Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Είπατε τω ρωποπερπερήθρα, αρχολίπαρο τε σπουδαρχίδη υπουργώ αποσκοτίσει ημάς, ότι ουκ ανεκτόν εστί πλέον ταράττειν τους όρχεις ημών, μήποτε και ες κόρακα πέμψομεν τον ες αεί τριχολογούντα.
Ανδρός δε μαπός και κυντέρου το όνομα ου μνεία ποιήσομεν έτι, αλλ΄ εν αισχύνη τω λαώ παραδοθήναι, επεί ως παρά φύσιν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης την διδασκαλίαν προέκρινε εν ταις σχολαίς τε γυμνασίοις.
Ως μη νοών, ο δύστηνος κοπρείων, ότι χαλεποτέρα του ειρημένου λέχριου λόγου εστί η όψις της παρά φύσιν αυτού γαστρός, δι ής τίκτει ανοσίως τα εν αυτή αίσχη.
Περδόμενος δε των κλασμάτων αυτής εκβάλλων δια του φάρυγγος ωσεί ομιλών, καθεύδων άμα επί τη εαυτή έδρα ώσπερ δια του πρωκτού φιλοσοφών, ες βόθρον πεσούται ο έκφαυλος ανήρ.
Ανακράξωμεν ουν τω πηθικαλώπεκι και κοβάλω:
Έξω κίναιδε εκ της οικίας!
(ΥΓ: ελπίζω ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω μετάφραση πλην των κάτωθι κοσμητικών)
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
ΑΡΧΟΛΙΠΑΡΟΣ: αυτός που επιθυμεί και επιδιώκει αξιώματα, εκλιπαρώντας ή κολακεύοντας τους άρχοντες
ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΔΗΣ: εκείνος που επιδιώκει με κάθε τρόπο την απόκτηση κάποιας θέσεως ή κάποιου αξιώματος
ΜΑΨ: ο ανόητος, ο μάπας.
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
ΚΟΠΡΕΙΟΣ: τιποτένιος
ΛΕΧΡΙΟΣ: λέχριος (λεχρίτης)]
ΕΚΦΑΥΛΟΣ: ατιμασμένος
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΚΟΒΑΛΟΣ: παράσιτο