You are currently viewing Κοπή Αγιοβασιλόπιτας των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ομιλητής ο Χριστουπόλεως Μακάριος

Κοπή Αγιοβασιλόπιτας των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ομιλητής ο Χριστουπόλεως Μακάριος

  • Reading time:2 mins read

Με εκκλησιαστική σεμνότητα τελέσθηκε η, κατά το έθος, κοπή της Αγιοβασιλόπιτας της Αδελφότητας των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος».

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο του Ομίλου Τσάκος «Μακεδονία», ενώ εκπρόσωπος της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ήταν ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος. Το «παρών» στην τελετή έδωσαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ καθώς και περισσότεροι από εκατό Άρχοντες Οφφικίαλοι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Την εκδήλωση συντόνισε ο Γενικός Γραμματέας της Αδελφότητας Εντιμολ. Καθηγητής και Άρχων Διδάσκαλος του Γένους κ. Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής.

Κατά την έναρξη της εκδήλωσης ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος μετέφερε τον πατρικό χαιρετισμό και τις Πατριαρχικές ευλογίες του Οικουμενικού Πατριάρχου στους Άρχοντες, αναφερθείς παράλληλα στα δύο σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος έτους: την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τη συμπλήρωση εικοσιπέντε ετών πολύκαρπης και ευδόκιμης πατριαρχικής διακονίας του Πατριάρχου Βαρθολομαίου.

Το λόγο, κατόπιν, έλαβε ο Πρόεδρος της Αδελφότητας Εντιμολ. Άρχων Ορφανοτρόφος κ. Ανδρέας Ζομπανάκης, ο οποίος καλωσόρισε τους Άρχοντες και ευχήθηκε καλό και ευλογημένο Νέο Έτος, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην 25χρονη επέτειο του Οικουμενικού Πατριάρχου, σημειώνοντας ορισμένα σημαντικά στοιχεία της πατριαρχικής διακονίας. Συγκεκριμένα ο Πρόεδρος των Αρχόντων χαρακτήρισε τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο ως «Απόστολο ειρήνης και καταλλαγής, διαλόγου και ανοιχτών οριζόντων καθώς και μεγαλόπνοο οραματιστή». Ο Πρόεδρος αναφέρθηκε, επίσης, στη σημαντική προσφορά του μακαριστού Άρχοντος Μεγάλου Υπομνηματογράφου Ιωάννου Παπαμιχαλάκη ο οποίος διετέλεσε για δέκα χρόνια Πρόεδρος της Αδελφότητας.

Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η, κατά το έθος, επίσημη ομιλία της εκδήλωσης. Επίσημος προσκεκλημένος ομιλητής ήταν ο Θεοφιλ. Επίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος ο οποίος με λόγο εκκλησιαστικό και θεολογικό ανέπτυξε το θέμα: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ο Θεοφιλέστατος στην ομιλία του χαρακτήρισε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ως «σημείον μέγα» της αγάπης του Θεού αλλά δεν δίσταστε να υπογραμμίσει και πολλές αλήθειες οι οποίες σκοπίμως διαστρεβλώνονται από σύγχρονους «σωτήρες» της Εκκλησίας.

Μετά την ομιλία του αγίου Χριστουπόλεως ο Γενικός Γραμματέας εξέφρασε τις ευχαριστίες όλων των μελών της Αδελφότητας προς τον Θεοφιλέστατο για την εξαιρετική ομιλία του, τονίζοντας ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι μία έκτακτη και μεγάλη έκπληξη για την ιστορία, υπογράμμισε μάλιστα τέσσερα σημεία τα οποία δηλώνουν την ευδοκία του Θεού για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Συνόδου τον συγκεκριμένο χρόνο και υπό την Προεδρία του συγκεκριμένου Πατριάρχου. Συμπερασματικά ο κ. Δεληκωσταντής σημείωσε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανεδείχθη «Εκκλησία των εκπλήξεων» όπως αυτό φάνηκε από τις διεργασίες της Αγίας Συνόδου παρά την αδικαιολόγητη απουσία των τεσσάρων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Ακολούθησε η τελετή της κοπής της Αγιοβασιλόπιτας και το επίσημο δείπνο κατά τη διάρκεια του οποίου αποδόθηκαν παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια από μέλη της χορωδίας και μαθητές του μακαριστού μουσικοδιδασκάλου Λουκούργου Αγγελόπουλου.

Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με τον χαιρετισμό του φιλοξενούντος Άρχοντος Καπετάν Παναγιώτη Τσάκου και του παλαιοτέρου εν ζωή Άρχοντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ιστορικού Αριστείδη Πανώτη ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίησή του και τον ενθουσιασμό του για την ομιλία του αγίου Χριστουπόλεως λέγοντας χαρακτηριστικά: «ο Θεοφιλέστατος έβαλε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους».

Ο συντονιστής  της εκδήλωσης κ. Δεληκωσταντής αναφέρθηκε τέλος, σε πρακτικά και διαδικαστικά ζητήματα της Αδελφότητας, ενώ μετά την ευλογία των περισσευμάτων της τραπέζης από το Σεβ. Μητροπολίτη Προικοννήσου κ. Ιωσήφ εψάλη ο πολυχρονισμός του Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας από τους παρόντες Άρχοντες Πρωτοψάλτες.

Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως Μακαρίου

 

«Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»

ΟΜΙΛΙΑ

κατά τήν τελετήν κοπῆς τῆς Βασιλόπιτας τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀδελφότητος τῶν ὀφφικιαλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Παναγία ἡ Παμμακάριστος»

Τῇ ιγ´ Φεβρουαρίου 2017

 

