Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής
Η ευαγγελική περικοπή της θεραπείας της συγκύπτουσας γυναικός (Λουκ. 13,10-17) αποκαλύπτει το διαχρονικό δράμα της πνευματικής τύφλωσης των αυτοδικαίων. Ο αρχισυνάγωγος, φορέας της θεσμικής θρησκευτικότητας, στέκεται ως σύμβολο της πνευματικής αναλγησίας που μεταμορφώνει το θείο έλεος σε αντικείμενο γραμματικών διατάξεων. Η νομική ακρίβεια γίνεται προσωπείο που κρύβει την εσωτερική νέκρωση της καρδίας, ενώ η αγάπη του Θεού παραμορφώνεται σε καταναγκασμό τυπικών διατάξεων.
Ο νους των ευσεβιστών, βυθισμένος στο σκότος της υποκρισίας, μοιάζει με χειμωνιάτικη νύχτα που αρνείται το φως της αυγής. Η υπερηφάνειά τους υψώνεται ως τείχος αδιαπέραστο έμπροσθεν της θείας χάριτος, μεταμορφώνοντας την πίστη σε όργανο κοινωνικής επιβολής και προσωπικής ανάδειξης. «Ὑποκριτά» (Λουκ. 13,15), αποκαλεί ο Κύριος τον αρχισυνάγωγο, αποκαλύπτοντας το βάθος της πνευματικής του διαστροφής.
Η διάσταση μεταξύ εξωτερικής θρησκευτικότητας και εσωτερικής πνευματικής ζωής διευρύνεται ως χάος αγεφύρωτο στη σύγχρονη εποχή, όπου η επίπλαστη παρουσία μεταμορφώνει την πνευματική ζωή σε θέατρο σκιών. Ο λόγος των «πνευματικών» υποκριτών στάζει μέλι νομικής ακρίβειας και υποτιθέμενης «ορθοδόξου παραδόσεως», ενώ η καρδιά τους κρύβει το δηλητήριο του φθόνου, της κενοδοξίας και της ηλεκτρονικής αυταρέσκειας. «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ματθ. 15,8), η προφητική αυτή ρήση αντηχεί με τραγική επικαιρότητα. Οι διαδικτυακοί «γέροντες», ως νέοι Φαρισαίοι της ψηφιακής εποχής, οικοδομούν πύργους Βαβέλ από επιδοκιμασίες και θαυμαστές, θυσιάζοντας την αυθεντική πνευματικότητα στο βωμό της επιφανειακής δημοφιλίας. Η καρδιά τους, σαν έρημος διψασμένη, αναζητά διαρκώς την επιβεβαίωση του πλήθους, ασκώντας πνευματική καταπίεση προς ικανοποίηση εσωτερικών αδυναμιών, ενώ οι ακόλουθοί τους, σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα, παρασύρονται στο βάραθρο μιας εικονικής ευσέβειας, όπου η αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό των εντυπώσεων. Αυτοί οι αυτόκλητοι καθοδηγητές, θύματα και θύτες της πνευματικής πλάνης, μετατρέπουν την ιερότητα της ορθόδοξης ζωής σε προϊόν μαζικής κατανάλωσης. Η διδασκαλία τους, κενή από το πνεύμα της αγάπης και της ταπείνωσης, μοιάζει με κέλυφος χωρίς περιεχόμενο, με λαμπερό περιτύλιγμα που κρύβει την πνευματική ένδεια. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί» (Ματθ. 23,27), η ευαγγελική προειδοποίηση ηχεί επίκαιρη όσο ποτέ στην εποχή της εικονικής ευσέβειας.
