Στο πλαίσιο της 5ης Ιατρικής Εβδομάδος προς τιμήν του Αγίου Λουκά του Ιατρού και των ΚΘ’ Παυλείων πραγματοποιήθηκε το πρωί της Τρίτης, 6ης Ιουνίου, στην αίθουσα «Μητροπολίτης Σταυροπηγίου Αλέξανδρος» στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας, η καθιερωμένη Ημερίδα των πνευματικών με θέμα: «Εξομολόγηση και κήρυγμα».
Στην αρχή ο Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, απηύθυνε χαιρετισμό και καλωσόρισε τους εκλεκτούς ομιλητές, ενώ την ημερίδα προλόγισε και παρουσίασε ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας Αρχιμ. Πορφύριος Μπατσαράς.
Πρώτος ομιλητής της Ημερίδος, στην οποία συμμετείχαν οι κληρικοί που διακονούν με την άδεια και την ευλογία του Σεβασμιωτάτου το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ, ο οποίος μίλησε με θέμα: «Εξομολόγηση στα παιδιά και τους νέους», ενώ δεύτερος ομιλητής ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Ιουστίνος, ο οποίος μίλησε με θέμα: «Το μυστήριο της μετανοίας και το κήρυγμα».
Στο τέλος ο Ποιμενάρχης μας κ. Παντελεήμων προσέφερε στους Αγίους Αρχιερείς τα αναμνηστικά των «ΚΘ’ Παυλείων», μία προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (αγαλματίδιο), καθώς φέτος η Αποστολική μας Μητρόπολη, η γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τιμά τη μνήμη του εκλεκτού τέκνου της που σκόρπισε τον Ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα στην Ανατολή, διά των οποίων ο Απόστολος Παύλος έφερε το φως της θεογνωσίας στην Ελλάδα.
Κατά τον χαιρετισμό του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων, εξέφρασε λόγους ευγνωμοσύνης προς τους Σεβασμιωτάτους, αναφέροντας μεταξύ άλλων: Ἐγκαινιάζουμε σήμερα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβείαις τοῦ ἁγίου ἐνδόξου πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου, τοῦ μεγίστου κήρυκος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, καί ὑπό τή σκέπη τῆς Παναγίας τῆς Δοβρᾶ τίς Ἡμερίδες τῶν ΚΘ´ Παυλείων, μέ τήν Ἡμερίδα τῶν πνευματικῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Ἀποτελεῖ ἀγαθή συγκυρία τό γεγονός ὅτι ἡ Ἡμερίδα μας πραγματοποιεῖται τήν ἐπαύριο τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ὄχι μόνο συγκροτεῖ «ὅλον τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά καί εἶναι αὐτό, τοῦ ὁποίου ἡ χάρη καί ὁ φωτισμός ἐνισχύει καί ἐνδυναμώνει καί ἐμᾶς τούς κληρικούς στή διακονία καί τοῦ κηρύγματος καί τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, καθώς ἐξομολόγηση καί κήρυγμα εἶναι τό σημερινό μας θέμα.
Θά μποροῦσε ἴσως νά διερωτηθεῖ κάποιος πῶς μπορεῖ νά σχετίζεται ἡ ἐξομολόγηση μέ τό κήρυγμα, ἐφόσον ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἔργο μόνο τῶν πνευματικῶν, ἐνῶ τό κήρυγμα εἶναι ἔργο καί ἄλλων κληρικῶν, κάποιες φορές μάλιστα καί λαϊκῶν.
Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίδει ὁ οὐρανοβάμων ἀπόστολος Παῦλος μέ τόν λόγο του πρός τούς πρεσβυτέρους τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τούς ὁποίους θέλησε νά συναντήσει στή Μίλητο, καθ᾽ ὁδόν πρός τά Ἱεροσόλυμα, λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς.
Μιλώντας, λοιπόν, στούς πρεσβυτέρους ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ὅλοι θά ἐνθυμεῖσθε, κάνει ἕνα εἶδος ἀπολογισμοῦ τοῦ ἔργου του. Ἀναφέρεται ἀρχικά στό δημόσιο κήρυγμά του στή Μικρά Ἀσία ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού βρέθηκε ἐκεῖ. Ἀναφέρεται ὅμως καί στίς κατ᾽ ἰδίαν νουθεσίες σέ κάθε ἕνα ἀπό τούς πρεσβυτέρους στούς ὁποίους ἀπευθύνεται, συνδέοντας, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, τίς δύο διακονίες, τῆς ἐξομολογήσεως καί τοῦ κηρύγματος, γιατί καί οἱ δύο ἀποβλέπουν στόν ἴδιο στόχο καί σκοπό, στήν οἰκοδομή τῶν ἀνθρώπων καί τή σωτηρία, ἤ, γιά νά χρησιμοποιήσω τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἀποστόλου, «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν», μέχρι πού νά γίνει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου χριστοειδής, μέχρι πού νά γίνει ὁ ἄνθρωπος ἀληθινός μιμητής τοῦ Χριστοῦ.
Σέ αὐτό συντελεῖ τόσο τό κήρυγμα ὅσο καί ἡ ἐξομολόγηση, ἐφόσον βεβαίως γίνονται μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Τό κήρυγμα εἶναι ἡ πρώτη, θά λέγαμε, ἐπαφή τῶν πιστῶν μέ τόν εὐαγγελικό λόγο καί μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Εἴτε πρόκειται γιά τό κήρυγμα μέσα στόν Ἑσπερινό ἤ τή θεία Λειτουργία, στό ὁποῖο ἑρμηνεύουμε τά ἱερά ἀναγνώσματα ἤ τό νόημα τῆς ἑορτῆς ἤ τή ζωή τοῦ τιμωμένου ἁγίου, εἴτε πρόκειται γιά κάποια ἄλλη ὁμιλία στό πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ ἔργου τῆς ἐνορίας ἤ τῆς Μητροπόλεως.
Μέ τό κήρυγμα ὁ πιστός μαθαίνει τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, τή σημασία καί τήν ἀναγκαιότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, μαθαίνει πῶς πρέπει νά ζεῖ γιά νά εἶναι συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί παίρνει ἀπαντήσεις σέ ἀπορίες καί ζητήματα πού τόν ἀπασχολοῦν.
Τό κήρυγμα ἀπευθύνεται σέ πολλούς ἀδελφούς μας, πού ὁ καθένας ἔχει τή δική του προσωπικότητα ἀλλά καί τίς δικές του ἀνάγκες, καί ἀνάλογα μέ τή κατάσταση τῆς ψυχῆς του καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνει ὅσα λέμε στό κήρυγμα καί ὠφελεῖται πνευματικά ἀπό αὐτά. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι ὁ κάθε πιστός πού ἀκούει τό κήρυγμα ἐπιλέγει κατά τήν κρίση του καί ἐξειδικεύει τόν λόγο τοῦ κηρύγματος γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί κατανοεῖ τά λεγόμενα ἀνάλογα μέ τή διάθεση τῆς καρδίας του καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γνωρίζουμε, ἄλλωστε, ἀρκετές περιπτώσεις ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ὁσίων πατέρων γιά πολλούς ἀνθρώπους πού σώθηκαν, γιατί ἄκουσαν τήν κατάλληλη στιγμή σέ ἕνα κήρυγμα ἕναν λόγο πού τούς ἄλλαξε τή ζωή.
Τό δεδομένο αὐτό δέν θά πρέπει νά μᾶς κάνει νά ἐπαναπαυόμεθα σχετικά μέ τή διακονία τοῦ κηρύγματος, θεωρώντας το μία τυπική ὑποχρέωση, ἐφόσον ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ τελικά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά θά πρέπει νά φροντίζουμε, ὥστε τό κήρυγμά μας νά πληροῖ τίς δύο προϋποθέσεις τίς ὁποῖες ἀναφέρει στήν ὁμιλία του πρός τούς πρεσβυτέρους ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ πρώτη προϋπόθεση εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. «Δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετά πάσης ταπεινοφροσύνης», γράφει ὁ ἀπόστολος.