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ,

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,

Φίλτατοι ἀδελφοί καί ἐκλεκτοί παρόντες,

Μία Μεγάλη Σύνοδος γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἀπό θεολογικῆς ἀλλά καί ἀπό ἱστορικοπρακτικῆς πλευρᾶς γεγονός «ὅλως ἔκτακτον καί σημαντικόν». Ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς καί κανονικῆς προσβλέπει στό νά ἐντάξει στό καθολικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τά νέα δεδομένα ἤθους, ὀργάνωσης, ἐνδεχομένως τά ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα καί τίς σύγχρονες προκλήσεις τῆς καθημερινότητας τοῦ ἀνθρώπου. Προσπαθεῖ, δηλαδή, νά ἐκκλησιαστικοποιήσει τίς νέες μορφές ζωῆς καί νά ὁριοθετήσει ὀρθοδόξως τή σχέση μας μέ τόν πλησίον καί τό Θεό.   Ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς γιά τήν Ἐκκλησία ἡ σύνοδος ἀποτελεῖ «σημεῖον μέγα» τῆς ἀγάπης τοῦ Ὕψιστου καί Ὑπέρτατου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Προφήτη, «ὑπάρχει αἰωνίως καί κατοικεῖ σέ τόπο ὑψηλό καί ἅγιο, ἀλλά βρίσκεται μαζί μέ τούς ταπεινούς, γιά νά ξαναδώσει ζωή σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν συνετριμμένη καρδία»[1]. Ἡ Σύνοδος, ξαναδίνει ζωή. Εἶναι γεγονός πού σημαδεύει ἀποφασιστικά τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί γιά τήν ἐποχή της εἶναι κεντρικό γεγονός, ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ μιᾶς ὁλόκληρης περιόδου, τό ὁποῖο πραγματικά ἀποτελεῖ Θεοφάνεια καί Πεντηκοστή[2].

Δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό, πού μᾶς ἀξίωσε ὡς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς νά ζήσουμε αὐτή τήν κλήση στόν καιρό μας καί νά γευόμαστε ἐμεῖς ἀλλά καί οἱ ἐπερχόμενες γενεές τούς καρπούς καί τούς κόπους τῶν πατέρων μας καθώς καί τίς ἀνεκτίμητες δωρεές τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, χρειάστηκε περίπου ἕνα αἰῶνα γιά νά ἐκφραστεῖ ὡς αἴτημα, νά ὡριμάσει καί, τελικῶς, νά συγκληθεῖ. Μέ τή χάρη καί τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, ὅμως, καί μετά ἀπό πολλές διεργασίες καί ἀγωνίες, ἦλθε ὁ «καιρός τοῦ ποιῆσαι».

Ἐάν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὑποκύπτοντες στίς διάφορες φωνές τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, στίς φωνές τῆς ἐσωστρέφειας καί τῆς ἀποκλειστικότητας, εἶχαν ἀρνηθεῖ αὐτή τήν κλήση τοῦ Θεοῦ, τότε θά εἶχε καταγραφεῖ μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἧττες στήν πολύχρονη καί πολύπαθη ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας[3].

Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό νά θυμηθοῦμε καί νά ἐπαναλάβουμε τά λόγια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, τά ὁποῖα ἐκφράζουν αὐτή τή μεγάλη ἱστορική καί ἐκκλησιαστική πραγματικότητα: «Ὅσο καί ἄν ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου εἶναι ἔργο συλλογικό, ὄχι μόνον ἡμῶν τῶν ζώντων ἀλλά καί τῶν προαπελθόντων πατέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν… ὀφείλουμε, ἀπό τήν ἀρχή, νά ὁμολογήσουμε ὅτι ὁ ἰθύνων νοῦς καί ὁδηγῶν ἐγκέφαλος τῆς ὅλης προσπάθειας κατέστη ἡ Α.Θ.Π., ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος… Στό ψηφιδωτό τῆς προετοιμασίας καί σύγκλησης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου κάθε Ἐκκλησία, κάθε Προκαθήμενος καί κάθε Ἱεράρχης, ἔχουν τή θέση τους. Στό κέντρο, ὅμως, δεσπόζει ἡ ἐπιβλητική μορφή τοῦ Παναγιωτάτου. Ἕνας μεγάλος Ἄνθρωπος σέ μιά μεγάλη ὥρα τῆς Ἱστορίας!»[4].

Δοξάζουμε τό Θεό, λοιπόν, ἐν εὐγνωμοσύνῃ πολλῇ, γι᾽ αὐτή τή μεγάλη δωρεά πού χάρισε στόν κόσμο καί εὐχαριστοῦμε ὁλοκαρδίως τόν Πατριάρχη μας γιά τόν ὁραματισμό, τόν ὁποῖο εἶχε ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἀναλήψεως τῶν πατριαρχικῶν του καθηκόντων. Μέσα στίς πολλές εὐλογίες καί δωρεές τῆς 25ετοῦς πορείας του εἶναι καί ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό πιό σημαντικό ἐκκλησιαστικό γεγονός τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας κατά τήν τελευταία χιλιετία. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν.

 

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, μέσα ἀπό τίς ἀποφάσεις της, οἱ ὁποῖες κάλυψαν τά ἕξι θέματα τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως, προσπάθησε νά προσεγγίσει ἀγαπητικά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος  εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλά ἔχει τίς δικές του δυσκολίες. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος βιώνει μιά ἐπικίνδυνη αὐτοπεποίθηση, αἰσθάνεται μιά παντοδυναμία, μιά ἀνεξαρτησία, δέν ἐπιδέχεται συμβουλές καί νουθεσίες, δέν θέλει νά διορθωθεῖ καί δέν ἀνοίγεται. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου εἶχαν ἐνώπιόν τους αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τόν βασανισμένο καί ταλαιπωρημένο. Δέν ἦταν σκοπός τῶν κειμένων νά ἐπιθέσουν δυσβάστακτα φορτία στούς ὥμους τῶν ἀνθρώπων, γιατί σέ αὐτό τό πνεῦμα ἀκριβῶς κινήθηκαν καί οἱ ἀποφάσεις τῶν  Οἰκουμενικῶν καί τῶν ἄλλων Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας κατά τό παρελθόν. Γι᾽ αὐτό οἱ ἀποφάσεις της εἶναι ἁπλές, οἰκεῖες, σεμνές καί ἀνθρώπινες. Προσεγγίζουν τόν ἄνθρωπο μέ πνεῦμα ἀγάπης καί στοργῆς καί ἀφήνουν περιθώριο νά δράσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ σέ κάθε καλόπιστο καί καλοπροαίρετο χριστιανό, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του καί τή διαφορετικότητά του.

Βεβαίως, ἡ κάθε Σύνοδος ἀξιολογεῖται ἀπό τίς ἑπόμενες Συνόδους, οἱ ὁποῖες θά κληθοῦν νά τήν χαρακτηρίσουν, συνεκτιμώντας τίς ἀντιδράσεις, τούς σχολιασμούς, τίς θεολογικές προσεγγίσεις καί, βεβαίως, τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεών της ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει, ὡστόσο, νά ἀφήσουμε τό χρονικό περιθώριο στόν εὐσεβῆ κλῆρο καί λαό νά γνωρίσει τά κείμενα ὄχι μέσω τῆς παραπληροφόρησης ἤ τοῦ διαδικτύου, ἀλλά μέ τήν ἐμπειρία καί τό βίωμά του. Τά κείμενα δέν τά κρίνουμε, ἄν δέν τά ζήσουμε. Τά κείμενα τῆς Συνόδου δέν εἶναι ποιήματα ἤ ἄλλα λογοτεχνικά τεχνουργήματα ἤ ἀκόμη πληροφοριακά κείμενα, τά ὁποῖα καλούμαστε νά μελετήσουμε σχολαστικά. Ἡ κλήση μας εἶναι νά ἐμπιστευτοῦμε μέ καλή προαίρεση τήν Ἐκκλησία μας καί τό Θεό, ὁ ὁποῖος θά μιλήσει μέσω αὐτῶν. Ἡ αὐθεντία τῶν κειμένων δέν συνιστᾶ μιά νομική, γνωστική καί ὀρθολογική διαδικασία, ἀλλά προϋποθέτει τήν πίστη καί τήν ἀποδοχή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Κάποιοι, δυστυχῶς, βιάστηκαν νά κρίνουν τή Σύνοδο καί νά τήν χαρακτηρίσουν ὡς ληστρική, ἐπισυνάπτοντάς της «τίς πλέον ἀπίθανες κατασκευές καί θεωρίες συνωμοσίας»[5], πρίν ἀκόμη τήν πραγματοποίησή της, γεγονός πρωτοφανές γιά τά δέδομένα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κάποιοι πάλι βιάστηκαν νά ἀπορρίψουν τά κείμενα, πρίν ἀπό τήν τελική διαμόρφωσή τους καί πρίν ἀκόμη δοθεῖ ἡ δυνατότητα σέ ὅλους μας νά τά ζήσουμε, γεγονός πού δείχνει ὁλιγοπιστία στό συνοδικό θεσμό καί στήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ ἐγκεφαλικά, γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργεῖται ἕνας τρομακτικός κίνδυνος: ἡ σιγουριά τῆς ἀκρίβειας ἀναπτύσσει τόν ἐγκέφαλο σέ βάρος τῆς καρδιᾶς. Θά μποροῦσα νά τό πῶ διαφορετικά: ἡ λογική, ἡ ἀπολυτοποιημένη ἑρμηνεία τῶν δογμάτων ἤ ἡ τήρηση τοῦ γράμματος καί ἡ παραθεώρηση τοῦ πνεύματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων δημιουργοῦν ἕνα διχασμό στήν προσωπικότητα ἀπό τούς πλέον ἀπογοητευτικούς καί ἀπεχθεῖς. Ἡ θεολογία μας εἶναι ζωντανή, ὅταν τή χρησιμοποιοῦμε καί τή διδάσκουμε ὡς ἐμπειρία καί βίωμα καί ὄχι ὡς γνώση. Ἡ στεγνή θεολογική γνώση, αὐτή πού βασίζεται στήν εὐφυΐα μας, μᾶς ἐπιβάλλει μιά ἀδιόρατη αὐτάρκεια καί δημιουργεῖ μιά ἐξόγκωση τῶν λογικῶν στοιχείων τῆς προσωπικότητάς μας σέ βάρος τοῦ μυστηρίου, τοῦ σημείου καί τοῦ θαύματος.

Ἔτσι, πολλοί ἐπιχειροῦν νά μιλήσουν γιά τίς ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας, θυσιάζοντας δήθεν ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τῆς πίστεως φίλους καί ἀφελφούς, ἀλλά μιλοῦν γιά μιά ἀλήθεια πού ἡ καρδιά ἀγνοεῖ, γι᾽ αὐτό καί δέν ἀναζωογονοῦν μέ τό λόγο τους, δέν πείθουν, δέν ἀναπαύουν καί δέν εἰρηνεύουν τούς ἀνθρώπους. Ἡ θεολογία μας, ὅταν διδάσκεται ὡς γνώση, στεγνώνει τά αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων. Τό δόγμα καί οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅταν παρουσιάζονται ὡς Νομοθεσία ἀπό κατά τά ἄλλα εὐφυέστατους καί ἐπιτυχημένους θεολόγους, ὁδηγοῦν στό ἀποκαρδιωτικό φαινόμενο νά χάνεται ἡ ὑπαρξιακή ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, νά χάνεται ἡ σύμπνοια τῆς καρδιᾶς καί τῆς σκέψης καί ὁ ἄνθρωπος νά ὑφίσταται μιά ἐσωτερική διαστροφή ἀπό τίς πιό ὀδυνηρές.

«Στούς καιρούς μας πού ἡ γνῶση καί ἡ εὐφυΐα ἐκτιμῶνται περισσότερο ἀπό ὅσο πρέπει, χρειάζεται κάποιος νά θυμᾶται καί νά συνειδητοποιεῖ τούς κινδύνους πού ἐγκυμονεῖ γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τήν ἀκεραιότητά τῆς ὕπαρξής του αὐτός ὁ ὑπερτονισμός τῆς γνώσης καί τῆς εὐφυΐας καθώς καί ἡ στυγνή ἐπιδίωξη τους. Καί γιά νά θυμᾶται καί γιά νά συνειδητοποιεῖ, πρέπει νά φροντίζει ν᾽ ἀκούει καί τό λόγο τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς πρίν ἡ εὐφυΐα μας καί ἡ ἐπιστημονική ξερή θεολογική μας κατάρτιση τήν ἀδρανήσει καί τήν παγώσει. Καί ὁ λόγος αὐτός δέν εἶναι ποτέ λόγος μωρίας, ἀλλά σοφίας καί χάριτος τοῦ ἀνθρώπου»[6].

