτη, ὅπως καί τήν παρέλαβαν. Νά τή διατηρήσουν καθαρή, ὥστε νά μπορεῖ νά ξεδιψάει πνευματικά τίς ἀνθρώπινες ψυχές. Ἡ σημασία τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ κίνδυνος τῆς αἱρέσεως γιά τόν Χριστιανό ἀποκαλύπτεται καί ἀπό ἕνα λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτη. Ὅταν ρωτήθηκε ποιά εἶναι ἡ βαρύτερη ἁμαρτία, ἀπάντησε «τό νά πέσει κανείς σέ αἵρεση».
Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ὁ Χριστός, γι’ αὐτό καί εἶναι «χθές καί σήμερον» ἡ αὐτή. Ἅς ἔχουμε λοιπόν καθημερινά στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας τούς ἑξῆς παραινετικούς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ἅς μείνουμε σταθεροί στήν πέτρα τῆς πίστεως καί στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά μετακινοῦμε τά ὅρια πού ἔθεσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας χωρίς νά δίνουμε τήν εὐκαιρία σ’ αὐτούς πού θέλουν νά κάνουν καινοτομίες καί νά γκρεμίζουν τήν οἰκοδομή τῆς Ἁγίας του Θεοῦ Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Τήν κυριώνυμο ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας 13 Μαρτίου 2022 τελέσθηκε ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἡ Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Χίου, προεξάρχοντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου.
Κατά τήν Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία καί μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἱ. Εὐαγγελίου ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέγνωσε Ἐγκύκλιό Του πρός τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ἀναφέρονται:
«Ἐπανεντρυφῶμεν εἰς τὴν οὐσίαν τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ζωῆς, ὡς κοινωνίας, ὡς μεθέξεως εἰς τὴν ἄπειρον καὶ ἀρτίαν ἑνότητα τοῦ ἀπροσίτου καὶ ἀπείρου Τριαδικοῦ Θεοῦ: Ὕπαρξις ἑνιαίας οὐσίας καὶ μετοχῆς προσώπων, Μονάς ἐν Τριάδι καὶ Τριάς ἐν Μονάδι. Αὐτό σημαίνει ὑπέρβασιν τῶν ἀριθμητικῶν κατηγοριῶν, ἔξοδον ἐκ τῆς συγχύσεως τῆς πολλαπλότητος, ἀλλά καὶ ἐκ τῆς μονώσεως τοῦ ἑνός, κοινωνία θεοπρεποῦς ἀγάπης. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον καὶ ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀνεκήρυξεν τὴν περίοδον αὐτήν ὡς Ἑβδομάδα Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, δεδομένου ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι πορεία πρὸς «πάντα τὰ ἔθνη», «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν», «καὶ γενήσηται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός………
Ἡ ἀνθρωπότης παρουσιάζει μεγάλην ποικιλίαν καὶ πολλαπλότητα, ἀλλ’ ἡ ἀληθής φύσις της ἑδράζεται ἐπί τῆς ἑνότητος. Ὄχι ἁπλῶς διότι «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων (ὁ Θεός)» (Πράξ. ιζ΄ 26), ἀλλά κυρίως διότι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν τὸν ἄνθρωπον» (Γεν. ε΄ 1), μὲ οὐσιαστικόν χαρακτηριστικόν νὰ ἀποτελῇ «κοινωνίαν ἀγάπης» κατά τὸ πρότυπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς σύμπασαν τὴν κτίσιν καὶ τὴν πηγήν τῆς ἀγάπης, τὸν Θεόν. Ἔκτοτε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως ἔθνους καὶ φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ, φέρουν τὴν θείαν εἰκόνα, δηλαδή νοῦν, ἐλευθέραν θέλησιν καὶ ἀγάπην………….
Λόγοι ἱστορικοί, ἐξωτερικοὶ ἠνάγκασαν κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνας τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀποσύρωνται εἰς τὰ «ἴδια», δία τὴν διατήρησιν τῆς πίστεώς των, καὶ νὰ δημιουργοῦν κλειστοὺς τοπικοὺς κύκλους. Ἡ τακτικὴ αὐτή, ἴσως ἐπιβεβλημένη εἰς πολλάς περιπτώσεις, ἐνέχει τὸν κίνδυνον νὰ ὁδηγήσῃ εἰς μίαν τάσιν ἀπομονωτισμοῦ καὶ θρησκευτικοῦ ἐπαρχιωτισμοῦ . Εἶναι ὅμως σαφὲς ὅτι ἡ ἀκινησία εἰς τὴν οἰκουμενικὴν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ἄρνησιν αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ μνημόνευσις τῆς «ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς Οἰκουμένης» Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, δεικνύει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μία συνομοσπονδία Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἐνεπιστεύθη τὴν συνέχισιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου, τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Συνεπῶς ἂν ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἐναγκαλίζηται μετ᾿αὐτοῦ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς οἰκουμενικότητος, ἁπλῶς ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της.
Ἀληθής, γνησία, ἀνόθευτος, ἀκαινοτόμητος Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ πορεία πρὸς τὴν οἰκουμένην, πρὸς πάντα τὰ ἔθνη, πορεία τῆς ὁδοῦ, τὴν ὁποίαν διαγράφουν τὰ αἱματόβρεχτα ἴχνη τοῦ Χριστοῦ».
Στήν Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία συμμετεῖχαν ὁ Δήμαρχος Χίου κ. Σταμάτιος Κάρμαντζης, ὁ Ἀντιπεριφερειάρχης Χίου κ. Παντελῆς Βουρλῆς, ὁ Ἀντιπεριφερειάρχης Χίου γιά θέματα Παιδείας κ. Στυλιανός Καμπούρης, ὁ Διοικητής τῆς 96 ΑΔΤΕ Ὑποστράτηγος κ. Κωνσταντῖνος Κολοκοτρώνης, ὁ Κεντρικός Λιμενάρχης Χίου κ. Παντελῆς Βατούσης, ὁ Διευθυντής τῆς Δευτεροβαθμίου Ἐκπαιδεύσεως Χίου κ. Αἰμιλιανός Εὐαγγελινός, ἐκπρόσωποι τῆς Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως Χίου καί τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος, οἱ ὁποῖοι κατά τήν Λιτανεία τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων κρατοῦσαν ἀπό μία εἰκόνα.
Ἐπίσης, στόν ἑορτασμό συμμετεῖχε καί ἡ «Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἕνωσις Κυριῶν καί Νεανίδων», ἡ ὁποία ἐτέλεσε καί τήν καθιερωμένη ἀρτοκλασία καί τό ἱ. μνημόσυνο γιά τά κοιμηθέντα μέλη τῆς Ἑνώσεως.
Μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας ὁ Σεβασμιώτατος ἐδεξιώθη στό Ἐπισκοπεῖο τούς λειτουργούς Κληρικούς, τίς Πολιτικές καί Στρατιωτικές Ἀρχές τοῦ τόπου, τά Μέλη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱ. Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Χίου καί τά Μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Κυριῶν καί Νεανίδων.