You are currently viewing Η Ορθόδοξος Θεολογία εν όψει σύγχρονων προκλήσεων

Η Ορθόδοξος Θεολογία εν όψει σύγχρονων προκλήσεων

  • Reading time:1 mins read
Δημήτριος (Τρακατέλλης), Αρχιεπίσκοπος π.Αμερικής

 

Μέ ἱερά αἰσθήματα ἰδιαιτέρας τιμῆς καί ἀνυποκρίτου ἀγάπης ἐν χριστῷ Ἰησοῦ συμμετέχω στόν παρόντα τιμητικό τόμο, ἀφιερωμένο στόν μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριο κύριο Ἱερώνυμο, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς συμπληρώσεως δεκαπέντε ἐτῶν τῆς σεπτῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς διακονίας
του.

Μέ τόν μακαριώτατο μέ συνδέει μακροχρόνια γνωριμία καί φιλία. Ἀκόμη τόν ἐνθυμοῦμαι ὡς πρωτοετῆ φοιτητή τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί καποδιστριακοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. μετά ταῦτα, τόν ἐνθυμοῦμαι ὡς ἄριστο Φιλόλογο καί Θεολόγο μέ εἰδίκευση στήν Ἀρχαιολογία, καί ὡς Φιλόλογο καθηγητή σέ Γυμνάσια τῶν Ἀθηνῶν.

Μετά τήν χειροτονία του σέ Διάκονο καί πρεσβύτερο, ἐνθυμοῦμαι τήν ἐντυπωσιακή ἐπί δεκατέσσερα συναπτά ἔτη διακονία του ὡς πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας, ὡς ῾ηγουμένου τῶν Ἱ. μονῶν Σαγματᾶ καί Ἁγίου Λουκᾶ καί ὡς Γραμματέως καί Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἐν συνεχείᾳ, ἡ ἐκλογή του ὡς μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας τοῦ παρέσχε τήν δυνατότητα ἀναπτύξεως ἐπί εἰκοσιεπτά χρόνια ἐκτεταμένης, μεθοδικῆς καί πολυπλεύρου ποιμαντικῆς, φιλανθρωπικῆς καί ἱεραποστολικῆς δράσεως.

Ἡ δεκαπενταετής θητεία του στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῆς ἐν χριστῷ ἡγεσίας τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνέδειξε ἔτι πλέον τά πνευματικά καί ποιμαντικά χαρίσματα τοῦ μακαριωτάτου, περί τῶν ὁποίων εἶμαι βέβαιος ὅτι ἄλλοι γράφουν στόν παρόντα τόμο.

Ἀπό τήν δική μου πλευρά, στή διάρκεια τῆς θητείας μου ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς εἶχα τήν ἐποικοδομητική καί λίαν εὐχάριστη εὐκαιρία ἐπικοινωνίας μαζί του, τόσο ὡς μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας ὅσο καί ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης ῾ελλάδος.

Διατηρῶ πολύ ἔντονη τήν ἀνάμνηση τῆς ἐπικοινωνίας καί συνεργασίας μας κατά τήν περίοδο τῆς μεγάλης οἰκονομικῆς κρίσεως τῆς Ἑλλάδος. τότε ἡ Ὁμογένεια τῆς Ἀμερικῆς ἐθαύμασε τήν πρωτοβουλία καί τό με- γάλο ἔργο τοῦ μακαριωτάτου, ἔργο καθημερινῆς διατροφῆς καί περιθάλψεως ἐπί μακρό χρονικό διάστημα πολλῶν χιλιάδων ἀνθρώπων.

Μάλιστα, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς, ἀναγνωρίζοντας τό μέγεθος καί τήν σπουδαιότητα τῆς προσφορᾶς αὐτῆς, προσπάθησε διά ἐπιφανῶν στελεχῶν της καί διά τοῦ διορθοδόξου ὀργανισμοῦ Διεθνεῖς Ὀρθόδοξες χριστιανικές Φιλανθρωπίες (International Orthodox Christian Charities) νά βοηθήσῃ οἰκονομικά καί ὀργανωτικά στό ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ μακαριωτάτου ἐπιτε- λούμενο ὑπέροχο φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.

