της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Ιστορικός- Διεθνολόγος
Ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, πρώην Πρόεδρος του Ιράν και ένας ιδιαίτερα σκληροπυρηνικός πολιτικός, του οποίου οι δηλώσεις έριχναν συνεχώς λάδι στη φωτιά όσον αφορά τις σχέσεις του Κράτους του με τη Δύση, αλλά κυριότατα με το Ισραήλ, επισκέφθηκε και είχε θερμή συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, κκ. Βαρθολομαίο.
Η συνάντηση αυτή, όπως ειπώθηκε από τα ΜΜΕ, έγινε με πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου του Ιράν. Στο σημείο αυτό εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, αφού η συνάντηση έγινε με ιδιωτική προαίρεση πού είναι το νέο και ποιος ο λόγος να δίνεται διάσταση σε μια είδηση και μάλιστα στην επίσκεψη ενός πρώην επικεφαλής Κράτους στο Φανάρι;
Αρχικά, οφείλουμε να σταθούμε στο γεγονός, ότι ο Αχμαντινετζάντ δεν ήταν Πρόεδρος ενός οποιουδήποτε Κράτους, αλλά επί σχεδόν μία δεκαετία (2005-2013) του Ιράν. Συγχρόνως, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η διεκδίκηση της Προεδρίας της χώρας κατά τις εκλογές του Ιουνίου 2021 και μάλιστα τα νομικά κωλύματα είχαν κυριότατο έρεισμα την αντίθεση με τον Αγιοταλάχ Αλί Χαμενεΐ σε θέματα θεσμικής φύσης όσον αφορά τη διάρθρωση του ιρανικού Κοινοβουλίου και τον έλεγχο αυτού, που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αχμαντινετζάντ. Οι δύο άνδρες, ο πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης, κάθε άλλο παρά μεταξύ τους είχαν εχθρική σχέση κατά το πολύ πρόσφατο παρελθόν,εκτός από το σημείο που προαναφέρθηκε. Παράλληλα, οφείλουμε να δηλώσουμε ότι ο Αχμαντινετζάντ είναι ένα πολύ ισχυρό πολιτικό πρόσωπο στη χώρα του, που ασκεί μεγάλη επιρροή, κυρίως, στα λαϊκά στρώματα ακόμα και τώρα. Ο νυν Πρόεδρος της χώρας, Εμπραχίμ Ραϊσί, ένας υπερσυντηρητικός πολιτικός και δικαστής, κατέχοντας συγχρόνως την ιδιότητα του Χοτζατολεσλάμ, μία βαθμίδα στο σιιτικό Ισλάμ κατώτερη από τον Αγιοταλάχ, μαζί με τον Αχμαντινετζάντ θεωρούνται εν πολλοίς οι δύο πολιτικοί άνδρες που διακυβερνούν την ακραία συντηρητική, πολιτική παράταξη του Ιράν, μία συνθήκη εν πολλοίς που εκτός των άλλων αποδεικνύει και γιατί υπήρξε νομικό κώλυμα εκλογιμότητας του Αχμαντινετζάντ.
Ως γνωστόν, το Ιράν από το 1979, αλλά κυρίως το 1985 που επήλθε το ακραίο ρήγμα ανάμεσα σε Ιράν και ΗΠΑ, με συνέπεια η τελευταία να βγάλει τον περίφημο, εθνικό νόμο Iran Sanction Act (γνωστό ως ISA), κάνοντας λόγο για λίστα «κρατών – τρομοκρατών», θεωρείται το πλέον θεοκρατικό Κράτος του Διεθνούς Συστήματος, όπου η πολιτική ηγεσία είναι υπόλογη στη θρησκευτική εξουσία του εκάστοτε Αγιοταλάχ. Η εσωτερική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού περνάει από τον έλεγχο του εκάστοτε θρησκευτικού ηγέτη, μία συνθήκη που όπως γράψαμε πιο πάνω, στοίχισε την υποψηφιότητα του Αχμαντινετζάντ, επειδή πρότεινε στον Αγιοταλάχ συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις.
Όμως ο πρώην Πρόεδρος δεν παύει να έχει έρεισμα στο λαό, σχεδόν πλήρη έλεγχο, εκτός των άλλων και λόγω της κοινωνικής καταγωγής του, μία συνθήκη που ούτε ο Αγιοταλάχ ούτε ο Ραϊσί, ο οποίος δεύτερος εκτός των άλλων όχι μόνο της ιδιότητας του καδή (δηλαδή του δικαστικού), αλλά και εξαιτίας της καταγωγής ανήκει στην ιρανική ελίτ, μπορούν να παραβλέψουν, πόσω δε μάλλον τη δεδομένη χρονική στιγμή που στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια σημειώνονται γεωπολιτικές αλλαγές, ενώ τρέχει μία σοβαρή διαπραγμάτευση με την ΕΕ (ως διαμεσολαβήτρια) και τις ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα. Δεν υπάρχει περίπτωση, η θρησκευτική – πολιτική ηγεσία του Ιράν να επιδιώκει εσωτερικές επαναστάσεις από τα λαϊκά στρώματα τη δεδομένη περίοδο, πόσω δε μάλλον με ένα γνωστό “παρελθόν” του νυν Προέδρου απέναντι στις λαϊκές μάζες.
Η επίσκεψη του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ στον Ανώτατο Θρησκευτικό Ηγέτη της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, θα πρέπει τη δεδομένη στιγμή, και λόγω της γνώσης που υφίσταται για το ότι η θρησκευτική ηγεσία στο Ιράν θεωρείται ανώτερη από την πολιτική ηγεσία, όχι απλά να τη δούμε ως μία συμβολική κίνηση, αλλά ως μία πλήρη αναγνώριση και σεβασμό στον Προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Ιράν. Και γιατί όχι στήριξη;
Και εδώ προκύπτει «ατύχημα» Διπλωματικό; Το Ιράν θεωρείται συμμαχικός εταίρος τόσο της Ρωσίας όσο και της Τουρκίας. Η Ρωσία το τελευταίο διάστημα, χρησιμοποιώντας τη θρησκευτική διπλωματία προσπαθεί να πιέσει την Ελλάδα απέναντι στο ουκρανικό (ας μην ξεχνάμε την αναγνώριση της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αυτοδιοίκητη Εκκλησία), δημιουργώντας θύλακες σε περιβάλλοντα που ανήκουν στο Δευτερόθρονο Πατριαρχείο, αυτό της Αλεξανδρείας και μέχρι το 2004 σημειακό εταίρο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Την Πέμπτη, ο κ. Λαβρόφ είχε επικοινωνία με τον κ. Δένδια για τις επικείμενες νομοθετικές κυρώσεις που επεξεργάζεται το αμερικανικό Κογκρέσο εναντίον της Ρωσίας. Η Ρωσία και παρά το ατόπημα απέναντι στα δύο Παλαίφατα Πατριαρχεία έχει ανάγκη την Ελλάδα, και μετά μάλιστα την επίσκεψη του Ιρανού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι μία πολιτικό – διπλωματική κίνηση που το ρωσικό Κράτος έχει βρεθεί πολύ εκτεθειμένο. Γιατί οφείλουμε να πούμε αυτό; Οι ανατολικές Κοινωνίες που θεωρούνται παραδοσιακές εδράζουν την πολιτική τους επιβίωση στη θρησκευτική Διπλωματία και αυτό φανερωνεται τόσο ανατρεχοντας στην πολιτική και διπλωματική τους Ιστορία όσο και στο σήμερα. Η Θρησκεία θεωρείται αλληλένδετο τμήμα της Πολιτείας τους! Μία πολιτική κίνηση κάθε πολιτικού ηγέτη της ανατολικής περιφέρειας συνοδεύεται από ένα υποβοηθούμενο μηχανισμό που εδράζεται στο πολιτικό σκέλος της Θρησκείας. Και οφείλουμε να πούμε, καθώς μιλάμε μόνο για Πολιτικό Ισλαμ, ότι όλες οι Θρησκείες έχουν πολιτική πτυχή!
Και ενώ οι Δυτικές Κοινωνίες αν και συμπεριφέρονται στα πλαίσια μιας Πολιτείας που διαχωρίζει το θρησκευτικό από το πολιτικό στοιχείο διοίκησης του εσωτερικού περιβάλλοντος, ωστόσο και μόνο η ύπαρξη του Κράτους του Βατικανού, και μόνο ότι το Στέμμα στη Μ. Βρετανία έχει ταυτόχρονα θρησκευτική και πολιτική ηγεσία και μόνο ότι ο Προτεσταντισμός στηρίχθηκε στην εδραίωσή του και αποκοπή του από τον Καθολικισμό σε κοινωνικό – πολιτικά αιτία, είναι τελείως αδόκιμο η Ελλάδα που είναι ένα Κράτος που το εθνικό του σύμβολο έχει τον σταυρό, να υποβαθμίζει στην πολιτειακή, πολιτική και κοινωνική της ζωή, την ισχύ που έχει η Θρησκεία, όταν οι ίδιες οι Δυτικές Κοινωνίες επί της ουσίας και στη βάση των ανωτέρω την θεωρούν αλληλένδετο στοιχείο της κοινωνικής τους επιβίωσης.
Φυσικά, τελειώνοντας για την επίσκεψη Αχμαντινετζάντ στο Φανάρι, η Τουρκία κάθε άλλο παρά ευχαριστημένη θα είναι. Και κατά πόσο η επίσκεψη του πρώην Προέδρου του Ιράν ήταν ιδιωτικής πρωτοβουλίας (;;;;), αν και όπως περιγράψαμε πιο πάνω το Ιράν είναι από μόνο του ένα case study Διπλωματίας και Πολιτικής, θα φανεί από τις θέσεις που θα πάρουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη από αυτήν τη συνάντηση.
Πάντως για την Ελλάδα ήταν βούτυρο στο ψωμί της.
*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός – Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα ΑΠΘ (Νομικής Σχολής και Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ), Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και της Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)
Geopolitics & Daily News