Η πνευματική αρρώστια της υποκρισίας εκδηλώνεται ως παράλυση της ψυχικής ευαισθησίας. Η συγκύπτουσα γυναίκα της ευαγγελικής περικοπής στέκεται ως ζωντανή μαρτυρία του θείου ελέους, αλλά τα μάτια του αρχισυναγώγου, θολωμένα από την αυτάρκεια της νομικής δικαιοσύνης, αδυνατούν να διακρίνουν τη θεία παρέμβαση. Η καρδιά του, νεκρωμένη από την υπερηφάνεια, μεταμορφώνει το θαύμα της θεραπείας σε αφορμή κατηγορίας.
Η ίδια η φύση της υποκρισίας αποτελεί πνευματική παθολογία που μεταστρέφει την αλήθεια σε προσωπείο αυτοδικαίωσης. Όπως ο παράλυτος νους του αρχισυναγώγου, οι αυτόκλητοι κήρυκες της αλήθειας μετατρέπουν το θείο έλεος σε νομικό καταναγκασμό. Η καρδιά τους μοιάζει με νεκρή γη που αρνείται τη βροχή της χάριτος, ενώ ο νους τους, σκοτεινιασμένος από την έπαρση, αδυνατεί να διακρίνει τα σημεία των καιρών.
Στην περίπτωση της συγκύπτουσας γυναικός, «ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς» (Λουκ. 13,16), η θεραπεία καθίσταται σημείο αντιλεγόμενο. Η αγάπη του Χριστού συγκρούεται με την απολιθωμένη θρησκευτικότητα των υποκριτών που μετατρέπουν το Σάββατο από ημέρα ελευθερίας σε δεσμά πνευματικής καταδυνάστευσης.
Η θεϊκή αποκάλυψη της υποκρισίας έρχεται ως κεραυνός που διασχίζει τον μολυβένιο ουρανό της αυτάρκειας, διαπερνώντας τα πέπλα της πνευματικής αναισθησίας. «Ὑποκριτά» (Λουκ. 13,15), η λέξη πέφτει βαριά στη συνείδηση του αρχισυναγώγου, αποκαλύπτοντας το χάος μεταξύ εξωτερικής ευσέβειας και εσωτερικής νεκρώσεως. Η θρησκευτική υπεροψία μεταμορφώνεται σε πέτρα σκανδάλου, ενώ η αλήθεια του Θεού συντρίβεται πάνω στο τείχος της αυτοδικαίωσης. Η καρδιά, φυλακισμένη στο χρυσό κλουβί των τυπικών διατάξεων, παραμένει ψυχρή ως χειμερινή νύχτα, απορρίπτοντας τη θέρμη της θείας αγάπης. Ο νους, σκοτισμένος από την έπαρση της νομικής ακρίβειας, αδυνατεί να διακρίνει το φως της χάριτος που διαχέεται ως ουράνιος δρόσος επί των διψασμένων ψυχών, ενώ η συνείδηση, τυλιγμένη στον μανδύα της αυτοδικαίωσης, μένει ανέγγιχτη από τη θεραπευτική παρουσία του θείου ιατρού.
Μέσα στο σκοτάδι της πνευματικής αναισθησίας, η αλήθεια μεταμορφώνεται σε εχθρό. Η θεραπεία της συγκύπτουσας γίνεται αφορμή κατηγορίας, καθώς η ζηλοτυπία μετατρέπει το θαύμα σε σκάνδαλο. «Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι» (Λουκ. 13,14), διακηρύσσει ο αρχισυνάγωγος, μετατρέποντας το έλεος σε αντικείμενο νομικής διαμάχης.