Γιά τόν ἴδιο λόγο ἀναγνωρίσεως, ἀπό τό Ἑλληνικό κολλέγιο καί τήν Ἑλληνική Ὀρθόδοξο Θεολογική σχολή Βοστώνης σέ εἰδική τελετή ὁ μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Ἱερώνυμος τιμήθηκε με τόν τίτλο τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος Θεολογίας.

Κατακλείων τήν πολύ συνοπτική αὐτή προσωπική βιογραφική ἀναφορά, ἐκφράζω εὐλαβῶς τήν ὁλοκάρδια εὐχή ὑπέρ μακροημερεύσεως τοῦ μακαριωτάτου ἐν ὑγιείᾳ ἀκλινῆ πρός συνέχιση πολύκαρπο τοῦ δημιουργικοῦ καί ἱερωτάτου ἔργου του, καί προσφέρω πρός τιμήν του τό ἀκόλουθο σύντομο μελέτημα. τό μελέτημα αὐτό ἀναφέρεται ἐπιλεκτικά στό θέμα διαφόρων συγχρόνων προκλήσεων τίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία καί Ἐκκλησία (*).

Διευκρινίζεται ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση οἱ προκλήσεις δέν σημαίνουν ἀπαραιτήτως ἐχθρικές καταστάσεις ἀλλά κα- ταστάσεις στή σχέση μέ τίς ὁποῖες ἡ Θεολογία καί ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἔχουν λόγο καί θέση, λόγο καί θέση πίστεως καί εὐαγγελίου.

Ἡ πολιτιστική καί η πολιτισμική πρόκληση

Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της ὑπῆρξαν πάντοτε ἰδιαίτερα εὐαίσθητες στό πολιτι- στικό καί πολιτισμικό τους περιβάλλον, τό ὁποῖο περιλαμβάνει κοινωνικές, ἐθνικές, γεωγραφικές, ἐπιστημονικές, καλλιτεχνικές καί φυλετικές ἀπόψεις.

Ἀποτέλεσμα τῆς εὐαισθησίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἐμφάνιση τῆς λεγομένης «συσχετιστικῆς θεολογίας» (con- textual theology), ἡ ὁποία δίδει ἰδιαίτερη προσοχή στήν πολιτιστική συνάφεια, δηλαδή τό πολιτιστικό περιβάλλον καί τήν πολιτισμική πραγματικότητα μέσα στήν ὁποία λειτουργεῖ.

Στήν οὐσία, ἡ συσχετιστική θεολογία ἀρχίζει σάν μιά ἔκφραση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ἡ θεολογία πρόκειται νά μεταδώσῃ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου, αὐτό τό μήνυμα πρέπει νά μεταδοθῇ μέ ἕνα τρόπο συσχετιστικό, δηλαδή μέ τήν γλῶσσα καί τήν κατανόηση τῶν βασικῶν πολιτισμικῶν στοιχείων πού ἐπικρατοῦν στή δεδομένη γεωγραφική περιοχή.

Ἔτσι, ἡ συσχετιστική θεολογία παίρνει διαφορετικές μορφές σέ ἕνα ἀστικό κέντρο μιᾶς μεγαλουπόλεως τῆς εὐρώπης ἤ τῆς Ἀμερικῆς, σέ μιά ἀγροτική περιοχή τῆς Ἀφρικῆς, σέ μιά πυκνοκατοικημένη πόλη τῆς Ἰνδίας ἤ σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο χωριό τῆς πολυνησίας. Ἡ θεολογία, στή συνάντησή της μέ διαφορε- τικούς πολιτισμούς, φαίνεται νά γίνεται κατά κάποιον τρόπο συσχετιστική ὥστε νά εἶναι ἀποτελεσματική.

Ἐδῶ ὅμως ἀμέσως διαφαίνεται ἡ πρόκληση, δηλαδή ὁ κίνδυνος νά κυριευθῇ ἡ θεολογία ἀπό τήν φροντίδα, ἄν ὄχι ἀγωνία, γιά τόν πολιτιστικό της περίγυρο καί βαθμιαίως νά γίνῃ μιά θεολογία πού κάνει σοβαρές παραχωρήσεις προσαρμογῆς στό πολιτιστικό της περιβάλλον.