 

Χρησιμοποιοῦν κάποιοι, μέσω τῆς δικῆς τους, βέβαια, ἀτομικῆς προσέγγισης, τήν Ἁγία Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τά πατερικά κείμενα, γιά νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν εἶναι Ἁγία, δέν εἶναι Μεγάλη καί δέν εἶναι Ὀρθόδοξη, πλήττοντας μέ τόν τρόπο αὐτό – ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως – τόν μέγιστο, ἱεροκανονικό καί τίμιο θεσμό τῆς συνοδικότητας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἁπλῶς μία τεχνική, διοικητική ἤ πρακτική δραστηριότητα, πού ἄν θέλουμε τήν ἐφαρμόζουμε ἤ ἄν θέλουμε τήν ἀπορρίπτουμε. Ἡ συνοδικότητα εἶναι ἱερός, ἀρχέγονος, θεμελιώδης καί ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ θεσμός γιά τή λειτουργία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά τή διασφάλιση τῆς ἑνότητάς της καί τή μαρτυρία τοῦ προφητικοῦ της λόγου στόν κόσμο[7]. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων καί τῆς Εὐχαριστίας. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίχως Εὐχαριστία ἀλλά καί δίχως Σύνοδο κι αὐτό εἶναι κάτι πού πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θεολόγοι.

Μέσα ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία καί τό μυστήριο τῆς ἀρχιερατικῆς χειροτονίας, τό ὁποῖο, ΤΟΝΙΖΩ, ὑποχρεωτικῶς ἀκολουθεῖ τή Συνοδική Ἐντολή, διασφαλίζεται ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, πού ἀποτελεῖ τεκμήριο τῆς αὐθεντικῆς καί βεβαίας συνέχειας τῆς, κατά τόπους καί κατά Ἐκκλησίες, Θείας Εὐχαριστίας. Ὁ κάθενας ἀπό μᾶς τούς Ἐπισκόπους χειροτονήθηκε, γιατί κάποια Σύνοδος ἔδωσε αὐτή τήν ἐντολή καί πῆρε τή συγκεκριμένη ἀπόφαση. Ἡ εὐχαριστιακή ἑνότητα καί ἡ μετοχή στή Σύνοδο, ἑπομένως, ἀποδεικνύουν ὅτι ἕνας ἐπίσκοπος εἶναι κανονικός διάδοχος τῶν Ἀποστόλων. Κι αὐτά τά δύο, δηλαδή Θεία Εὐχαριστία καί Σύνοδος, εἶναι ἀδιαίρετα καί ἄτμητα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Μέ αὐτό τό πνεῦμα ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος, διεκήρυσσε: «ἡμῶν γάρ σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ Εὐχαριστίᾳ, ἡ δέ Εὐχαριστία βεβαιοῖ τήν γνώμην»[8], ὁ δέ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Πρόεδρος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), τόνιζε ὅτι καί αὐτή καθ᾽ ἑαυτή «ἡ Ἐκκλησία Συνόδου ὄνομα»[9].

Χρησιμοποιοῦν, λοιπόν, κάποιοι τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἱερούς Κανόνες, γιά νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ἦταν ἔγκυρη. Πάνω στήν ἀγωνία τους, ὅμως, νά «σώσουν» τήν Ἐκκλησία, ξέχασαν ὅτι ὅλα αὐτά τά ἐπιχειρημάτα πού ἐπικαλοῦνται, γιά νά πλήξουν τό κῦρος τῆς Συνόδου, κάποια ἄλλη Σύνοδος τούς τά ἔδωσε καί ὄχι μεμονωμένα πρόσωπα ἤ ὁμάδες ἀποτειχισμένων ζηλωτῶν. Τόν Κανόνα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς ὁποίας τά χωρία τόσο ἄκριτα καί ἐπιθετικά χρησιμοποιοῦν, τόν διαμόρφωσε Σύνοδος. Σύνοδος, δηλαδή, καθόρισε ποιά βιβλία θά συμπεριλαμβάνονται στήν Παλαιά καί ποιά στήν Καινή Διαθήκη, ποιά κείμενα εἶναι ἔγκυρα καί ποιά μποροῦν νά ἀποτελέσουν πηγή ζωῆς γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τούς Ἱερούς Κανόνες, ἐπίσης, οἱ Σύνοδοι τούς συνέταξαν ἤ τούς ἐνέκριναν. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, τά δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἦταν θελογικές διατριβές μεμονωμένων προσώπων ἀλλά ἀποφάσεις Συνόδων.

Οἱ πατέρες εὐλαβῶς μᾶς κληροδότησαν τά κείμενά τους, τά ὁποῖα προῆλθαν μετά ἀπό ἐπίπονη, ἐξαντλητική, θεολογική, πνευματική καί προσευχητική διεργασία, ἀλλά οἱ Σύνοδοι ἔπειτα ἐπεξεργάστηκαν πολλά ἀπό αὐτά. Ἄλλα τά διόρθωσαν, ἄλλα τά διεύρυναν, κάποια ἄλλα τά σμίκρυναν, κάποια πάλι τά ἀπέρριψαν ἐντελῶς, ἀλλά, τελικῶς, αὐτές διαμόρφωσαν ποιά ἀπό αὐτά θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν τή βάση γιά τά δόγματα καί τούς Ἱερούς Κανόνες καί κατόπιν τά παρέδωσαν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι σαφές ὅτι τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο λόγο τόν εἶχε πάντοτε ἡ Σύνοδος. Καί φυσικά θά συνεχίσει νά τόν ἔχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

 

Τή βαρύτητα καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς συνοδικότητας, σέ συνάρτηση μέ τή Θεία Εὐχαριστία, δυστυχῶς κάποιοι τήν ἀγνοοῦν παντελῶς κι αὐτό ἀποτελεῖ αἰτία πολλῶν ἐκκλησιολογικῶν παρεκτροπῶν. Γι᾽ αὐτό βλέπετε σήμερα νά ὑπάρχει τόση διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας, τόση ἐπιβολή τοῦ ψεύδους καί τῆς πλάνης καί  κατασυκοφάντηση τῆς ἀληθινῆς Πίστεως καί Εὐσεβείας.