Η διδασκαλία του, θρεμμένη από την έπαρση της αυτοδικαίωσης, μεταμορφώνεται σε πέτρα προσκόμματος για την αποκάλυψη του θείου ελέους. Όπως γράφει ο Άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος: «ἐξ ἐπηρείας διαβολικῆς τὸ πάθος τοῦτο τῇ γυναικὶ συνέβη»,[1] αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη διάσταση της πνευματικής δοκιμασίας. Η διαβολική επήρεια δεν περιορίζεται στη σωματική κύρτωση της γυναικός, αλλά εκτείνεται ως ομίχλη που καλύπτει την ψυχή, εμποδίζοντας την αναγνώριση του θείου ελέους. Στο πρόσωπο της συγκύπτουσας γυναικός αντικατοπτρίζεται η πανανθρώπινη κατάσταση της πτώσης. Όπως η γυναίκα δεν μπορούσε να ανορθωθεί σωματικά, έτσι και η ανθρώπινη φύση, υπό την επήρεια των παθών, αδυνατεί να υψώσει το βλέμμα προς τον ουρανό. Η “διαβολική επήρεια” που αναφέρει ο Άγιος, λειτουργεί ως μεταφορά για την πνευματική δουλεία της υποκρισίας και του ευσεβισμού στα οποία υποπίπτει ο πιστός, αποκαλύπτοντας μια βαθύτερη πνευματική ασθένεια που μεταστρέφει την αλήθεια σε ψεύδος και το φως σε σκότος.
Η οδύνη της νοητικής σκοτίσεως αποκαλύπτεται ως μυστήριο της εσωτερικής απομάκρυνσης από το θείον φως, καταδεικνύοντας την πνευματική νέκρωση της ψυχής που έχει απωλέσει την επαφή με την πηγή της ζωής. Οι αυτόκλητοι φύλακες της αλήθειας, περιχαρακωμένοι στο φρούριο της αυτάρκειάς τους, μετατρέπονται σε δεσμοφύλακες της χάριτος. Η οίηση και αλαζονεία τους ορθώνεται ως πύργος Βαβυλώνιος που διαχωρίζει την επίγεια από την ουράνια πραγματικότητα, καθιστώντας αδύνατη την κοινωνία με τον Θεό.
Το μίσος για τον συνάνθρωπο, καμουφλαρισμένο πίσω από το προσωπείο της ευσέβειας, αποκαλύπτει το βάθος της πνευματικής διαστροφής, ως σκοτεινό νέφος που επισκιάζει τον νοητό ήλιο της θείας αγάπης. Η ψυχή, φυλακισμένη στο κελί της αυτοδικαίωσης, μετατρέπει την αγάπη σε όργανο εξουσίας και την αλήθεια σε μέσο καταδυνάστευσης, όμοια με χειμερινή νύχτα που καταπνίγει κάθε σπέρμα εαρινής αναγεννήσεως. Όπως το παγωμένο έδαφος αρνείται τη ζωογόνο δύναμη της άνοιξης, έτσι και η καρδιά των υποκριτών απωθεί τη θέρμη της θείας χάριτος, μένοντας έρημη από το φως της αληθείας. «Ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» (Λουκ. 13,16), υπενθυμίζει ο Κύριος, αποκαλύπτοντας την τραγική ειρωνεία της καταστάσεως, καθώς οι αυτόκλητοι φύλακες της παραδόσεως μεταβάλλονται σε δεσμοφύλακες της ελευθερίας που χαρίζει το Πνεύμα.
Η συγκύπτουσα γυνή στέκεται ως ζωντανό σύμβολο της ανθρωπότητας που περιμένει τη λύτρωση. Η σωματική της κύρτωση αντικατοπτρίζει την πνευματική συστολή των ψυχών που δεσμεύονται από τα πάθη και την υποκρισία. «Ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» (Λουκ. 13,16), η υπενθύμιση του Κυρίου ηχεί ως καμπάνα που διαπερνά το σκοτάδι της πνευματικής αναισθησίας.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την προϋπόθεση αναφοράς του ονόματος του συγγραφέα, Επισκόπου Μελιτηνής Μαξίμου Παφίλη.
* Φωτογραφία: Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Τζιόττο ντι Μποντόνε, Σκηνές από τη ζωή του Χριστού. Παρεκκλήσι Σκροβένι (Αρένα), Πάδοβα.
[1] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, “Τα Εὑρισκόμενα Πάντα” [The Complete Findings], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 123 (Paris: J.-P. Migne, 1864), 916.