Στήν συνάντησή της μέ μιά συγκεκριμένη πολιτιστική πραγματικότητα σέ ἕνα συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον, καί τήν συνακόλουθη πρόκληση, ἡ Ἐκκλησία και ἡ θεολογία της ενδέχεται νά ἑστιάσουν τήν προσοχή τους σέ ὑπερβολικό βαθμό στήν πολιτιστική καί πολιτισμική αὐτή πραγματικότητα. αὐτό ἐνδέχεται νά μειώσῃ τήν σημασία πού πρέπει νά δίδεται στό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί στό πραγματικό περιεχόμενο τῆς θεολογίας.

Τό πολιτιστικό συμφραζόμενο μπορεῖ τελικά νά ὑποτάξῃ τό θεολογικό κείμενο. Ἔτσι τό γνήσιο μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου στήν πληρότητα καί ἀκεραιότητά του, ἐνδέχεται νά ὑποχωρήσῃ πολύ ἤ νά κάνῃ ἀνεπίτρεπτους συμβιβασμούς προσαρμογῆς πρός τό πολιτιστικό περιβάλλον.

Ἐν τούτοις αὐτός ὁ κίνδυνος, αὐτή ἡ πρόκληση, δέν ἐμποδίζει τήν συνάντηση, ἡ ὁποία πρέπει νά γίνῃ. στήν οὐσία αὐτή ἡ συνάντηση γίνεται ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία παρουσιάστηκε ἐπάνω στή γῆ.

Ἡ καινή Διαθήκη, γραμμένη στήν Ἑλληνική, εἶναι ἕνα ὡραῖο παράδειγμα μιᾶς τέ- τοιας συναντήσεως. οἱ Ἀπολογητές τοῦ δεύτερου αἰώνα εἶναι ἕνα ἄλλο. στούς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ πρόκληση ὑπερνικήθηκε καί ἡ συνάντηση θεολογίας καί πολιτισμοῦ παρήγαγε καταπληκτικά ἀποτελέσματα.

Στά ἔργα τῶν μεγάλων πατέρων καί Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἰωάννου χρυσοστόμου καί Γρηγορίου Νύσσης, λόγου χάριν, βλέπουμε τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου στήν ἀκεραιότατη ἀκτινοβολία καί αὐθεντικότητά του, δοσμένο στήν πιό ἐκλεπτυ σμένη πολιτισμική του συνάφεια, μέ τά πιό λαμπρά, γλαφυρά καί ὄντως εὐφυέστατα μέσα ἐπικοινωνίας πού μπορεῖ νά προσφέρει ἕνας πολιτισμός καί ἡ γλῶσσα του.

Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική τῆς θεολογίας γιά κάθε δεδομένη πρόκληση προερχόμενη ἀπό οἱονδήποτε πολιτισμό: νά μεταδώσῃ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου ἄθικτο, ἀκέραιο, ἀνόθευτο· καί νά τό παρουσιάσῃ μέ τά πιό ἔξοχα μέσα ἐπικοινωνίας πού μπορεῖ νά παράσχῃ ἕνα πολιτιστικό περιβάλλον. πρόκειται γιά τήν προοπτική τοῦ τέλειου τρόπου ἐπικοινωνίας καί μεταδόσεως τῆς τέλειας ἀλήθειας, ὅπως αὐτή φανερώθηκε ἀπό τόν Θεό ἐν χριστῷ καί ὅπως παραδόθηκε ἀπ’αὐτόν στήν Ἐκκλησία.

Ἡ πρόκληση ἀπό τήν ὕπαρξη καί δράση τῶν Παγκόσμιων θρησκεΙῶν

Ἡ δεύτερη κύρια πρόκληση προέρχεται ἀπό τήν σχέση μεταξύ τῆς χριστιανικῆς θεο- λογίας καί τῶν μή χριστιανικῶν θρησκειῶν, ὅπως, λ.χ., τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Ἰσλαμισμοῦ ἤ τοῦ Βουδισμοῦ.

