You are currently viewing Η συμβολή του Αποστόλου Παύλου στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ποινικού Δικαίου

Η συμβολή του Αποστόλου Παύλου στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ποινικού Δικαίου

  • Reading time:1 mins read

Χριστιανισμός και Δίκαιον.

Άρθρον υπό του κ. Πέτρου Ρηγάτου
Δικηγόρου παρ΄Αρείω Πάγω
Νομικού Συμβούλου της Ι.Μητροπόλεως Πατρών

Το σπουδαιότερο πρόβλημα που απασχολεί ακόμη και σήμερα όχι
μόνο τη θεωρία, αλλά και την πράξη του δικαίου, είναι το πρόβλημα της
ερμηνείας του Νόμου.Οι μεγαλύτεροι νομοδιδάσκαλοι, από τον
Αριστοτέλη, που πολύπλευρο πνεύμα καθώς ήταν πραγματεύθηκε τα
προβλήματα του δικαίου κατά τρόπον απαράμιλλο, μόχθησαν για τη
σωστή ερμηνεία του Δικαίου γράφοντας τόμους ολόκληρους.Η
ενασχόληση όμως του Νομικού Αποστόλου Παύλου με το τεράστιο και
ζωτικό αυτό νομικό ζήτημα, συνετέλεσε στο να ξεπεραστεί ο
Αριστοτέλης.Η συμβολή του Παύλου στο πρόβλημα αυτό συνίσταται
στο ότι καθυπέβαλε την ερμηνεία του νόμου στον έλεγχο της
χριστιανικής αγάπης, και έτσι συνετέλεσε όσο κανένας από τους κατά
κόσμον νομικούς στη θεμελίωση της τελεολογικής μεθόδου ερμηνείας
του Δικαίου, με την διατυπωμένη σε ύφος Ρωμαίου νομοδιδασκάλου
θεμελιώδη αρχή του, «το γαρ γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα
ζωοποιεί».Με την ερμηνευτική αυτή αρχή ο Παύλος υπερακοντίζοντας
τον Αριστοτέλη και προπορευόμενος από όλους τους φιλοσόφους του
Δικαίου, καταργεί την τυραννική για το Δίκαιο θεωρία της ταυτότητος
του γράμματος (VERBUM) του νόμου με το πνεύμα (VOLUNTAS) αυτού
και τοποθετεί στη θέση της γραμματικής ερμηνείας το δικό του δόγμα,
για μια ελεύθερη ερμηνεία στηριγμένη στο ζωοποιό πνεύμα του
νόμου.Ο Παύλος δεν δημιουργεί μόνος του δική του νομολογία, όπως
λένε οι νομικοί, αλλά ακολουθεί τα προστάγματα του Διδασκάλου
του.Ας μη λησμονούμε ότι πριν από τον Παύλο ο Χριστός εδίδαξε την
ελεύθερη ερμηνεία του Δικαίου λέγοντας επιτιμιτικά στους Φαρισαίους
«μην κρίνετε κατ΄όψιν αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε».Αυτήν την
δικαίαν κρίσιν τη στηρίζει πάνω στο πνεύμα του νόμου ακολουθώντας
τις νομικές απόψεις του διδασκάλου του Γαμαλιήλ.