Ἄν, λοιπόν, ὁ διδακτός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόστολος πού ἀξιώθηκε νά κληθεῖ μέ θαυμαστό τρόπο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί νά διδαχθεῖ τό Εὐαγγέλιό του μέ ἐξίσου θαυμαστό τρόπο, κηρύττει μέ ταπεινοφροσύνη τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀφ᾽ ὑψηλοῦ καί ὡς αὐθεντία, εἶναι προφανές ὅτι αὐτό ἰσχύει κατά μείζονα λόγο γιά ὅλους ἐμᾶς.
Δέν θά πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ἀπευθυνόμεθα στούς ἀδελφούς μας καί ὁμιλοῦμε γιά τήν ὠφέλεια καί τή σωτηρία τους. Ὁ Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», καί γιά νά συμβάλλουμε σέ αὐτό θά πρέπει καί ἐμεῖς νά κηρύττουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὄχι ὡς σεσωσμένοι, ἀλλά ὡς ἀγωνιζόμενοι. Θά πρέπει νά τόν κηρύττουμε ὄχι σάν νά κάνουμε ἀκαδημαϊκή διάλεξη ἤ ὑψηλή θεολογική ἀνάλυση τοῦ θείου λόγου, ἀλλά μέ τρόπο καί κυρίως μέ ὕφος ἁπλό καί κατανοητό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Διότι ἐκτός ἀπό τόν λόγο μας διδάσκει καί ἡ ζωή μας, διδάσκει καί ἡ παρουσία μας καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κηρύττουμε. Ἄν ὅλα αὐτά δέν βρίσκονται σέ συμφωνία καί ἁρμονία μέ ὅσα λέμε στό κήρυγμα, τότε ὄχι μόνο δέν ἔχουμε πολλές πιθανότητες νά πείσουμε καί νά ὠφελήσουμε τούς ἀδελφούς μας, ἀλλά μπορεῖ νά προκαλέσουμε καί τήν ἀντίδραση κάποιων γιά ὅσα λέμε καί τά ὁποῖα μέ τή στάση μας δείχνουμε ὅτι δέν τηροῦμε.
Ἡ δεύτερη προϋπόθεση, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ἀφορᾶ στό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος.
«Διῆλθον», λέγει, «κηρύσσων τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦταν τό κέντρο τοῦ κηρύγματός του, καί αὐτή θά πρέπει νά εἶναι τό κέντρο καί τοῦ δικοῦ μας κηρύγματος. Διότι ἄν ὁ Κύριός μας μᾶς συστήνει «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ … καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν», πῶς εἶναι δυνατόν νά παραγνωρίζουμε καί νά μήν προβάλλουμε στούς ἀδελφούς μας αὐτό τό πρῶτο ζητούμενο, τόν πρώτιστο σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ κάθε πιστοῦ, ἀλλά καί τόν πρώτιστο σκοπό τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε ἀπό τόν Χριστό γιά νά ὁδηγήσει τούς ἀνθρώπους στή σωτηρία;
Ἐάν ὅμως δείχνουμε στούς ἀνθρώπους μέ τό κήρυγμά μας τόν δρόμο γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε θά εἶναι πολύ πιό εὔκολο νά βροῦν λύσεις καί ἀπαντήσεις καί στά ὑπόλοιπα προβλήματα πού τούς ἀπασχολοῦν, ἀλλά καί ἀπασχολοῦν τόν κόσμο.
Ἡ σημασία τοῦ κηρύγματος ὑποδηλώνεται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί μέ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν κήρυττε μόνο «μετά ταπεινοφροσύνης», ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἀλλά καί «μετά δακρύων».
Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι θά πρέπει νά ὁμιλοῦμε κλαίοντας, ἀλλά μᾶς δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν ἦταν μία ἁπλῆ παράθεση στοιχείων τῆς πίστεως ἤ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, οὔτε μία τυπική ἑρμηνεία τοῦ θείου λόγου, ἀλλά ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης τοῦ μεγάλου ἀποστόλου πρός τούς ἀνθρώπους καί τῆς διαθέσεώς του νά μεταδώσει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στούς ἀκροατές του, προκειμένου νά τούς ὁδηγήσει στή σωτηρία.
Τήν ἴδια αὐτή ἀγάπη, τήν ἴδια αὐτή λαχτάρα καί στοργή ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὅταν ἀναφέρεται στήν προσωπική καθοδήγηση τῶν πρεσβυτέρων, πού συνδέεται μέ τόν δεύτερο ἄξονα τῆς Ἡμερίδος μας, τήν ἐξομολόγηση. «Μνημονεύοντες», λέγει, «ὅτι … νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον».
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι βεβαίως τό μυστήριο τῆς μετανοίας, μέσα στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐξομολογεῖται στόν πνευματικό ἐν μετανοίᾳ τά ἁμαρτήματα καί τίς πτώσεις του καί λαμβάνει τήν ἄφεση. Ἀλλά μέσα στό μυστήριο ὁ πνευματικός, πού γνωρίζει τήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τόν χαρακτήρα του, τίς ἰδιαιτερότητές του, ὀφείλει νά τόν καθοδηγήσει στήν πνευματική του πορεία, νά τόν νουθετήσει μέ ἀγάπη καί νά τόν ἐνισχύσει στήν προσπάθειά του μέ τόν λόγο του, μέ τήν κατανόηση πού δείχνει καί μέ τήν προσευχή του. Αὐτό σημαίνει τό «μετά δακρύων» πού λέγει ὁ ἀπόστολος.
Πρέπει νά ἐνδιαφερόμεθα, νά πονοῦμε, γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν ἀδελφῶν μας πού μᾶς πλησιάζουν στό ἐξομολογητήριο καί ἐμπιστεύονται στό πετραχῆλι μας τήν ψυχή τους. Ἔχουμε εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτές τίς ψυχές καί θά πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιά νά τίς βοηθήσουμε καί νά τίς στηρίξουμε, ὄχι νά τίς ἀπογοητεύσουμε, νά τίς ἀποθαρρύνουμε ἤ καί νά τίς ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τόν Θεό, δείχνοντας σκληρότητα ἤ αὐστηρότητα πού δέν θά τίς ὠφελήσει, ἤ καί ἀντίστροφα, δικαιολογώντας πράξεις καί καταστάσεις πού δέν εἶναι σύμφωνες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μέσα στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά βοηθήσουμε τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ τόν προσωπικό του δρόμο πρός τόν Χριστό, κάτι πού κάνουμε γενικότερα καί μέ τό κήρυγμα, ὥστε νά ἐπιτύχει τή σωτηρία του. Γι᾽ αὐτό καί ἡ διακονία τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως εἶναι σημαντική, εἶναι πολύ σοβαρή καί ὑπεύθυνη διακονία καί εὐθύνη, καί ὡς τέτοια εἶναι ἀνάγκη νά τήν ἀντιμετωπίζουμε· ὄχι μέ ἀδιαφορία, ὄχι μέ ἐγωισμό, ὄχι μέ αὐταρέσκεια, ἀλλά ἐκφράζοντας μέσα ἀπό τό μυστήριο τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί πρωτίστως τή θέλησή του νά σωθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἡ κάθε ψυχή «ὑπέρ ἧς Χριστός ἀπέθανεν».
Μέ αὐτές τίς λίγες εἰσαγωγικές σκέψεις σχετικά μέ τό θέμα τῆς Ἡμερίδος μας θά ἤθελα νά σᾶς καλωσορίσω ὅλους καί ἰδιαιτέρως τούς δύο Σεβασμιωτάτους ὁμιλητές μας καί πολύ ἀγαπητούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστίνο, οἱ ὁποῖοι μέ πολλή χαρά καί πολλή καλωσύνη ἀνταποκρίθηκαν στήν παράκλησή μου, καί εἶναι σήμερα μαζί μας γιά νά μᾶς μιλήσουν ὄχι μόνο μέ βάση τίς γνώσεις τους ἀλλά καί ἀπό τήν ἐμπειρία τους· διότι καί οἱ δύο ἔχουν μακρά ἐμπειρία καί ὡς ἱεροκήρυκες καί ὡς πνευματικοί.
Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας, Σεβασμιώτατοι, γιατί γιά μία ἀκόμη φορά θά ἔχουμε τή χαρά νά σᾶς ἀκούσουμε καί νά ὠφεληθοῦμε ὅλοι ἀπό τόν λόγο καί τήν ἐμπειρία σας.