Ἡ πρόκληση αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί ἡ ἀντιμετώπισή της ὠθεῖ τήν θεολογία σέ ποικίλες καί πολύπλοκες ἐνέργειες, τίς ὁποῖες δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναλύσουμε ἐδῶ. Ἁπλῶς, ἀξίζει νά στρέψουμε τήν προσοχή μας σέ ἕνα συγκεκριμένο φαινόμενο πού πιθανόν νά προκύψῃ. πρόκειται γιά τό φαινόμενο τῆς «ἐλαχιστοποιητικῆς», τῆς «μινιμαλιστικῆς» θεολογίας (minimalist theology).

Αὐτή εἶναι μία θεολογία, ἤ μᾶλλον μία τάση τῆς θεολογίας, ἡ ὁποία προσφέρει τό ἐλάχιστο δυνατό, τό μίνιμουμ, ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας στή συνάντησή της μέ τίς διάφορες παγκόσμιες θρησκεῖες.

Μέ τόν τρόπο αὐτό, πιστεύει ἡ μινιμαλιστική θεολογία ὅτι ἡ συνάντηση καθίσταται εὐκολότερη καί ὅτι ὁ διάλογος μεταξύ χριστιανῶν καί μή-χριστιανῶν διευκολύνεται. αὐτό πού πιθανῶς συμβαίνει ἐδῶ εἶναι μιά διαδι- κασία ἐλαχιστοποιήσεως καί παραμερισμοῦ τῶν δογμάτων καί τῶν ἀληθειῶν, οἱ ὁποῖες φαίνεται νά παρεμποδίζουν τούς μή-χριστιανούς νά φτάσουν σέ μιά κοινή βάση, σέ ἕνα ἀμοιβαῖα ἀποδεκτό ἔδαφος γιά συνάντηση καί διάλογο.

Ἐδῶ μποροῦμε νά παραθέσουμε ἕνα-δυό χαρακτηριστικά παραδείγματα. σέ μία συ- νάντηση, λόγου χάριν, μεταξύ χριστιανῶν καί Ἑβραίων, ἡ μινιμαλιστική θεολογία θά ἔτεινε νά ἐλαχιστοποιήσῃ τήν χριστολογία. αὐτό ἔχει ἤδη συμβεῖ.

Σέ πρόσφατες σχετικές περιπτώσεις, χριστιανοί θεολόγοι ἔχουν, κατά κάποιον τρόπο, μειώσει τόν κεντρικό ρόλο τῆς ἀναστάσεως τοῦ χριστοῦ, ὥστε νά παραμερίσουν ἕνα σημαντικό ἐμπόδιο στίς προσπάθειές τους νά δημιουργήσουν οὐσιαστικές ἐπαφές μέ Ἑβραίους θεολόγους.

Τό ἴδιο ἔχει συμβεῖ κατά τή διάρκεια συζητήσεων μεταξύ χριστιανῶν καί μου- σουλμάνων. τά βασικά καί ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ χριστιανισμοῦ κατά κάποιον τρόπο συμπιέστηκαν καί δόθηκε ἔμφαση σέ ἰδέες, ὅπως ἡ κοινή πίστη σέ ἕνα Θεό, οὕτως ὥστε νά μπορῇ πιό εὔκολα νά ἐγκαθιδρυθῇ κοινό θεολογικό ἔδαφος.

Ἡ μινιμαλιστική θεολογία φαίνεται νά εἶναι σοβαρή καί βεβαία πρόκληση σέ κάθε συνάντηση τοῦ χριστιανισμοῦ μέ ἄλλες θρησκεῖες. Ἄν πρόκειται νά πάρουμε τίς ἄλλες θρησκεῖες στά σοβαρά, τότε ὁ θεολογικός μινιμαλισμός δέν ἔχει θέση.

Ὁποιαδήποτε συνάντηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μέ τίς παγκόσμιες θρησκεῖες θά εἶναι ἄγονη, ἄν δέν παρουσιάσουμε τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὅπως ἀκριβῶς εἶναι.