2

Σύμφωνα δε με τη θεωρία του Αποστόλου Παύλου η αναζήτησις του
σωστού περιεχομένου του νόμου πρέπει να επιχειρηθεί πέρα από τις
λέξεις του κειμένου του νόμου.Ο ερμηνευτής του νόμου δεν πρέπει να
«σκοπεί τα βλεπόμενα» αλλά «τα μη βλεπόμενα», δηλαδή την ψυχή
του νόμου.Γι΄αυτό ο Παύλος αποφαίνεται «νυνί δε κατηργήθημεν από
του νόμου αποθανόντες εν ω κατεχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν
καινότητι πνεύματος και ου γράμματος.Η χριστιανική αποκάλυψις
προσδίδει και στο νόμο καινούριο περιεχόμενο, διαποτισμένο από την
αγάπη και αυτό το καινούριο περιεχόμενο του νόμου οφείλει τώρα να
αναζητήσει ο ερμηνευτής, ενεργώντας «ου κατά σάρκα» αλλά «κατά
πνεύμα» «το γαρ πνεύμα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του
πνεύματος ζωή και ειρήνη».Ακρωγωνιαίος λίθος του οικοδομήματος
της ερμηνείας του Δικαίου είναι η ανεύρεσις του σκοπού του Νόμου
και η εναρμόνησις του περιεχομένου του σύμφωνα με αυτόν.Πρέπει να
προσέξομε όμως μια λεπτομέρεια.Μια λεπτομέρεια χωρίς την οποία
ανατρέπονται τα όσα ανωτέρω υπογραμμίσαμε.Ο νόμος δεν είναι
αυθύπαρκτος και αυτοτελής, αλλά αποτελεί μέρος αρμονικού συνόλου
διατάξεων που βρίσκονται σε ενότητα και αλληλοεξάρτηση.Καθένας
από τους ειδικώτερους σκοπούς του νόμου τείνει στην πραγμάτωση του
γενικού σκοπού.Η ενότητα των μερικωτέρων σκοπών των διατάξεων
του νόμου δεν επιτρέπει την ερμηνεία, με βάση ένα μόνον μέρος του
νόμου. «Ου δει δικάζειν ή αποκρίνεσθαι από προσκομιδής μέρους
νόμου», αποφθέγγονταν οι Ρωμαίοι και «μη προς το μέρος, αλλά προς
το όλον σκοπείν» υπεστήριζε ο Αριστοτέλης.Ο Απόστολος κατέχει
απόλυτα τη σπουδαιότητα που έχει ο σκοπός του νόμου για την ορθή
ερμηνεία και εφαρμογή του.Ποιός είναι ο σκοπός του; Η απάντηση
δίδεται από τον Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του «πλήρωμα
ουν νόμου η αγάπη».Για τον Παύλο «ο αγαπών τον έτερον νόμον
πεπλήρωκεν, το γαρ ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ουκ επιθυμήσεις και ει
τις ετέρα εντολή, εν τω λόγω τούτω ανακεφαλαιούται, αγαπήσεις τον
πλησίον σου ως σε αυτόν» (Ρωμ. ιγ΄8 επ.) (διότι εκείνος που αγαπά τον
άλλον έχει εκπληρώσει δια της αγάπης τον όλον νόμον.Έχει δε
εκπληρώσει τον νόμον διότι οι εντολές του Θεού περιλαμβάνονται και
συγκεφαλαιώνονται εις αυτό το παράγγελμα, εις το να αγαπήσεις τον
πλησίον σου σαν τον εαυτό σου).
Είναι δε η Χριστιανική αγάπη το μόνον δυνατόν μέσον για την
αποκάλυψιν και την εφαρμογήν της ιδέας της δικαιοσύνης στη
συγκεκριμένη περίπτωση.Γι΄ αυτό και ο Παύλος βροντοφωνεί
«Πλήρωμα νόμου η αγάπη».Και η φράσις αυτή συνοψίζει ολόκληρη τη
συγχρονισμένη τελεολογική μέθοδο της ερμηνείας του νόμου, με

3

αντιλήψεις επιεικείς και κατά αμιγή χριστιανική κοσμοθεωρία.Η
ερμηνεία του νόμου αποδεσμευμένη, σύμφωνα με την διδασκαλία του
Παύλου από την δικαιοκτόνο τυπολατρία, στρέφεται και
προσανατολίζεται προς νέες κατευθύνσεις, προς νέαν κατεύθυνσιν,
στον καθολικό σκοπό του Νόμου, την αγάπη.Ο Παύλος αντιπαθεί
περισσότερο από τον καθένα τις «νομικές μάχες», τις άγονες δηλαδή
θεωρητικές ενασχολήσεις «εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι», γι΄αυτό
και θέτει στο δίκαιο σκοπό συγκεκριμένο, σαφή, περιεκτικό, εύληπτο,
την Χριστιανική Αγάπη, με την οποία πράγματι ζωογονεί το Δίκαιον.
Το σύγχρονο ποινικό δίκαιο οικοδομείται πάνω στη θεμελιώδη αρχή
«NULLUM CRIMEN NULLA POENA SINE LEGE».Με βάση την αρχή αυτή
δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα και δεν επιβάλλεται ποινή, χωρίς να
προϋπάρχει της πράξεως νόμος που να την προβλέπει ρητά.Η αξία της
αρχής αυτής είναι ανυπολόγιστη αν σκεφθεί κανείς πως ορθώθηκε σαν
απροσπέλαστο τείχος κατά της αχαλίνωτης δικαστικής αυθαιρεσίας και
της αβεβαιότητος και αστάθειας του Δικαίου, για να προστατεύσει από
αυτές την προσωπική κυρίως ελευθερία του ανθρώπου.Το αξίωμα αυτό
το βρίσκομε αυτούσια διατυπωμένο στον Θείο Απόστολο Παύλο και
ειδικώτερα στην προς Ρωμαίους επιστολή, που αξιολογείται σαν νομική
πραγματεία του Παύλου.Γράφει λοιπόν προς τους Ρωμαίους ότι «ου
γαρ ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις» (Ρωμ. Δ΄15) και συμπληρώνει
«αμαρτία ουκ ελλογείται μη όντος νόμου» (Ρωμ. ε΄μ13) (η αμαρτία
όμως δε λογαριάζεται και δεν καταλογίζεται σαν ενοχή, όταν δεν
υπάρχει νόμος, δια της παραβάσεως του οποίου συντελείται η
αμαρτία).Ο Παυλικός αυτός κανόνας δεν αποτελεί απλή προεικόνιση
του σύγχρονου «αδίκημα δεν υφίσταται και ποινή δεν επιβάλλεται
άνευ νόμου ορίζοντος περί αυτών προ της τελέσεως των πράξεων»
αλλά αυθεντική θεμελίωση αυτού.Και ας μη θεωρήσει κανείς ότι τα
προαναφερθέντα χωρία από τις επιστολές του Παύλου είναι τα μόνα
που αναφέρονται στο ποινικό αυτό δόγμα.Υπάρχουν και άλλα πολλά
χωρία των επιστολών του που μαρτυρούν ότι ο νομικός Απόστολος
ασχολείται ειδικά με τη θεμελίωση της βασικής αυτής αρχής του
ποινικού δικαίου.Παρόμοια χωρία είναι τα εξής : α) «διά γαρ νόμου
επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ. γ΄20) (διότι με το νόμο επιτυγχάνεται μόνον
να γνωρίσει καλά ο άνθρωπος την αμαρτωλή του κατάστασιν), β)
«χωρίς νόμου αμαρτία νεκρά», γ) «νόμος δε παρεισήλθεν ίνα πλεονάση
το παράπτωμα (Ρωμ. ε΄20) κ.λ.π. Η λογική αυτή προτεραιότητα του
νόμου απέναντι στην παράβαση δεν επιτρέπεται να ανατρέπεται και να
γίνεται ο νόμος ακολουθία του παραπτώματος.Διότι τότε πρόκειται
περί απαραδέκτου ποινικοποιήσεως.Από τον Παύλο παρέλαβε τη

4

θεμελιώδη αυτή Αρχή το Ρωμαϊκό Δίκαιο με τον Ουλπιανό και στη
συνέχεια πέρασε στο Βυζαντινό Δίκαιο.Από αυτό μεταλαμπαδεύτηκε
στη Δύση και από εκεί μετεδόθη σε όλο τον ελεύθερο κόσμο.Επομένως
η πρώτη τιμή για τη θεμελίωση του ποινικού αυτού δόγματος αρμόζει
στον Παύλο, που εύλογα διεκδικεί την πατρότητά της και όχι στον
FEUERBACH.Ο τελευταίος αυτός περιορίστηκε στο να καθιερώσει τη
λατινική ορολογία της αρχής.