Διεωτῶμαι πολλές φορές: ποῦ βρίσκεται σήμερα ἡ Ἐκκλησία; Τή συκοφαντοῦν οἱ ἄπιστοι, τήν ἀμφισβητοῦν καί οἱ χριστιανοί. Ἔχουμε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως, ἀλλά ἔχουμε καί τούς σύγχρονους «ὁμολογητές», πού προδίδουν τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Φέρουν τό ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλά παραγνωρίζουν τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Σχίζουν τόν χιτῶνα τῆς Ἐκκλησίας καί διασύρουν τό λόγο της, μεταποιώντας τον σέ ὅπλο κρίσεως καί κατακρίσεως. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, ἡ ὁποία βαστάζει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί οὐδέποτε ἐκπίπτει[10].

Ὅπως δέν μπορεῖ ἕνα μεμονωμένο πρόσωπο ἡ μιά ὁμάδα ζηλωτῶν νά ἀμφισβητήσει τήν ἀρχιερωσύνη ἑνός ἐπισκόπου ἤ τήν ἐγκυρότητα μιᾶς Θείας Λειτουργίας, κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν μπορεῖ κάποιος, ἱεροκανονικῶς καί δογματικῶς, νά ἀμφισβητήσει τήν ἐκγυρότητα μιᾶς Συνόδου. Βεβαίως, ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔχει τή γνώμη του καί τήν ἀποψή του γιά τή Σύνοδο ἤ γιά συγκεκριμένα πρόσωπα ἱερέων καί ἀρχιερέων. Ἡ ἄποψη, ὅμως, αὐτή, ἐάν δέν γίνει ἄποψη συνόδου, δέν εἶναι ἐκκλησιαστική, δέν εἶναι σωστική, δέν εἶναι ἠθική ἀλλά προσωπική καί ἐγωιστική, πού περισσότερο βλάπτει παρά ὠφελεῖ. Ἐάν ἐγώ χαρακτηρίζω κάποιο κληρικό ὡς ἀνάξιο, ὅσο κι ἄν ἐπιμένω στόν ἰσχυρισμό μου, ἐπιδεικνύοντας στοιχεία καί ἀποδείξεις, τά μυστήρια τά ὁποῖα ἐπιτελεῖ δέν θά πάψουν νά εἶναι ἔγκυρα καί κανονικά, μέχρι πού ἡ Σύνοδος θά ἀποφανθεῖ καί θά καταστήσει τήν ἱερωσύνη του ἀνενεργή. Ἀντίστοιχα καί μέ μιά Σύνοδο: ὅσο κι ἄν ἐγώ ἐπιμένω νά ἀποδείξω ὅτι αὐτή εἶναι ἄκυρη ἤ μή ὀρθόδοξη, αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό, μέχρι πού θά τό ἀποφασίσει ἄλλη ἰσάξια, ἰσοβάθμια καί κανονική Σύνοδος.

Αὐτό, ἐν προκειμένῳ, σημαίνει ὅτι κανονικῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ὑπόκειται στήν κρίση τῶν τοπικῶν συνόδων. Μιά ἄλλη μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά τήν χαρακτηρίσει, ὅταν ἔρθει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ὡστόσο, στό σημεῖο αὐτό δίδουμε ὅλοι τίς ἐξετάσεις μας. Εἴμαστε διατεθειμένοι νά ἀκούσουμε καί νά ἀκολουθήσουμε τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἤ προσπαθοῦμε νά πείσουμε τούς πάντες ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔκανε λάθος καί θά πρέπει νά προσαρμοστεῖ στή δική μας διδασκαλία;

 

Βεβαίως, συχνά πυκνά παρουσιάζεται ἐνώπιόν μας «τό φάντασμα τῆς Φερράρας Φλωρεντίας, τῆς ληστρικῆς ἐκεῖνης συνόδου, ἡ ὁποία διατηρεῖ δεσπόζουσα θέση στήν ἐπιχειρηματολογία τῶν ἀποτειχισμένων καί ἀντιδρώντων»[11]. Εἶναι γεγονός ὅτι ὑπῆρξαν κάποιες σύνοδοι στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίστηκαν ἔτσι, ὅπως ἐπίσης ὑπῆρξαν καί κάποιες ἀρχιερατικές πράξεις πού καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὡς μή ἔγκυρες καί ἰσχυρές. Αὐτό, ὅμως, δέν δίνει τό δικαίωμα σέ κανένα ἀπό μᾶς νά θεωρεῖ αὐτομάτως ὅτι κάθε Σύνοδος εἶναι ληστρική ἤ ὅτι κάθε Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἄκυρη. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι οἱ ληστρικές σύνοδοι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ ἐξαίρεση τῆς ἐξαιρέσεως καί ὄχι ὁ κανόνας τῆς ἱστορίας μας. Δέν πρέπει, ἐπίσης, νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας τό πολύ σημαντικό,  ὅτι δηλαδή, ἀκόμη καί αὐτές τίς ληστρικές συνόδους, κάποια ἑπόμενη Σύνοδος τίς χαρακτήρισε ἔτσι καί ὄχι μεμονωμένα πρόσωπα ἤ ὁμάδες.

Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνήσιας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε γιά τήν Ἐκκλησία ἀνώτατη αὐθεντία γιά θέματα τῆς πίστεως καί ζητήματα κανονικῶν διατάξεων, ὅπως ἄλλωστε ὁρίζεται καί στόν 6ο Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτό στίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπογραμμίστηκε αὐτή ἡ ἀλήθεια, ἐνῶ, παράλληλα, καταδικάστηκε κάθε διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄτομα ἤ ὁμάδες, πού προφασίζονται ὅτι τηροῦν ἤ δῆθεν προασπίζονται τή γνήσια Ὀρθοδοξία[12]. Φυσικά, δέν εἶναι κακό νά προσπαθεῖ κάποιος νά ἐφαρμόζει τήν ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντίθετα μάλιστα, αὐτό εἶναι τό ζητούμενο. Ὅμως μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἀκρίβεια πού δέν ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Κι ὅταν βρισκόμαστε μπροστά στό δίλημμα μεταξύ ἀκριβείας καί σωτηρίας, εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἐπιλέγουμε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ μόνος πού σώζει.