Ἡ προοπτική ἐδῶ εἶναι νά μήν ὑποκύψουμε στήν πρόκληση καί δημιουργήσουμε μιά τεχνητή σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, βασισμένη στήν ἀπόκρυψη μικροῦ ἤ μεγάλου μέρους τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας.

Ἡ προοπτική μᾶλλον ἔχει νά κάνει μέ τήν σοβαρή μας προσπάθεια νά κατανοήσουμε τίς θρησκεῖες τῶν ἄλλων, νά τούς δοῦμε ὅπως εἶναι καί ἀντιστοίχως νά τούς ὁδηγήσουμε νά μᾶς δοῦν ὅπως ἀκριβῶς εἴμαστε.

Ἡ πρόκληση μιᾶς μινιμαλιστικῆς θεολογίας μπορεῖ καί πρέπει νά ξεπερασθῇ μέ τήν προοπτική μιᾶς θεολογίας ἡ ὁποία, ἀφ’ ἑνός μέν, κάνει μιά δυναμική καί συστηματική προσπάθεια νά καταλάβῃ τίς ἄλλες θρησκεῖες· ἀφ’ ἑτέρου δέ, τίς ἀντιμετωπίζει ὑπό τό φῶς τῶν ἀπαρασάλευτων δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὁλοκληρωμένης, γνήσιας χριστιανικῆς της ταυτότητος.

Ἡ πρόκληση ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία 

Περνοῦμε τώρα στήν πρόκληση πού δημιουργεῖται ἀπό τήν σχέση μεταξύ θεολογίας καί πολιτικῆς ἐξουσίας.

Τήν πολιτική ἐξουσία τήν ἐννοοῦμε ἐδῶ ὑπό εὐρύτατη ἔννοια: κρατική, πολιτικές διαδικασίες, διάφορα ἐπίπεδα διακυβερνήσεως, πολιτικές ἰδεολογίες, ἀκόμη καί διαδικασίες γνωστές διεθνῶς μέ τόν ὅρο «λόμπυ».

Στή μνήμη καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις προκλήσεων πού συνδέονται μέ τήν πολιτική ἐξουσία. οἱ μάρτυρες πολλῶν περασμένων αἰώνων ἤ καί τῆς συγχρόνου ἐποχῆς παραμένουν ἕνα ξεχωριστό μνημεῖο αὐτῆς τῆς συναντήσεως. Ἀντιθέτως, οἱ θεοκρατικές κυβερνήσεις τῶν μεσαιωνικῶν χρό- νων παρουσιάζουν ἕνα πολύ διαφορετικό παράδειγμα.

Στόν σύγχρονο κόσμο, ἡ πρόκληση πού προέρχεται ἀπό τήν συνάντηση θεολογίας καί πολιτικῆς ἐξουσίας ἔχει παραγάγει, μεταξύ ἄλλων, καί τό φαινόμενο τῆς λεγομένης «πολιτικῆς θεολογίας». αὐτή εἶναι μιά θεολογία ἡ ὁποία προσφέρει μιά θεωρητική βάση γιά πολιτική δράση καί διακηρύττει τήν οὐσιαστική ἀνάμιξη τῆς Ἐκκλησίας στίς πολιτικές διαδικασίες.

Αὐτή ἡ ἀνάμιξη μπορεῖ, ἀπό τή μία πλευρά, νά ἔχῃ ἄμεση ἐπίδραση σέ πολιτικά ζητήματα, μέ τό νά εἶναι μιά δυνατή φωνή σέ διαμάχες πού ἀναφέ- ρονται σέ ἐπίμαχα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἐπιδεκτικά πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως ἤ κυ- βερνητικῆς ἀναμίξεως.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀνάμιξη τήν ὁποία ὑποστηρίζει ἡ πο- λιτική θεολογία μπορεῖ νά σημαίνῃ προσπάθεια γιά κατάληψη πολιτικῶν ἀξιωμάτων ἤ ἐπιδίωξη κάποιων θέσεων στήν πολιτική ἤ στήν κυβερνητική ἱεραρχία.

