Δημήτριος Καλούμενος. Όνομα που έχει καταγραφεί στην ιστορία ως ο φωτογράφος που έζησε και απαθανάτισε τα τραγικά γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη. Γνωστό, εξ άλλου, το ογκώδες βιβλίο του από τα γεγονότα, με τον τίτλο «Η Σταύρωσις του Χριστιανισμού». Σ’ αυτό βλέπουμε και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα στην χαρακτηριστική στάση απόγνωσης, μέσα σε ερειπωμένο ναό της Πόλεως, μπροστά στη συμφορά αυτή, με τα χέρια στο κεφάλι.
Ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Καλούμενος την εποχή εκείνη ήταν δημοσιογράφος, ανταποκριτής του «Έθνους» και της «Μακεδονίας» και φωτογράφος του Πατριαρχείου από το 1940.
Τον συναντήσαμε στην Αθήνα, όπου ζει σήμερα. Είναι ενενήντα τριών ετών. Μας μίλησε χωρίς όμως, δυστυχώς, να μας βλέπει, καθώς το οπτικό του νεύρο τον έχει «εγκαταλείψει» εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία. Μας έβλεπε, όμως, με τα μάτια της ψυχής, αφού η γνωριμία μας ήταν από τα παλιά.
Του ζητήσαμε να μας ξετυλίξει το κουβάρι των γεγονότων, όπως τα έζησε και τα κατέγραψε με τη φωτογραφική του μηχανή, τη «Leica».
«Ξαναπήρα το Πατριαρχείο για να τους πω ότι δεν υπήρχε καμμία τέτοια πληροφορία. Αλλά διερωτώμαι: Πώς το BBC έστειλε την είδηση και την άκουσε ο Πατριάρχης; Άρα, οι Άγγλοι είχαν οργανώσει και την ώρα που θα έμπαινε η βόμβα, και την είπαν στο BBC. Αλλά ο κλητήρας εκεί, ο Χασάν, που ήταν Δυτικοθρακιώτης, δεν την έβαλε την ώρα που είχαν συμφωνήσει, και την έβαλε στις 6 το βράδυ. Αντίθετα, η εφημερίδα «Istanbul Express» από τις 4 το απόγευμα κυκλοφόρησε το φύλλο της με μία φωτογραφία του Τουρκικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης με ζημιές από την έκρηξη βόμβας, και με τον τίτλο: «Οι Έλληνες έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ».
«Η όλη ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη εναντίον των Ελλήνων, ότι κάτι θα συμβεί. Βρισκόμουν στις 5 το απόγευμα στον Τοπχανά, κοντά στην προκυμαία του Γαλατά. Εκεί, στο δρόμο που ανεβαίνει προς τα Ιταλικά Νοσοκομεία, βλέπω στρατιωτικά αυτοκίνητα και φορτηγά. Βλέπω να βγαίνουν άνθρωποι από μέσα, άλλοι με στρατιωτικά και άλλοι με πολιτικά. Ήταν στρατιώτες που βγάζαν τα στρατιωτικά και φορούσαν πολιτικά. Ένα άλλο καμιόνι (στρατιωτικό φορτηγό) ήταν γεμάτο λοστούς, σίδερα καταστροφής, διαρρήξεως κ.λπ. Και στον καθένα έδιναν από ένα και τους έλεγαν: «Θα πάτε στο Ταξίμ και εκεί θα σας πουν τι θα κάνετε». Βλέπω αυτά τα γεγονότα και πηγαίνω στο Γαλατά. Παίρνω από το γραφείο μου, που ήταν στον πρώτο όροφο, (Madern Han no 6, στο Eski Gümrük sok.), τη φωτογραφική μηχανή και την καμπαρντίνα μου.
Πηγαίνω στο Ταξίμ, βλέπω πλήθος, χιλιάδες κόσμος εκεί. Κάπου στο άγαλμα του Ατατούρκ έβγαζαν πύρινους λόγους, οι οποίοι κατέληξαν μ’ αυτό το κάλεσμα: «Τώρα που χτυπήσαν και κατέστρεψαν το σπίτι του Πατέρα μας, κι εμείς να τους καταστρέψουμε τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους». Δόθηκε το σύνθημα και όρμησαν αμέσως επάνω στα καταστήματα.
Εκείνο που είδα πρώτο απ’ όλα ήταν το παντοπωλείο του Κάτανου “Η Νέα Αγορά” στο Ταξίμ. Το κατέστρεψαν εντελώς. Υπήρχε, επίσης, κι ένα άλλο μπακάλικο στο Πέραν, κάτω από το καφενείο “Επτάλοφος”, το ρήμαξαν κι αυτό. Κατέστρεψαν την “Επτάλοφο”, σπάσανε τα τραπέζια της και πήρανε τα ξύλα. Εκεί κοντά ήταν κι ένα άλλο παντοπωλείο, το οποίο είχε ένας μεσήλικας Ρωμηός με τη γυναίκα του. Μπήκαν μέσα και τους κακοποίησαν.
Στη συνέχεια περνώ δίπλα και βλέπω το Ζάππειο κατεστραμμένο. Κατέβασαν το άγαλμα του Ζάππα και έστησαν τη φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, ως σύμβολο νίκης…
Το βράδυ πήρα το βαπόρι και πήγα στη Χάλκη. Τον Άγιο Νικόλαο τον κατέστρεψαν. Κατέβασαν την καμπάνα, λερώσαν μέσα κι έσπασαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους…
Την άλλη μέρα σηκώθηκα κι έφυγα πρωϊ-πρωϊ για την Πόλη για να συνεχίσω την εργασία μου, να φωτογραφίσω, δηλαδή, τα γεγονότα. Έβγαλα φωτογραφίες, πήγα στο Yüksek kaldırım, (στα Σκαλάκια) ανέβηκα στο Πέραν και είδα τις καταστροφές στα κρεοπωλεία, στα παντοπωλεία, στη “Νέα Αγορά” του Κάτανου, στην “Άρτεμη” του Βαφειάδη…
Στα μπακάλικα την πραμάτεια την είχαν σκορπίσει κάτω. Έβλεπες ανακατωμένα τυριά, βούτυρα, λάδια, πετρέλαιο, ρύζι, ζάχαρη, αλεύρι, όλα πεταμένα στο δρόμο, και τα κρέατα, και όλα…. Στο Καλιοντζουκουλούκ ο δρόμος ήταν γεμάτος πεταμένα τρόφιμα… Φοβόσουν να περάσεις, ο σωρός τους ήταν 1 μέτρο ύψος, όπως ακριβώς και στην κεντρική οδό του Πέραν…
Πήγα στην Ευαγγελίστρια, ανέβηκα στα Ταταύλα, στον Άγιο Δημήτριο, από εκεί στο Σισλί, στο Κοιμητήριο, παντού συντρίμμια και καταστροφές. Έφθασα στα Θεραπειά, όπου είχαν κάψει τη Μητρόπολη. Κατόπιν πήγα στο Μπουγιούκδερε, πήρα τον πεθερό μου και τον κατέβασα στο Ταξίμ, στην κόρη του. Κι από εκεί πήρα την κατηφόρα από το Κεντρικό και κατέβηκα στο Προξενείο, το οποίο ήταν περικυκλωμένο από τανκς και στρατιώτες, για να μην το χτυπήσουν.
Πάω επάνω, βρίσκω τον Πρόξενο. «Τι κάνεις Καλούμενε;» με ρώτησε. «Ήλθα να δω τι κάνετε εσείς, να μάθω και νέα από τον Πατριάρχη» του απήντησα. «Κι εγώ δεν έχω νέα από τον Πατριάρχη. Με ρωτά η Αθήνα και δεν είμαι σε θέση να ειδοποιήσω. Μπορείς να πας στον Πατριάρχη;» με ρώτησε. «Ναι» του είπα, και μου έδωσε ένα σημείωμα.
Έφυγα από το δρόμο του Ζωγραφείου, από το Γαλατάσαραϋ. Μπήκα στο Πατριαρχείο, το οποίο ήταν γεμάτο στρατό. Με υποδέχτηκε ο Γιάννης, ο οδηγός και κλητήρας του Πατριάρχη. «Πώς ήλθες, Καλούμενε;» με ρώτησε. «Κι εγώ δεν ξέρω πώς ήλθα, ο Θεός μ’ έφερε και ήλθα» απήντησα.
Ανέβηκα επάνω. Μόλις με είδε ο Πατριάρχης άνοιξε τα χέρια του κι εγώ χάθηκα στην αγκαλιά του, σαν ένα κούτσουρο… «Πώς ήλθες παιδί μου μ’ αυτήν την καταστροφή;» μου είπε. «Έπρεπε εξάπαντος να σας δω» του απήντησα. «Σας έφερα κι ένα σημείωμα από τον Πρόξενο». «Τι μου λες», είπε, «πήρες χαρτί και το έφερες σ’αυτήν την κατάσταση-κακό». «Θέλω να μου απαντήσετε, ώστε να το μεταφέρω στον Πρόξενο» του ζήτησα. «Δεν θα σου δώσω γράμμα, αλλά να τους πεις ότι όλα θα διορθωθούν και θα πάνε καλά», μου απήντησε με έμφαση.
Πήγα στο Προξενείο και μετέφερα στον Πρόξενο αυτά που μου είπε ο Πατριάρχης, ότι ο Πατριάρχης είναι καλά στην υγεία του, καθώς και ότι το Πατριαρχείο είναι περικυκλωμένο κι αυτό, όπως και το Προξενείο».
Ο Καλούμενος εδώ δεν μπορεί, παρά να θυμηθεί και στιχομυθία που είχε με τον Πατριάρχη σχετικά με τη στάση της Αμερικής στα γεγονότα αυτά. Τον είχε ρωτήσει εάν είχε καμμία συμπαράσταση από πλευράς της Αμερικής. Η απάντηση που πήρε ο Καλούμενος από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα ήταν: «Όλοι αυτοί μας επρόδωσαν. Είμαστε μόνοι μας. Ό,τι κάνουμε θα το κάνουμε μόνοι μας».
Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των δραματικών εκείνων γεγονότων, θυμάται: «Πήγα και στο Μοναστήρι του Βαλουκλή που το έκαψαν, πήγα και στα Νοσοκομεία του Βαλουκλή. Έβγαλα φωτογραφίες τον Επίσκοπο Παμφίλου Γεράσιμο και τον ιερέα Επιφάνιο, που ‘θέλαν να του τρυπήσουν τα χέρια…Εκεί, στα Υψωμαθειά, κοντά στο Γιεντίκουλε, ρωτώ ένα στρατιώτη: «Τι γίνεται εδώ;» Κι αυτός μου είπε: «Τι να κάνω εφέντημ, κάθομαι και περιμένω. Εχθές με είχανε με ρούχα (πολιτικά) και έσπαγα, σήμερα με βάλανε να περιμένω»…. Όλα ήταν προδιαγεγραμμένα στην εντέλεια. Τα γνώριζαν όλα οι Άγγλοι και οι Τούρκοι.
«Έκανα το καθήκον μου απέναντι στο Πατριαρχείο και την Ομογένεια. Τότε είχα τη δουλειά μου, το γραφείο μου, δεν έπαιρνα λεφτά καθόλου, ήμουν καλά, δόξα τω Θεώ.
Όταν είδα τότε την κατάσταση εκεί, στον Τοπχανά, είπα: «Κάτι σοβαρό θα γίνει εναντίον μας, κι εγώ πρέπει να κάνω το καθήκον μου. Και τώρα κάθομαι και σκέπτομαι: «Τι κινδύνους πέρασα με το να πάω στον Πατριάρχη, να πάω στο Προξενείο, από εκεί στον Πατριάρχη και ξανά στο Προξενείο. Τις φωτογραφίες τις έβγαλα με πολύ φόβο….».
Η Αγγλία, για να μη δώσει την Κύπρο στην Ελλάδα, δημιούργησε το συνέδριο των «Τριών» στο Λονδίνο. Εκεί κάλεσε και τον Zorlu, τον Τούρκο Υπουργό των Εξωτερικών. Πριν από τον Zorlu Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Köprülü. Όταν προέκυψε το θέμα της Κύπρου, βγήκε η Αγγλία και είπε στην Τουρκία: «Ελάτε, πάρτε μέρος». Ο Köprülü όμως είχε απαντήσει ότι: «Η Τουρκία δεν θυσιάζει τη φιλία με την Ελλάδα για την Κύπρο, την οποία, άλλωστε, σας την έδωσε».
Οι Άγγλοι δεν άρεσαν αυτήν την πολιτική του Köprülü. Εισηγήθηκαν στον Menderes, έδιωξε τον Köprülü και έφερε τον Zorlu, ο οποίος ήταν Αγγλόφιλος και φιλοχρήματος. Έτσι καταστρώθηκε από κοινού το πρόγραμμα. Η Αγγλία διέθεσε εκείνη την εποχή, το 1950, 1 εκατομμύριο Τουρκικές Λίρες –εγώ δούλεψα τα παλιά χρόνια, από τον πόλεμο, στην Αγγλική Πρεσβεία και είχα μάθει ότι όντως τα έδωσε- και η Hürriyet άρχισε να αρθρογραφεί εναντίον της Ελλάδος. Η κυκλοφορία της από 30 χιλιάδες φύλλα που ήταν ημερησίως, ανέβηκε αμέσως στις 100 με 120 χιλιάδες φύλλα.
Όταν είδαν οι άλλες εφημερίδες ότι η κυκλοφορία εναντίον της Ελλάδος αυξανόταν, άρχισαν να την αντιγράφουν, ενώ η εχθρότητα ήταν μειωμένη με την ανάπτυξη της Ελληνοτουρκικής φιλίας: με την άφιξη των Βασιλέων στην Πόλη και του Celal Bayar στην Ελλάδα, είχε επικρατήσει Ελληνοτουρκική φιλία.