 

Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο, ὅλοι στούς σχολιασμούς μας καί τίς προσεγγίσεις μας δεχόμαστε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός τῆς ἀγάπης. Ὑποστηρίζουμε μέν τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καί τήν κυριότητά του ἐπί τῆς ἱστορίας, ἀλλά τήν ἴδια στιγμή παράγονται θεολογίες πού προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν τό ἀντίθετο: ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό Θεό καί ὄχι ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία. Εἶναι εὔκολο, βέβαια, νά καταλάβουμε σέ τί ἐκκλησιασιολογικές καί θεολογικές ἐπιπτώσεις μπορεῖ νά ὁδηγήσει μιά τέτοια πεποίθηση. Ἡ Ἐκκλησία ξαφνικά γίνεται κτῆμα μας καί ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό Θεό, ἐμεῖς αὐτομάτως ἀποκτοῦμε δικαιώματα ἐπί τοῦ Θεοῦ, ἐπί τῆς ἀληθείας καί ἐπί τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι ὅτι ἐμεῖς μετέχουμε τῆς ἀληθείας καί τῆς θείας χάριτος καί δέν εἴμαστε, σέ καμμία περίπτωση, ἰδιοκτῆτες τους. Δέν εἴμαστε, ἐπίσης, διαχειριστές τῆς συναίνεσης τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός, εὐτυχῶς, δέν σύρεται πίσω ἀπό τίς παράλογες θέσεις καί φονταμενταλιστικές ἑρμηνεῖες τῶν δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων, στίς ὁποῖες ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι μονομερῶς, κατά τά πάθη τους καί τίς ἐπιθυμίες τους. Ὁ Θεός πάντα ἀγαπᾶ καί μόνο ἀγαπᾶ. Δέν περιορίζεται στήν Ἐκκλησία οὔτε ἡ δράση Του μᾶς εἶναι πάντα γνωστή. Κι αὐτό πρέπει νά τό γνωρίζουμε. «Ὁ Θεός δέν ἔχει ἐκχωρήσει τήν κρίση καί τά δικαιώματά του σέ πληρεξουσίους Του»[13].

Κάποιοι μιλοῦν γιά κακοδοξίες σήμερα. Ὅμως, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ κακοδοξία δέν ἀφορᾶ μόνο τήν μή τήρηση τῶν δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἤ τήν, κατά τό δοκοῦν, ἑρμηνεία τους, ἀλλά καί ἀλλές ἐκκλησιαστικές συμπεριφορές. Ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα, ἀλλά ἀπό τήν ἀλλή ὑπάρχουν οἱ ἔριδες τῶν πρωτείων, οἱ πολιτικές καί ἐθνικιστικές φιλοδοξίες, οἱ ἐθνοφυλετικές προτεραιότητες πού τίθενται πάνω ἀπό τά συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ παρά φύσιν ζηλωτισμοί, εὐσεβισμοί καί συντηρητισμοί, ἡ ταυτοποίηση τῆς ὀντότητας τῆς Ἐκκλησίας μέ μιά ὁμολογιακή καί γνωσιολογική ἰδεολογικοποίηση τῆς θεολογίας καί τοῦ δόγματος καί, τέλος, οἱ ἐπεκτατικές τάσεις ὁρισμένων Ἐκκλησιῶν ἐκτός τῶν ὁρίων τους, θέματα τά ὁποῖα ἐπίσης παραπέμπουν σέ μέγιστες κακοδοξίες καί εἶναι ἀπολύτως ἐπικίνδυνα, ὅπως οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα, διότι ἐκφράζουν ἐκκλησιαστική ἔπτωση καί ἀλλοτρίωση τοῦ φρονήματος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἐκφυλίζουν μέ τό χειρότερο τρόπο τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

Ὅταν μιά ἐκκλησιαστική κοινότητα ἤ ἕνα ἐκκλησιαστικό πρόσωπο, πού ἀποπνέει μίσος, μισαλλοδοξία καί ἀπανθρωπιά, χειρίζεται τή δογματική σάν πέτρα γιά λιθοβολισμό, τότε μιλοῦμε, ἐπίσης, γιά μέγιστη κακοδοξία, γιατί ἔτσι θεμελιώνεται δογματικά ἡ ἀκύρωση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ζῆλος, ἡ ἐμμονή καί ἡ ἐπαγρύπνηση γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δέν συνοδεύονται ἀπό τό εὐαγγελικό ἦθος,  ὁδηγοῦν σέ ματαιοπονία, ἄσχετα ἄν αὐτοί πού φωνάζουν καί κόπτονται ὑπέρ τῶν δογμάτων πιστεύουν ὅτι ἀγωνίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ.

Στήν πραγματικότητα, ὅμως, οἱ δήθεν ὑπερασπιστές τῆς πίστεως καί σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας ταράζονται καί ἐκνευρίζονται, ἄν δέν βροῦν νά λιθοβολήσουν κάποιον, ὑφαρπάζουν τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί δηλώνουν ἀνενδοίαστα ὅτι ὀνειδίζονται καί πάσχουν ὑπέρ Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, ὅταν κάποιος τούς ἀσκήσει κριτική καί τούς ἐλέγξει γιά τίς, ἐν ὀνόματι τῆς Ὀρθοδοξίας, μή ὀρθόδοξες πράξεις τους καί τίς γεμᾶτες μίσος καί ὀργή ἐνέργειές τους ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης[14]. Ἰσχύει στίς περιπτώσεις αὐτές ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Φαρισαίους, τούς ὁποίους κάποιοι σήμερα ἀκολουθοῦν κατά πόδας:   «Οὐαί ὑμῖν, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τήν θάλασσαν καί τήν ξηράν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καί ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτόν υἱόν γεέννης διπλότερον ὑμῶν»[15]. Πραγματικά, κάποιοι πολύ εὐτελιστικά περιάγουν σήμερα «τήν θάλασσαν καί τήν ξηράν», γιά νά πείσουν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν εἶναι οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη καί, ὅταν διαπιστώσουν ὅτι τελικῶς δέν ὑπάρχει ἡ ἀναμενόμενη ἀνταπόκριση, τότε καί αὐτοί καί οἱ ὁπαδοί τους γίνονται «διπλότεροι γεέννης».