Ὁ κοινός παρονομαστής σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι εἴτε ἡ πολιτική δράση, στό θεωρητικό ἤ στό πρακτικό ἐπίπεδο, εἴτε ἡ ὑποστήριξη ἑνός νομοσχεδίου στό πολιτικό πεδίο ἤ ἡ προώθηση ἑνός συγκεκριμένου πολιτικοῦ ὑποψηφίου.

Ἐδῶ μποροῦμε εὔκολα νά δοῦμε τήν πρόκληση πού διαγράφεται στόν ὁρίζοντα. Ἡ πολιτική θεολογία καί ἡ πολιτική δράση κάνουν ἀπαραίτητη τήν υἱοθέτηση μιᾶς συγκε- κριμένης στάσεως, μιᾶς συγκεκριμένης ἰδεολογικῆς θέσεως. αὐτό μπορεῖ νά ἀποβῇ παράγοντας διαιρετικός γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Μπορεῖ νά ἀποτελέσῃ βαρύ πλῆγμα γιά τήν ἰδέα τῆς αἰώνιας, ἀναλλοίωτης ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελίου, γιά τήν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω καί πέραν ἀπό τά ἐφήμερα πολιτικά κόμματα, ἀπόψεις καί κινήματα.

Ἡ ἄλλη ἐπιλογή, στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς προκλήσεως, εἶναι μιά θεολογία ἡ ὁποία εἶναι οὐδέτερη, ἀπολίτικη, ἀμέτοχη στά κοινά.

Ὅμως καί αὐτή ἡ ἐπιλογή προκαλεῖ ἐρωτηματικά, διότι ὑπάρχουν πολλά πολιτικά θέματα πού ἔχουν ἀποφασιστική ἐπίδραση στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. πῶς μπορεῖ μία θεολογία, μέ συνείδηση τοῦ ρόλου πού ἀσκεῖ στή διαδικασία τῆς σωτηρίας, νά ἀγνοήσῃ θέματα τέτοιας ἐκτάσεως, μεγέθους καί ἐπιρροῆς;

Ἡ προοπτική ἐδῶ, εἶναι μιά θεολογία ἰδιαίτερα ἐπιφυλακτική τόσο ἔναντι προκλή- σεων πού μπορεῖ νά προέλθουν ἀπό πολιτική καί κομματική ἀνάμιξη καί συμμετοχή ὅσο καί προκλήσεων ἔναντι μιᾶς πολιτικῆς ἀπάθειας καί ἀπομονώσεως. αὐτή εἶναι μιά θεολογία ἡ ὁποία παραμένει σταθερά ριζωμένη στήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά οὐσιατική δέσμευση ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω τῆς πο- λιτικῆς ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει ἀπόλυτη εὐθύνη γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Ἡ οὐσιαστική σχέση της μέ τόν λαό καί ἡ πιστότητά της στόν Θεό ὑπαγορεύουν καί τίς θέσεις καί ἀποφάσεις της γιά ὅλα τά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων φυσικά καί τῶν πολιτικῶν. αὐτό εἶναι ἕνα ἀναπόσπαστο μέρος τῆς λειτουργίας της ὡς μαρτυρίας Θεοῦ.

Δέν εἶναι, ὅμως, διατεθειμένη νά ἐμπλακῇ σέ ὁποιαδήποτε κομματική δραστηριότητα, ὅπως δέν εἶναι διατεθειμένη νά υἱοθετήσῃ μιά στάση ἀπάθειας, μιά πολιτική σιωπηρῆς καί ἀνεύθυνης ἀποστασιοποιήσεως ἀπό τά πολιτικά δρώμενα, ὅταν μάλιστα αὐτά ἐπηρεάζουν ἄμεσα τή ζωή τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πρόκληση ἀπό τήν ἀνθρώπΙνη κατάσταση

Ἐδῶ πρόκειται γιά τήν πρόκληση πού προέρχεται ἀπό τήν λεγομένη «ἀνθρώπινη κατάσταση» (human condition), μιά κατάσταση πού ὑποδηλώνει εὐθραυστότητα, ἀβεβαιότητα, πόνο, καταπίεση, ἀγωνία καί θάνατο.

Αὐτή εἶναι η περίπτωση κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν ἔντονες ὑπαρξιακές κρίσεις, δηλαδή καταστάσεις ὑπαρξιακῆς αἰχμαλωσίας σέ μία ἀποπνικτική καί χωρίς νόημα κοσμική πργματικότητα.

Ἡ πρόκληση στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά ὁδηγήσῃ σέ ἕνα εἶδος θεολογίας τό ὁποῖο τείνει νά εἶναι ἀνθρωποκεντρικό, ἀπορροφημένο ἀπό τήν ἀνθρώπινη κατάσταση καί τίς συνέπειές της. Ἄνδρες καί γυναῖκες πού βρίσκονται σέ ὑπαρξιακή κρίση, ἀπο- βαίνουν τό μοναδικό σημεῖο ἐπικεντρώσεως τῆς προσοχῆς καί τῆς μελέτης μιᾶς τέτοιας θεολογίας.

Ὁ κίνδυνος στήν περίπτωση αὐτή εἶναι νά ἀναπτυχθῇ μιά θεολογία, ἡ ὁποία, λόγῳ τῆς ἔντονα ἀνθρωποκεντρικῆς της ἀποκλειστικότητος, σταδιακά καί ἴσως ἀνεπαίσθητα, θέτει τήν ἰδέα καί τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ στό περιθώριο, γιά νά ὑποταγῇ ὅλο καί πιό πολύ σέ μιά κατάσταση ἀπελπισίας καί ἀδράνειας.

Τό μέγεθος καί ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ καταλήγουν νά γίνουν βαρύ φορτίο γιά τήν ἀνθρωποκεντρική θεολογία. Δέν εἶναι παράξενο τό ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἶδους ἡ θεολογία καταλήγει νά εἶναι λιγότερο θεολογία καί περισσότερο ἀνθρωπολογία, μιά ἀνθρωπο- λογία ἀδιεξόδου καί ἀπογνώσεως, ἡ ὁποία τελικά μπορεῖ νά ὁδηγήσῃ ἀκόμη καί στόν ἀθεϊσμό.

Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της εἶναι ἐξαιρετικά εὐαίσθητες στήν ἀνθρώπινη κατά- σταση.

Ἔχουν συνείδηση τῆς ὑπαρξιακῆς κρίσεως πού βασανίζει τόν σύγχρονο κόσμο καί γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶναι ἀρνητικά γιά τούς ἀνθρώπους, ὑπάρχουν ἐπίσης δαιμονικές δυνάμεις πού πολεμοῦν ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της πιστεύουν στό εὐαγγέλιο, ὑπερασπίζονται χωρίς δισταγμούς τήν ἀνθρωπότητα καί κηρύττουν τή λύτρωση σέ συνάρτηση μέ μιά ἀκλινῆ καί ἀνυποχώρητη πίστη στόν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεολογία εἶναι ἡ φωνή πού ἐκφράζει τήν ἀμετάβλητη, δυναμική καί λυτρωτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τήν πάσχουσα ἀνθρωπότητα.

Ἐδῶ, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς προκλή- σεως ἀποβλέπει σέ μιά θεολογία πού συναντᾶ τήν ἀνθρώπινη κατάσταση τοῦ πόνου, τῆς ὑπαρξιακῆς κρίσεως καί τῆς ἀπογνώσεως, μέ πλήρη μετοχή στό πάθος καί στή δο- κιμασία τῶν ἀνθρώπων.

Ἐδῶ ἡ γλῶσσα της εἶναι γεμάτη ταπείνωση, τρυφερότητα καί διάκριση. τήν ἴδια ὥρα, αὐτή ἡ θεολογία φέρνει τήν ἐλπίδα καί τήν ἀνακούφιση πού προσφέρει ὁ Θεός πού ἀγαπᾶ, ὁ Θεός πού ἔχει ὑποστεῖ τόν ὕψιστο πόνο μέ τήν σταύ- ρωσή του, ἀλλά συνάμα πού ὁλοκλήρωσε τό δρᾶμα τῆς σταυρώσεως καί τοῦ θανάτου μέ τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του.

Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου παύλου, μιά ἐπιστολή στήν ὁποία ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ἀντιμετωπίζει τήν ἀνθρώπινη κατάσταση τῆς ἀβεβαιότητος καί τῆς ἀπογνώσεως.

Ἐπειδή εἶχε τήν ἐμπειρία τοῦ ἐσταυρωμένου καί ἀναστημένου χριστοῦ, ὁ παῦλος μπόρεσε νά γράψει αὐτές τίς μοναδικές γραμμές:

«Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγ- μός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ὅτι Ἕνεκεν σοῦ θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ’ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε δυνάμεις οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8:35- 39).

Στήν συζήτηση τοῦ θέματος «Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία ἐν ὄψει συγχρόνων προκλήσεων» προσπαθήσαμε νά σκιαγραφήσουμε δειγματοληπτικά ὁρισμένες κύριες προκλήσεις προερχόμενες ἀπό τόν πολιτισμό, τίς παγκόσμιες θρησκεῖες, τήν πολιτική καί τήν ἀνθρώπινη κατάσταση.

Στήν σύντομη παροῦσα μελέτη δέν ἀναφερθήκαμε σέ ὁρισμένες πολύ σημαντικές προκλήσεις πού προέρχονται ἀπό τήν ραγδαία καί καλπάζουσα ἀνάπτυξη τῆς συγχρό- νου τεχνολογίας μέ ἄμεσες ἐπιπτώσεις σέ θέματα ἐπικοινωνίας καί βιο-ηθικῆς.

Ἐπίσης, δέν ἔγινε ἀναφορά στίς ζωτικῆς σημασίας προκλήσεις πού ἐμφανίσθηκαν συνδεδεμένες μέ φαινόμενα μεγάλης ἐκτάσεως, ὅπως τό προσφυγικό, ἡ σέ διεθνές ἐπίπεδο φοβερή ἐκμετάλλευση γυναικῶν καί παιδιῶν (human trafficking) καί ἡ ἐντεινόμενη ἀνά τόν κόσμο μας βία. οἱ προκλήσεις αὐτές χρειάζονται ἰδιαίτερη διαπραγμάτευση καί παρουσίαση.

Πάντως, ἡ παροῦσα μελέτη ἔγινε μέ σκοπό νά δοθῇ μιά ἔστω περιορισμένη ἔνδειξη τῆς ἐκτάσεως καί τῆς δυσκολίας, τῆς γοητείας καί τῆς ἐξάρσεως πού συνοδεύουν τήν θεολογική προσπάθεια ἐν ὄψει τῶν συγχρόνων προκλήσεων. αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι μακρόπνοη καί δυσχερής ἀπό ἄποψη ἀντοχῆς, σοφίας καί ἀγάπης.

Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι τελικά στήν θεολογία ἀναζητοῦμε τόν Ἕνα ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος, τό Ἄλφα καί τό Ὠμέγα (Ἀποκ. 1:8) τόν Ἕνα πού εἶπε: Μή φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καί ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων (Ἀποκ. 1:17-18).

Ἀναζητοῦμε τόν σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα χριστό. αὐτόν, ὁ Ὁποῖος γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία της εἶναι ἡ βεβαία ὑπερνίκηση γνωστῶν καί ἀγνώστων, προβλεπομένων καί ἀπροβλέπτων προκλήσεων τοῦ παρόντος καί τοῦ ἀμέσου καί ἀπωτέρου μέλλοντος.


* Tό παρόν μελέτημα ἀποτελεῖ περαιτέρω ἐπεξειργασμένη μορφή κειμένου δημοσιευθέντος σέ Ἀγγλική γλῶσσα ὑπό τόν τίτλο, “Theology in Encounters: Risks and Visions”, ἐν Greek Orthodox Theological Review 32:1 (1987) 31-37, καί σέ Ἑλληνική μετάφραση μέ ἐπιμέλεια σταύρου σ. Φωτίου ὑπό τόν τίτλο «τέσσερις συναντήσεις τῆς Θεολογίας: κίνδυνοι καί προοπτικές», ἐν Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Δημητρίου, Αἰώνιες Παραδόσεις, κέν- τρο μελετῶν Ἱερᾶς μονῆς κύκκου, Δεύτερη ἔκδοση, λευκωσία (2015), σσ. 29-39.