Του π. Ηλία Μάκου
Η ανάβαση στο ερειπωμένο Μοναστήρι των Αγίων Σαράντα, που βρίσκεται πάνω από την πόλη των Αγίων Σαράντα και το οποίο δεν αποδόθηκε ακόμη στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, κάνει τον οποιονδήποτε να καταλάβει πως “η ψυχή δεν έχει ηλικία”.
Διότι, μπορεί οι τοίχοι του Μοναστηριού να είναι γκρεμισμένοι, οι πέτρες σωριασμένες και κάποιες αγιογραφίες, που σώζονται, φθαρμένες, ωστόσο το πνεύμα του Χριστιανισμού υπάρχει ανόθευτο στο σιωπηλό ιερό τόπο.
Και μαρτυρά ότι η αδούλωτη ψυχή δεν παύει να ζει, είναι αιώνια, είναι αυτή, που κινεί το σώμα και δαμάζει το χρόνο και μένει ανέπαφη από τη φθορά του.
Ανάμεσα στα χαλάσματα νιώθει κανείς ότι, ειδικά στις ημέρες μας, οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, μπορούν να μας στηρίξουν αν τους έχουμε πρότυπα, παρηγοριά και οδηγούς στην πνευματική μας ζωή.
Μπορούμε να τους μιμηθούμε στην πίστη, στην αγάπη, στις αρετές, στην επιμονή των αγώνων τους.
Από το Βυζαντινό Μοναστήρι του 6ου αι. των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, πήρε την ονομασία της η πόλη των Αγίων Σαράντα.
Σήμερα είναι ρημαγμένο, παρά την επιθυμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας να το αναστηλώσει.
Όμως, δεν της έχει επιστραφεί από το κράτος, αν και διαδικαστικά, εδώ και πολλά χρόνια, της έχει αναγνωριστεί η κυριότητα.
Είναι σίγουρο πως αν περιέλθει στην κατοχή της, όπως είναι το νόμιμο και φυσιολογικό, θα ξαναποκτήσει την παλαιά αίγλη του.
Άλλο μελανό σημείο είναι ότι στη μετακομμουνιστική Αλβανία οι χώροι γύρω από το Μοναστήρι απαραχωρήθηκαν παράνομα σε άτομα.
Και, όμως, ακόμη και μέσα από τα ερείπια διαφαίνεται η λάμψη της Ορθοδοξίας στο διάβα του χρόνου.
Στην τοποκή κοινωνία έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι το τελειωτικό χτύπημα στη Μονή δόθηκε το 1944, όταν βομβαρδίστηκε από τον Βρετανικό στόλο, που θεώρησε ότι εκεί ήταν εγκατεστημένη γερμανική φρουρά.
Ωστόσο ιστοριογράφοι θεωρούν ότι ολοκληρωτικά δεν καταστράφηκε τότε, αλλά αργότερα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο διάσημος αγγλικός ερευνητής και αρχαιολόγος Richard Hodge, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το μνημείο, λέει ότι η κατεδάφιση της εκκλησίας και των παρακείμενων κτιρίων της προκλήθηκε από την ενδεχόμενη χρήση εκρηκτικών από τις κομμουνιστικές κρατικές δυνάμεις τη δεκαετία του 1950, οπότε και καταστράφηκε ολοσχερώς η επιφάνειά του, ενώ οι τοίχοι των υπογείων κατακομβών, έχουν υποστεί ζημιές σε ορισμένα σημεία.
Δηλαδή το Μοναστήρι ήταν λειτουργικό, με περιόδους ακμής και παρακμής, από τη σύστασή του και μέχρι τις διώξεις από το αθεϊστικό καθεστώς.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από μια επιστολή του Ιανουαρίου του 1939, με την οποία ο τότε Αρχιεπίσκοπος διαμαρτύρεται ότι οι Iταλοί στρατιώτες κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις του, παρεμποδίζοντας τους κληρικούς και τους πιστούς στην εκτέλεση των εκλησιαστικών καθηκόντων τους.
Αρχαιολογικές ανασκαφές, που έγιναν κατά καιρούς, αποκάλυψαν αγιογραφίες στις υπόγειες κατακόμβες.
Θεωρείται ότι είναι από τις παλαιότερες της Βυζαντινής περιόδου, που διασώζονται.
Σε μια από αυτές απεικονίζεται το σύμβολο του σταυρού, μια βάρκα και κάποια φυτικά μοτίβα.
Οι υπόγειες κατακόμβες είναι ένα λαβυρινθώδες σύνολο από διαδρόμους και θαλάμους.
Σύμφωνα με καταγραφές, ο ναός του Μοναστηριού είχε 40 μ. μήκος και 24 μ. πλάτος.
Εξωτερικά η τοιχοποιία αποτελούνταν από παράθυρα, πόρτες και καμάρες στο ρυθμό της Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.
Από τον 6ο αιώνα, που πρωτοϊδρύθηκε, έγιναν αρκετές προσθήκες και τροποποιήσεις στα κτίσματα.
Πάντως αυτό το μνημείο είναι μια ακόμη μαρτυρία αδιάψευστη ότι η θεία προέλευση της Ορθοδοξίας, της δίνει ένα απέραντο κύρος και μια απέραντη αυθεντία, που έχουν αιώνιο χαρακτήρα, που δεν σβήνουν, δεν χάνονται, αλλά πάντοτε ακτινοβολούν και καθοδηγούν.
Αποτελεί και μια υπενθύμιση, έστω και μέσα από τα γκρεμίσματα, ότι η Ορθοδοξία είναι εμποτισμένη από μια ευρύτητα και ελευθερία, που σε κάθε εποχή και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ανοίγει ορίζοντες.