 

Τό ζήτημα πού τίθεται ἐδῶ εἶναι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο. Ἡ Ἐκκλησία θά πορευθεῖ, ἐνῶ αὐτοί πού ἀντιδροῦν παράλογα καί φανατικά σίγουρα θά χαθοῦν καί θά ἀφανιστοῦν. Τό ξέρουμε πολύ καλά καί τό ξέρουν καί οἱ ἴδιοι ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι προσπάθειες δίχως μέλλον, γιατί ὁ χρόνος εἶναι σάν τό δυνατό βοριά. Τά ἐλαφριά καί ἄσημα τά σηκώνει καί τά ἐξαφανίζει, μά τά βαριά καί σταθερά τά ἀφήνει ἀνέγγιχτα καί ἀμετακίνητα. Εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι βράχος καί «πύλαι ᾂδου οὐ καταισχύσουσιν αὐτῆς»[16]. Παρ᾽ ὅλες τίς παρεκτροπές καί κακοήθειες ὁρισμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κληρικῶν ἤ λαϊκῶν, ὁ προσανατολισμός καί ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μόνιμος καί σταθερός. Εἶναι τά ἔσχατα, δηλαδή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε.

Τό ζήτημα πού τίθεται δέν εἶναι θέμα κυριαρχίας ἤ δυνάμεως ἤ πλειοψηφίας. Οὔτε βέβαια μᾶς ἀπασχολεῖ ποιός θά βρεῖ τά περισσότερα ἐπιχειρήματα, γιά νά ἐπιβεβαιώσει ὅτι κατέχει τήν ἀλήθεια καί, ἑπομένως, ὡς ἐνιστάμενος πρίγκηψ θά δικαιωθεῖ καί θά ἀναλάβει τήν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της. Δέν τίθεται ζήτημα δικαίωσης τῶν προσώπων. Ὅμως, ὁ πειρασμός πού ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἔξαρση μιᾶς μορφῆς πνευματικῆς τρομοκρατίας. Σύχρονοι ἱεροεξεταστές καί συγκεκριμένοι ζηλωτικοί κύκλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι εἶναι ψυχικά διαταραγμένοι, ἐπιδίδονται συστηματικά στόν ἐκφοβισμό τῶν συμφωνούντων μέ τή Σύνοδο καί τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία. Δημιουργοῦν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτοί πού ἀντιδροῦν εἶναι οἱ σωστοί, οἱ δίκαιοι, οἱ πνευματικοί, αὐτοί πού ἔχουν ἐμπειρία τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς καθάρσεως, αὐτοί πού ἔχουν ἀσκητικό καί πατερικό φρόνημα, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, οἱ Προκαθήμενοι, οἱ τόσοι Ἱεράρχες καί ἱερεῖς, διάκονοι, μοναχοί καί λαϊκοί πού συντασόμαστε μέ τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ἐκκοσμικευμένοι καί δέν ἔχουμε καμμιά ἀγωνία γιά τά δόγματα καί καμμία σχέση μέ τήν γνήσια Ὀρθοδοξία. Ἀπό τή μιά ἔχουμε τούς νομοφύλακες καί δογματοφύλακες καί ἀπό τήν ἀλλη τούς προδότες τῶν δογμάτων καί τούς χλιαρούς τῇ πίστει.

Φτάσαμε ἀκόμη καί στό σημεῖο κάποιοι νά ἀνακαλοῦνται στήν τάξη ἀπό τούς «ἀξίους καί δικαίους», γιατί δέν ἀντέδρασαν περισσότερο δυναμικά,  ὅπως θά ἅρμοζε στήν «πνευματικότητά τους», στή σύγκληση τῆς Ἁγίας Συνόδου καί τίς ἀποφάσεις της. Καί ἄν κάποιος ἀντιδράσει ἤ καταθέσει τήν ἄποψή του ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν παράλογων, ἀντιεκκλησιαστικῶν καί ἀντιευαγγελικῶν κινήσεων, τότε γίνεται στόχος λιβέλων καί δριμύτατων ἀπαντήσεων, γεμάτων με ἐπιχειρήματα, πού δείχνουν βέβαια ὅτι οἱ ἀντιδρώντες ἔχουν κάποια θεολογική γνώση, ἀλλά δέν ἔχουν ἦθος. Γι᾽ αὐτό φτάνουν καί στό ἀκραῖο σημεῖο νά ἐλέγχουν καί νά κατακρίνουν τήν θεσμική Ἐκκλησία, παρουσιάζοντάς την ὡς ἀλλοιωμένη καί ὄχι ὡς θεοΐδρυτο θεσμό. Ἔτσι δημιουργοῦν μέσα στόν πανικό τους μιά παρεκκλησία, πράξη γιά τήν ὁποία θά δώσουν λόγο στό Θεό.

Ὅπως ὅλοι ἀντιλαμβανόμαστε, εὑρισκόμεθα ἐνώπιον μιᾶς μορφῆς ἀγυρτείας ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Τρομοκρατοῦν τούς ἀνθρώπους, γιά νά ἱκανοποιήσουν τόν ἐγωισμό τους. Δέν ξέρουν τί θά πεῖ καρδιά καί συμπάθεια. Νομίζουν ὅτι ἡ τιμή τοῦ Θεοῦ κρέμεται ἀπ᾽ τά δικά τους χέρια, γιατί οὐσιαστικά δέν πιστεύουν ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀγρυπνεῖ καί κατευθύνει τήν Ἐκκλησία μας[17].

 

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου,

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι γεγονός καί πραγματικότητα. Παρά τίς ἀνατριχιαστικές κραυγές παράνοιας καί κακοήθειας ὁρισμένων ἀδελφῶν μας, ἡ ἀρχή ἔγινε. Ἡ ὁμορφιά τῆς Συνόδου δέν βρίσκεται πρωταρχικά στά κείμενά της. Ἡ ὀμορφιά της βρίσκεται σ᾽ αὐτό τό ἴδιο τό γεγονός τῆς συγκλήσεώς της. Ἐνδεχομένως νά ὑπάρξουν στό μέλλον παρεμβάσεις καί ἀλλαγές, συμπληρώσεις ἤ καί βελτιώσεις ἐπί τῶν κειμένων, ἀλλά αὐτές θά γίνουν ἀπό μιά ἄλλη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πού θά ὀνομαστεῖ ΔΕΥΤΕΡΑ, διότι ἡ Πρώτη ἤδη πραγματοποιήθηκε. Καί σ᾽ αὐτή τήν Δεύτερη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, νά εἶστε σίγουροι, θά ἔρθουν καί οἱ Ἐκκλησίες πού δέν ἦρθαν, γιατί τό ξέρουν, καί κατά βάθος ἐλέγχονται, ὅτι δέν ὑπῆρχαν λόγοι δογματικοί καί θεολογικοί ἀλλά ἐθνοφυλετικοί καί πολιτικοί, οἱ ὁποῖοι ἐκκλησιολογικῶς καί κανονικῶς δέν δικαιολογοῦν τήν ἀπουσία τους. Ἡ ἀρχή, λοιπόν, ἔγινε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπιμονή τοῦ Πατριάρχου μας καί, ἐν τῷ προσώπῳ του, στό Πατριαρχεῖο μας χρεώνεται θετικά ἀπό τήν ἱστορία αὐτή ἡ μέγιστη ἐκκλησιαστική καί θεολογική ἐπιτυχία.

Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί σας τό λόγο τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος πολύ εὔστοχα προέτρεπε: «Nodum Christum nudus sequere»[18], πού σημαίνει «νά ἀκολουθοῦμε γυμνοί τό γυμνό Χριστό». Ἡ εὐχή μου πρός ὅλους τούς ἀδελφούς μας Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἡ προτροπή μου καί ἡ προσευχή μου εἶναι νά ἀκολουθοῦμε ὅλοι τό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, γυμνοί ἀπό τόν πλοῦτο τῶν θεολογικῶν μας γνώσεων καί τήν εὐφυΐα μας, γυμνοί ἀπό ἐθνοφυλετικές προτεραιοτήτες καί ζηλωτικές ἀποτειχιστικές πράξεις, γυμνοί ἀπό μίσος πρός τό πρόσωπο τοῦ πλησίον, γυμνοί ἀπό τήν προσωπική ἑρμηνεία τῶν δογμάτων, γυμνοί ἀπό τή σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μας. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συμβαίνει ὅ,τι ἀκριβῶς καί μέ τόν ἄνθρωπο πού σπέρνει τό σπόρο στή γῆ: κοιμᾶται τή νύχτα καί ξυπνάει τήν ἡμέρα, κι ὁ σπόρος βλαστάνει κι αὐξάνει μέ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει[19]. Ἀπό τήν πλευρά μας χρειάζεται λίγη ὑπομονή καί προσευχητική καρτερία. Καί τότε θά δοῦμε τούς καρπούς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου νά εὐδοκιμήσουν, πρός σωτηρίαν ψυχῶν καί δόξαν τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.

Σᾶς εὐχαριστῶ.

 

 

[1] Ἠσ. 57, 15-19.

[2] Νέλλα Παναγιώτη, «Γνωμοδότηση γιά τή μέλλουσα Σύνοδο», Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στήν Ὀρθοδοξία, Τεῦχος 134, Ἀπρίλιος- Ἰουνίος 2015, σελ. 97.

[3] Σταμούλη Χρυσοστόμου, «Κατόπιν ἑορτῆς. Σχόλιο γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας» Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στήν Ὀρθοδοξία, Τεῦχος 140, Ὀκτώβριος- Δεκέμβριος 2016, σελ. 79.

[4] Ἀρχιεπισκόπου Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου Χρυσοστόμου, «Χαιρετισμός κατά τήν Ἕναρξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», Βλέπε: https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-chrysostomos

[5] Γιαγκάζογλου Σταύρου, «Μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στήν Ὀρθοδοξία, Τεῦχος 140, Ὀκτώβριος- Δεκέμβριος 2016, σελ. 60.

[6] Κώστα Τσιρόπουλου, «Ἡ Μαρτυρία τοῦ Ἀνθρώπου», Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, 1η Ἔκδοση, Ἀθήνα 1995, σελ. 125.

[7] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, «Τοῖς ἐντευξομένοις ἀδελφοῖς καί τέκνοις τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐν Κυρίῳ ἀγαπητοῖς, χάριν καί εἰρήνην παρά Θεοῦ», «Ἐν Συνόδῳ», Ἔπετειακή Ἔκδοσις τοῦ Περιοδικοῦ Ἀπόστολος Τίτος μέ ἀφορμή τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν Κρήτην, Κρήτη 2016, σελ. 9.

[8] Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶνος, «Κατά αἱρέσεων Δ´ , 18», PG Migne 7, 1028.

[9] «Ἐν Συνόδῳ», ὅπ. π., σελ. 15

[10] Νικοδήμου Μητροπολίτου Ἱερισσοῦ Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερείου, «Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τόν νεόν ἔτος 2010».

[11] Μπαθρέλλος π. Δημήτριος, «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος: Παρατηρήσεις καί Σχόλια», Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στήν Ὀρθοδοξία, Τεῦχος 140, Ὀκτώβριος- Δεκέμβριος 2016, σελ. 69.

[12] Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Ἄρθρο 22.

[13] Παπαθανασίου Θανάση, «Ἡ γοητεία τῆς εἰδωλολατρίας ἤ ποιές ἀσφάλειες ἀναζητοῦν οἱ Χριστιανοί ὅταν δέν ἀντέχουν τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη, Τριμηνιαία Ἔκδοση Σπουδῆς στήν Ὀρθοδοξία, Τεῦχος 140, Ὀκτώβριος- Δεκέμβριος 2016, σελ. 13.

[14] Παπαθανασίου Θανάση, «Ἡ γοητεία τῆς εἰδωλολατρίας ἤ ποιές ἀσφάλειες ἀναζητοῦν οἱ Χριστιανοί ὅταν δέν ἀντέχουν τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ», ὅπ. π., σελ. 14.

[15] Ματθ. 23, 15.

[16] Ματθ. 16,18.

[17] Κώστα Τριρόπουλου, «Ἡ Μαρτυρία τοῦ Ἀνθρώπου», Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, 1η Ἔκδοση, Ἀθήνα 1995, σελ. 280.

[18] Jerome, Select Letters, Harvard University Press, Boston 1933, pg. 282.

[19] Μάρκ. 4, 26-27: Καί ἔλεγεν. οὕτως ἐστίν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄν ἄνθρωπος βάλῃ τόν σπόρον ἐπί τῆς γῆς, καί καθεύδῃ καί ἐγείρηται νύκτα καί ἡμέραν, καί ὁ σπόρος βλαστάνῃ καί μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός.