Σε πανηγυρική ατμόσφαιρα το Οικουμενικό Πατριαρχείο τίμησε τη μνήμη του ιδρυτού του, Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Την Πέμπτη, 30 Νοεμβρίου, τελέστηκε Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χειροτόνησε στο βαθμό του Πρεσβυτέρου και χειροθέτησε σε Μέγα Πρωτοσύγκελλο τον π.Ανδρέα Σοφιανόπουλο.
Στην ομιλία του, πριν από τη χειροτονία του νέου Πρεσβυτέρου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στο εκκλησιαστικό ήθος, την αφοσίωση, την αποτελεσματικότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που επέδειξε ο π.Ανδρέας. «Εις την διακονίαν σου εξετιμήθη η σεμνότης, η σιωπή, η εχεμύθεια, η σοβαρότης και η υπομονή εις τας δυσκόλους περιστάσεις, διότι πάντες γνωρίζομεν ότι η διακονία εις την Εκκλησίαν, και δη εις το καθ᾽ ημάς Οικουμενικόν Πατριαρχείον, είναι οδός στενή και ανηφορική. Αλλ᾽ η χάρις του Θεού πάντα ευλογεί και ενδυναμοί τον βαδίζοντα, μέχρι να φθάση εις τον τελικόν προορισμόν, εις το πλήρωμα της χάριτος».
Απευθύνοντάς του πατρικούς λόγους και νουθεσίες ο Πατριάρχης τόνισε: «Εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν τα πάντα είναι χάρις και αποστολή. Οφείλεις λοιπόν να αναζωπυροίς την εκκλησιαστικήν σου υπόστασιν εις το μυστήριον της χάριτος, όπερ σημαίνει να επανευρίσκης και να αναγεννάς ολόκληρον τον εαυτόν σου, την κλήσιν σου, την ζωήν σου, την υψηλήν διακονίαν σου εντός της καινής πραγματικότητος της Βασιλείας του Θεού, όπως αύτη ενσαρκούται εν τη Εκκλησία διά της κενώσεως και της αγάπης· της εν επιγνώσει και αληθευούσης αγάπης, της οποίας «ο νόμος και προς τα υπέρ δύναμιν εκβιάζει» (Ιωάννης Σιναίτης, Κλίμαξ, Λόγος Γ´). Αυτή είναι η απάντησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας γενικώς, και δη του καθ᾽ ημάς πανιέρου και αειφεγγούς Φαναρίου, εις την αγχώδη και αγωνιώδη προσπάθειαν ωρισμένων όπως καταστήσουν τα πάντα εν τη Εκκλησία νόμον. Εάν ο νόμος της Εκκλησίας εφαρμόζεται άνευ αγάπης, τότε ομιλούμεν διά μίαν θρησκείαν εκ των πολλών του κόσμου τούτου, αλλ᾽ ασφαλώς όχι διά την Εκκλησίαν του Χριστού, ήτις εθεμελιώθη επί της θυσίας Του, επί του Σταυρού και επί του εκχυθέντος αίματός Του «υπέρ της κόσμου ζωής και σωτηρίας»
[…] Η αγάπη θα σε καταστήση σύγχρονον του Θεού και συνεργάτην των επαγγελιών Του. Εάν ο κληρικός δεν αγαπά τον Θεόν εις το πρόσωπον του πλησίον και τον πλησίον εις το πρόσωπον του Θεού, τότε δεν θα δυνηθή να αγαπήση τον ίδιον τον άνθρωπον, αλλά τα περί τον άνθρωπον, ελκυόμενος από επιπλάστους ιδιότητας ή αξιώματα, τα οποία καλύπτουν το προσωπικόν χάρισμα. Το χάρισμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου είναι να διακρίνη τα χαρίσματα των άλλων και μάλιστα να τα αναδεικνύη και ουχί να τα αποκρύπτη, να αξιοποιή την κλήσιν του κάθε ανθρώπου διά το καλόν και την πρόοδον της Μεγάλης Εκκλησίας».
Κατά την Θεία Λειτουργία παρέστη αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης υπό τον Καρδινάλιο Κουρτ Κοχ, Πρόεδρο του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Χριστιανική Ενότητα.
Συμπροσευχήθηκαν Ιεράρχες του Θρόνου και άλλων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, Κληρικοί, Μοναχοί και Μοναχές από την Πόλη και την Ελλάδα.
Επίσης, εκκλησιάστηκαν, ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Ιωάννης Αμανατίδης, εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, οι εν Αγκύρα Πρέσβεις της Ελλάδος, κ. Πέτρος Μαυροειδής και της Ουκρανίας, κ. Andrii Sybiha, οι Γενικοί Πρόξενοι της Ελλάδος, Πρέσβης κ. Ευάγγελος Σέκερης, της Ουκρανίας, κ. Oleksander Gaman, της Γεωργίας, κυρία Inga Kikvadze, διπλωμάτες, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μεγάλης Εκκλησίας του Χριστού και πλήθος πιστών.
Μετά την απόλυση ο Οικουμενικός Πατριάρχης χειροθέτησε το νέο Πρεσβύτερο π.Ανδρέα σε Μέγα Πρωτοσύγκελλο και ακολούθως προσφώνησε την επίσημη Αντιπροσωπεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αναφερόμενος στην πορεία του θεολογικού διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών, ο οποίος ξεκίνησε πριν από περίπου σαράντα χρόνια, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τόνισε ότι στο επίκεντρό του βρέθηκαν όσα μας ενώνουν. «Φαίνεται όμως ότι έφθασεν η ώρα να ασχοληθώμεν επιμελώς και με τα εμπόδια εις την αποκατάστασιν της πλήρους κοινωνίας των Εκκλησιών ημών, όχι διά να επιστρέψωμεν εις τας αγόνους αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, αλλά διά να αναλύσωμεν ομού τα ζητήματα αυτά και να οδηγηθώμεν εις λύσεις, αποδεκτάς εκατέρωθεν».
«Η Εκκλησία ήτο επί χιλιετίαν όλην ηνωμένη εν τη πίστει, εν τω Αγίω Ποτηρίω της Ευχαριστίας, εν τη ευσεβεία, εν τη αγιότητι του βίου και εν τη διακονία. Αυτήν την ενότητα αγωνιζόμεθα να επανεύρωμεν διά του διαλόγου της αληθείας εν αγάπη, ο οποίος ήρξατο, ευλογημένη πρωτοβουλία των αοιδίμων Προκατόχων ημών, εκαρποφόρησεν ήδη ποικιλοτρόπως και συνεχίζεται εν πνεύματι αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χωρίς οικουμενιστικάς εξάρσεις, αι οποίαι δεν υπηρετούν το έργον της
ενότητος», τόνισε ο Πατριάρχης σε άλλο σημείο της ομιλίας του και υπενθύμισε ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη το 2016, υπογράμμισε την αναγκαιότητα του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου: «Ο διάλογος αυτός πρέπει να συνοδεύηται πάντοτε «υπό της εν τω κόσμω μαρτυρίας διά πράξεων αμοιβαίας κατανοήσεως και αγάπης», καθώς και από την προσπάθειαν, «όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι υπό των κοινών θεμελιωδών αρχών του Ευαγγελίου … να δώσωμεν εις τα ακανθώδη προβλήματα του συγχρόνου κόσμου, μίαν ολοπρόθυμον και αλληλέγγυον απάντησιν, βασιζομένην εις το πρότυπον του εν Χριστώ καινού ανθρώπου» (ο. π., § 23). Η κοινή μαρτυρία και αι κοιναί πρωτοβουλίαι, έναντι των πολλών προκλήσεων του συγχρόνου κόσμου, είναι πάντοτε παρέμβασις υπέρ του ανθρώπου και της ειρήνης του κόσμου του, και ενισχύουν την πορείαν ημών προς την ενότητα».
Στη συνέχεια ο Καρδινάλιος Κουρτ Κοχ ανέγνωσε μήνυμα του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου με το οποίο εξέφρασε τις θερμές ευχές του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εορτή του προστάτη του, Αγίου Αποστόλου Ανδρέα, ενώ αναφέρθηκε και στη σημασία προώθησης του διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. «Θα ήθελα να ενθαρρύνω εκ νέου αυτόν τον θεολογικό διάλογο. Η συναίνεση που επετεύχθη από τους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους επί ορισμένων θεμελιωδών θεολογικών αρχών που ρυθμίζουν τη σχέση ανάμεσα στο πρωτείο και τη συνοδικότητα στη ζωή της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία μπορεί να χρησιμεύσει στην αξιολόγηση, ακόμη και κριτικά, ορισμένων θεολογικών κατηγοριών και πρακτικών που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας σύμφωνα με αυτές τις αρχές. Αυτή η συναίνεση μπορεί να μας επιτρέψει να εξετάσουμε έναν κοινό τρόπο κατανόησης της άσκησης της διακονίας του Επισκόπου της Ρώμης, στο πλαίσιο της συνοδικότητας και στην υπηρεσία της κοινωνίας της Εκκλησίας στη σημερινή πραγματικότητα. Αυτό το ευαίσθητο έργο πρέπει να επιδιώκεται σε μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας ανοιχτότητας και, πάνω απ’ όλα, υπακούοντας στις απαιτήσεις που το Άγιο Πνεύμα έχει από την Εκκλησία»*.
Ακολούθως στην Αίθουσα του Θρόνου του Πατριαρχικού Οίκου πραγματοποιήθηκε η αντιφώνηση του νεοχειροτονηθέντος Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, π. Ανδρεά. «Εις την αφοσίωσιν ενός κληρικού προς τον Προεστώτα, προς τον Ηγούμενον, προς τον Δεσπότην και Αυθέντην, αναπαύεται ο Κύριος του ελέους, ο, δι’ άκραν υπακοήν προς τον Πατέρα, σάρκα λαβών. Διότι εις την εν τη Πατριαρχική Αυλή διακονίαν, ως κατενόησα βιωματικώς καθ’ όλον τον διαρρεύσαντα χρόνον, το μεγαλύτερον εφόδιον διά την, από Θεού, ευλογίαν και υπομονήν και συνέχισιν του αγώνος είναι η απόλυτος, η αναντικατάστατος, η άνευ λογισμών και γογγυσμών και κυρίως η αγαπητική αφοσίωσις προς τον Πατριάρχην. Αυτήν την αφοσίωσιν, μου εκαλλιέργησαν από νεαράς
ηλικίας πνευματικοί Πατέρες καλοί καγαθοί οι οποίοι, ελθόντες μακρόθεν, σήμερον συνευφραίνονται εν τη χαρμοσύνω διά την ελαχιστότητά μου ημέρα. Αυτήν την αφοσίωσιν ενστερνισθείς εξ όλης της ψυχής και διανοίας, κατέλιπον την ζωήν μου εις τας χείρας του ζώντος Θεού. Με αυτήν την αφοσίωσιν και περισσότερον αυτής επιθυμώ να αξιοποιήσω τον χρόνον της παρ’ Υμίν διακονίας μου», είπε, μεταξύ άλλων, ο νέος Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.