ΔΡ Αναστάσιος Κων. Βαβούσκος
Το νέο έτος, ως διάδοχος και συνεχιστής του απελθόντος 2023,
«κληρονόμησε» και τα εκκρεμή ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τόσο
διορθοδόξου όσο και διεκκλησιαστικού χαρακτήρα. Ζητήματα, τα οποία για
διαφόρους λόγους είτε δεν επιλύθηκαν, αν και ο χρόνος γενέσεως τους απέχει
αρκετά από την σήμερον είτε η επίλυση τους δημιούργησε περαιτέρω προβλήματα.
Τα ζητήματα αυτά είναι λίγο ή πολύ γνωστά σε όλους μας και αναφέρομαι
ειδικότερα στο «Ουκρανικό Ζήτημα», στο ζήτημα της «Μακεδονικής Εκκλησίας»,
στο ζήτημα της αποδοχής Λιθουανών κληρικών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
στο ζήτημα του Καταστατικού Χάρτη της Αρχιεπισκοπής Αμερικής και τέλος στο
ζήτημα των πατριαρχικών σταυροπηγίων στην Ελλάδα. Δεν αναφέρομαι στο ζήτημα
της εισπηδήσεως του Πατριαρχείου Μόσχας στα όρια κανονικής δικαιοδοσίας του
Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, διότι αυτό φαίνεται να έχει – καταρχήν – λυθεί μετά
την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Αλλά και εδώ θα
αναμένουμε τις εξελίξεις, διότι και σ’ αυτό το ζήτημα το «καζάνι βράζει».
Ι. Το «Ουκρανικό ζήτημα».
Πρόκειται για ένα ζήτημα, για το οποίο ελήφθη η σωστή απόφαση αλλά όχι εκατό
τοις εκατό ακριβώς με τον σωστό τρόπο και την σωστή διαδικασία. Και ο γράφων
είναι σε θέση να το γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον για δύο λόγους.
Πρώτον, διότι ήμουν αυτός που σε ανύποπτο χρόνο πρότεινα σε άρθρο μου την
λύση, που τελικά ακολουθήθηκε. Η διαφορά όμως είναι, ότι δεν κλήθηκα να
εξηγήσω το σκεπτικό μου γύρω από την προταθείσα λύση, με αποτέλεσμα σε άλλο
πρόσωπο να ανήκει η λύση και σε άλλο πρόσωπο (ή πρόσωπα;) η υλοποίηση της.
Αυτή η διαφοροποίηση είχε ως συνέπεια την ανακολουθία μεταξύ σχεδιασμού και
λύσεως και την κατάληξη στην κατάσταση, που βρισκόμαστε σήμερα.
Δεύτερον, διότι είμαι ο μόνος που συνέταξε σχετική μονογραφία, όπου εξαντλείται
το ζήτημα από νομοκανονικής απόψεως και αποδεικνύεται, ότι με το Γράμμα
Εκδόσεως του 1686 εκχωρήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στον Πατριάρχη
Μόσχας η άσκηση του δικαιώματος χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου, όχι όμως
εσαεί αλλά αφού σε κάθε περίπτωση νέας χειροτονίας Μητροπολίτη Κιέβου
εξεταζόταν προηγουμένως, αν ο Οικουμενικός Πατριάρχης εδύνατο ή όχι να τελέσει
την χειροτονία.
Το θέμα όμως είναι, ότι αυτή τη στιγμή το ζήτημα της Ουκρανικής Εκκλησίας
«σέρνεται» ακόμη, έχοντας διχάσει την Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίζοντας της
ουσιαστικώς σε δύο στρατόπεδα. Το αν ο διχασμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας
επήλθε ορθώς ή εσφαλμένως, δεν με αφορά καταρχήν. Πρωτίστως με αφορά, το ότι
επήλθε ο διχασμός και δυστυχώς δεν γίνεται τίποτε για να αρθεί ή έστω να μπει σε
μία τροχιά άρσεως.
Η λύση υπάρχει και την έχω διατυπώσει πολλές φορές. Και η λύση δεν βρίσκεται
ούτε στη σύγκληση Οικουμενικής συνόδου, ούτε στη σύγκληση Πανορθόδοξης
συνόδου. Για τη λύση του «Ουκρανικού ζητήματος» απαιτείται η σύγκληση Συνόδου
Προκαθημένων, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
ΙΙ. Το ζήτημα της «Μακεδονικής Εκκλησίας»
Όπως είναι γνωστό, στις 9 Μαΐου 2022 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε:
1.Την άρση του σχίσματος, που διατηρούσε την «Μακεδονική Εκκλησία» εκτός των
κόλπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
2.Αναγνώρισε την αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Σερβίας για
τον καθορισμό του πλαισίου τών μεταξύ των διοικητικής φύσεως σχέσεων,
τηρουμένων της ιεροκανονικής τάξεως και της εκκλησιαστικής παραδόσεως.
3.Αναγνώρισε και αυτό είναι το σημαντικότερο:
α) ως όνομα της εκκλησιαστικής περιφέρειας το όνομα «Αχρίδος» και
β) ως γεωγραφικά όρια τα αντίστοιχα όρια του γειτονικού Κράτους της Δημοκρατίας
της Βόρειας Μακεδονίας.
Στη συνέχεια, το Πατριαρχείο Σερβίας, παραβιάζοντας βασικές αρχές κανονικής
δικαιοδοσίας έσπευσε και εξέδωσε «Τόμο» περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου
καθεστώτος στην συγκεκριμένη Εκκλησία, απόφαση την οποία αποδέχθηκε
ευχαρίστως η «Μακεδονική Εκκλησία». Από την στιγμή που η Εκκλησία αυτή
αποδέχθηκε – έστω και αντικανονικώς – την παραχώρηση αυτοκεφάλου
καθεστώτος από το Πατριαρχείο Σερβίας, εξεδήλωσε σαφώς και εμπράκτως την
βούλησή της να μην επανενταχθεί στο Πατριαρχείο Σερβίας αλλά να αποχωρήσει
από την κανονική δικαιοδοσία του και να ανεξαρτητοποιηθεί, συναινέσει μάλιστα
του Πατριαρχείου Σερβίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δεσμεύσεις που απορρέουν
από την απόφαση της 9 ης Μαΐου 2022 δεν ισχύουν ούτε για την Εκκλησία του
κράτους της Βόρειας Μακεδονίας αλλά ούτε και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Πολλώ δε μάλλον, όταν η ίδια η Εκκλησία αυτή κατήργησε στην πράξη την ανωτέρω
απόφαση, παραβιάζοντάς την κατά κόρον, ιδίως δια της συνεχούς χρήσεως μικτής
επωνυμίας, στην οποία περιλαμβάνεται και ο όρος «Μακεδονική Εκκλησία».
Έκτοτε, το ζήτημα παραμένει εκκρεμές και χρονίζον. Ο μεν «Τόμος» που εξέδωσε το
Πατριαρχείο Σερβίας ουδεμία ισχύ έχει, το δε Πατριαρχείο Σερβίας ελέγχεται για
«εισπήδηση», αφού οικειοποιήθηκε αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
και μάλιστα αρμοδιότητα θεμελιώδη για την λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο ουδεμία απόφαση πήρε, ούτε για παραχώρηση
αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της γείτονος χώρας ούτε επελήφθη της
αντικανονικής συμπεριφοράς του Πατριαρχείου Σερβίας.
Αυτό σημαίνει στην πράξη, ότι έχουμε:
Α) μία Αυτοκέφαλη Εκκλησία (το Πατριαρχείο Σερβία) που η Ιερά Σύνοδος αυτού
οικειοποιήθηκε αρμοδιότητα άλλου οργάνου, χωρίς να υποστεί καμία συνέπεια.
Β) μία Εκκλησία («Μακεδονική Εκκλησία»), η οποία ούτε αυτοκέφαλη είναι, αφού η
κήρυξη της ως τέτοιας είναι ανυπόστατη και κανονική ανακήρυξη από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν υπήρξε αλλά και ούτε ανήκει κατ’ ουσίαν στο
Πατριαρχείο Σερβίας, αφού αυτό την «εξεδίωξε» από την κανονική δικαιοδοσία του
με τον ανυπόστατο «Τόμο», εκδηλώνοντας σαφώς την βούληση του.
Γ) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δεν αναλαμβάνει να επιλύσει το ζήτημα,
ασκώντας τις αρμοδιότητες του.
Για τα δύο αυτά ζητήματα, θα επαναλάβω, ότι η λύση είναι η σύγκληση
Συνόδου Προκαθημένων. Αυτό σημαίνει στην πράξη, ότι ο Οικουμενικός
Πατριάρχης θα πρέπει να ανακοινώσει τη σύγκληση Συνόδου Προκαθημένων με τα
εξής θέματα:
Α) Ουκρανικό ζήτημα: Ανάπτυξη ενστάσεων παροχή επεξηγήσεων από τον
Οικουμενικό Πατριάρχη.
Β) Παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
Γ) Αντιποίηση αρμοδιότητας περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου της Ιεράς Συνόδου
του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το Πατριαρχείο Σερβίας
Δ) Αναθεώρηση του Κανονισμού Λειτουργίας της Πανορθόδοξης Συνόδου
Ε) Σύνταξη Κανονισμού λειτουργίας Συνόδου Προκαθημένων.
Στη συνέχεια, η Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου θα ζητήσει από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που διαφωνούν με
το παραχωρηθέν αυτοκέφαλο καθεστώς στην Ουκρανική Εκκλησία, να καταθέσουν
εγγράφως εντός συγκεκριμένης προθεσμίας τις ενστάσεις τους επί του
παραχωρηθέντος αυτοκεφάλου. Και τούτο, διότι κατά την άποψή μου το να τα λές
είναι εύκολο, το να τα γράφεις είναι δύσκολο.
Οι έγγραφες αυτές ενστάσεις, αφού κατατεθούν, θα κοινοποιηθούν σε όλες τις
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ούτως ώστε κάθε Εκκλησία να έχει πλήρη εικόνα των
θέσεων και απόψεων των υπολοίπων.
Με την λήξη της ταχθείσης – ή τυχόν παραταθείσης – προθεσμίας, ο
Οικουμενικός Πατριάρχης ανακοινώνει την ημερομηνία συγκλήσεως της Συνόδου
των Προκαθημένων.
Η πρόσκληση για την συμμετοχή στις εργασίες της Συνόδου θα απευθυνθεί
σε όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Και βεβαίως, η σκέψη όλων πάει σε ένα ερώτημα: Θα προσκληθεί και ο
Μητροπολίτης Κιέβου; Η απάντηση μου είναι η εξής: ο Οικουμενικός Πατριάρχης
οφείλει να καλέσει όλους τους Προκαθημένους όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών,
καθόσον η συζήτηση του θέματος δεν γίνεται, για να κριθεί το κανονικό ή
αντικανονικό της παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου στην Ουκρανική Εκκλησίας
αλλά για να δοθούν οι αναγκαίες εξηγήσεις, ώστε να λυθεί η κατά τη γνώμη μου η
δημιουργηθείσα κανονική παρεξήγηση. Το αν ο Μητροπολίτης Κιέβου κρίνει, είτε
ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία του κατά τη συζήτηση του θέματος, που τον
αφορά είτε ότι πρέπει να απέχει από την συμμετοχή του στη συγκεκριμένη
συζήτηση, είναι προσωπικό του θέμα.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι Προκαθήμενοι Αυτοκεφάλων Εκκλησιών δεν
προσεκάλεσαν ακόμη ή δεν συνεχάρησαν τον Μητροπολίτη Κιέβου, δεν επηρεάζει
την κανονική του κατάσταση και υπόσταση. Από της εκλογής του, ο Μητροπολίτης
Κιέβου είναι ο νόμιμος Προκαθήμενος της Ουκρανικής Εκκλησίας. Γι’ αυτόν τον
λόγο, μόνο η αποχή ορισμένων Προκαθημένων από την αποστολή συγχαρητήριας
επιστολής ή την απεύθυνση προσκλήσεως στον Μητροπολίτη Κιέβου αφορά μόνο
στους ίδιους, ως μονομερής από την πλευρά τους άρνηση πράξεως «κανονικής»
φιλοφρονήσεως και «κανονικής» επικοινωνίας χωρίς όμως κανονικές συνέπειες για
τον Μητροπολίτη Κιέβου. Άλλο ζήτημα είναι, ότι παραλλήλως η άποψη τους περί
αντικανονικής παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου στην Ουκρανική Εκκλησία,
αμφισβητεί ευθέως την κανονική και αποκλειστικού χαρακτήρα αρμοδιότητα του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνιστά για τον λόγο αυτόν κανονική παράβαση.
Αν τώρα, ορισμένοι Προκαθήμενοι αρνηθούν την πρόσκληση του Οικουμενικού
Πατριάρχη, αυτό θα σημαίνει ότι:
α) δεν θα συμμετάσχουν σε μία Σύνοδο, που οι ίδιοι επεδίωκαν να συγκληθεί,
οπότε θα απωλέσουν την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους αλλά και να
λάβουν τις σχετικές εξηγήσεις, επιδεικνύοντας συμπεριφορά αντιφατική προς
προγενέστερη δική τους.
β) δεν θα γίνουν συγκοινωνοί των εξελίξεων αλλά και της συζητήσεως και
επιλύσεως σημαντικών ζητημάτων, που αφορούν και στους ίδιους. Με άλλες λέξεις,
θα μείνουν εκτός παιχνιδιού.
Όπως και να έχει το πράγμα, η απόφαση είναι του καθενός Προκαθημένου και της
κάθε μίας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Και η σύγκληση μίας τέτοιας Συνόδου θα έθετε
τους πάντες προ των ευθυνών τους απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως
θεματοφύλακα της ενότητας και της κανονικής παραδόσεως και στα εκατομμύρια
των πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διότι η Σύνοδος θα συνεδριάσει κανονικώς
και θα λάβει αποφάσεις επίσης κανονικώς, όσοι Προκαθήμενοι και αν λάβουν
μέρος, αφού κρατεί «η των πλειόνων ψήφος», υπολογιζομένη επί των παρόντων.
Και τα πρακτικά αυτής της Συνόδου θα είναι εγκυρότατα μόνο με τις υπογραφές
των παρόντων, των απόντων Προκαθημένων υποχρεουμένων – και όχι
δικαιουμένων – να μην τα υπογράψουν, αφού δεν επιτρέπεται να βεβαιώσουν το
αληθές αυτών που δεν είδαν και δεν άκουσαν. Και όσοι δε εκ των Προκαθημένων
επιλέξουν τυχόν να μην συμμετάσχουν, θα πρέπει να βρουν σοβαρό λόγο για να
δικαιολογήσουν την απουσία τους.
ΙΙΙ. Το ζήτημα της αποδοχής Λιθουανών κληρικών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τον Φεβρουάριο του 2023, πέντε καθαιρεθέντες κληρικοί της Εκκλησίας της
Λιθουανίας προσέφυγαν στην Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, ασκώντας το ένδικο μέσο του εκκλήτου.
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δέχθηκε το έκκλητο και
ανεκάλεσε την επιβληθείσα ποινή. Παραλλήλως, δε, μετά την ανάκληση της ποινής,
ο Οικουμενικός Πατριάρχης τους υπήγαγε στην δική του κανονική δικαιοδοσία,
χωρίς όμως αυτοί να έχουν απολυτήριο γράμμα από τον επίσκοπο τους.
Δεν μπορώ να σχολιάσω το ζήτημα της δικαστικής παραμέτρου της υποθέσεως,
διότι δεν γνωρίζω το περιεχόμενο της δικογραφίας. Θα σχολιάσω, όμως, το ζήτημα
της υπαγωγής των εν λόγω κληρικών υπό την κανονική δικαιοδοσία του
Οικουμενικού Πατριάρχη. Η επιλογή αυτή είναι χαρακτηριστική περίπτωση σωστής
αποφάσεως με λάθος τρόπο. Και τούτο, διότι όπως προκύπτει από τον 18 ο κανόνα
της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, ουδείς επίσκοπος δύναται να αποδεχθεί
μονίμως κληρικούς άλλου επισκόπου, αν αυτοί δεν έχουν απολυτήριο γράμμα του
επισκόπου τους, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εν λόγω κληρικοί απεχώρησαν
για λόγους ανωτέρας βίας. Στη περίπτωση αυτή γίνονται δεκτοί προσωρινώς και για
όσον καιρό υπάρχουν οι συγκεκριμένοι λόγοι, υποχρεούμενοι με την εξάλειψη των
λόγων να επιστρέψουν στην ενορία τους. Συνεπώς, η ορθή κανονικώς απόφαση για
τους πέντε κληρικούς θα ήταν η εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη αποδοχή
αυτών προσωρινώς για λόγους ανωτέρας βίας και για όσο διάστημα οι λόγοι αυτοί
υφίστανται. Αυτό σημαίνει, ότι εφόσον οι λόγοι υπάρχουν επ’ αόριστον, και η
παραμονή τους στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη θα ήταν
επ’ αόριστον, δηλαδή μόνιμα. Άρα, το ίδιο αποτέλεσμα αλλά με κανονικώς
θεμελιωμένη βάση.
Η αποδοχή των κληρικών βεβαίως συντελέσθηκε και ολοκληρώθηκε, βρίσκεται
όμως σε συνάφεια με την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Λιθουανία
και την αναγγελία δημιουργίας Εξαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη
Λιθουανία. Η σύσταση της Εξαρχίας θεωρητικώς είναι ακόμη εκκρεμής ως
διαδικασία, αφού δεν έχει ανακοινωθεί κάτι συγκεκριμένο. Εκείνο, όμως, που αξίζει
προσοχής, είναι το εξής: Μην γνωρίζοντας τις λεπτομέρειες της Συμφωνίας του
Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Λιθουανία, οφείλω να επισημάνω, ότι η
αναγγελία αυτή ουσιαστικώς καθιστά σαφές, ότι έχει αποφασισθεί η ίδρυση από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του (Εξαρχίας) εντός
κανονικής δικαιοδοσίας άλλης Εκκλησίας, χωρίς τη συναίνεση αυτής αλλά με την
σύμφωνη γνώμη του κράτους της Λιθουανίας. Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή,
διότι σε μία τέτοια περίπτωση τα όρια μεταξύ κανονικής ενέργειας και εισπηδήσεως
είναι πολύ λεπτά και ευκόλως παραβιάζονται.
IV. Τέλος, υφίστανται και τα εκκρεμή ζητήματα, που άπτονται των διεκκλησιαστικών
σχέσεων και είναι:
Α) το ζήτημα του Καταστατικού Χάρτη της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Στην περίπτωση
αυτή έχουμε:
– μία άνευ λόγου και αιτίας κατάργηση του Καταστατικού Χάρτη της Αρχιεπισκοπής
Αμερικής με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
– μία ανάκληση της ανακλήσεως
– μία Επιτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου η οποία είχε συσταθεί τον
Οκτώβριο του 2022 για να μελετήσει από κοινού με την αντίστοιχη Επιτροπή της
Αρχιεπισκοπής Αμερικής, την πιθανή τροποποίηση του Καταστατικού της
Αρχιεπισκοπής, η οποία δεν αναμένεται να συνεδριάσει για τα επόμενα τρία
χρόνια.
– ένα Καταστατικό Χάρτη της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, ο οποίος προβλέπει
επακριβώς την διαδικασία τροποποιήσεως του, η οποία όμως διαδικασία δεν
ακολουθήθηκε. Και σήμερα, το ζήτημα παραμένει εκκρεμές, με την εξής
ιδιαιτερότητα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο «πάγωσε» την διαδικασία, ενώ ο
Αρχιεπίσκοπος Αμερικής συνεχίζει την προσπάθεια του για την «παγωμένη»
τροποποίηση. Αν όμως είχε ακολουθηθεί η διαδικασία, περί της οποίας ο γράφων
έχει διατυπώσει σε σχετικό άρθρο την άποψη του, η τροποποίηση ή θα είχε γίνει ή
δεν θα είχε γίνει, αλλά σίγουρα η οποιαδήποτε εξέλιξη θα είχε το αναγκαίο νομικό
και κανονικό υπόβαθρο. Ενώ τώρα…
Β) το ζήτημα του καθεστώτος των πατριαρχικών σταυροπηγίων.
Το σχετικό ζήτημα ξεκίνησε από την Κρήτη, με την παύση εκ μέρους του επιχωρίου
Μητροπολίτη του Ηγουμένου μιας σταυροπηγιακής Μονής, της Ιεράς Μονής
Τζαγκαρόλων, γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή για την έγερση του ζητήματος.
Δυστυχώς, η εσφαλμένη ερμηνεία της σχετικής διατάξεως του Καταστατικού Χάρτη
της Εκκλησίας της Κρήτης και του ίδιου με αυτήν Ι΄ Όρου της Πατριαρχικής και
Συνοδικής Πράξεως του 1928 αλλά και η ανοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου
οδήγησε στην πράξη στον αντικανονικό και παράνομο περιορισμό των δικαιωμάτων
του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να δοθεί εκ μέρους του
Οικουμενικού Πατριαρχείου μία λύση, η οποία τείνει περισσότερο προς την
πολιτική της διπλωματίας και των ισορροπιών, παρά προς την κατεύθυνση των
καθαρών λύσεων, όπως προβλέπουν οι σχετικές κανονικές και νομικές διατάξεις.
Και δυστυχώς, και σ’ αυτήν την περίπτωση ο γράφων, ό,τι λέγει, το λέγει μετά
λόγου γνώσεως, καθόσον είναι συντάκτης σχετικής γνωμοδοτήσεως, που επέλυε το
ζήτημα.
Είναι λοιπόν, και αυτό ένα ζήτημα, που παραμένει εκκρεμές και αναμένει τη λύση
του. Η οποία όμως είναι σύνθετη και ίσως αποδειχθεί και πολύπλοκη, αναλόγως της
κατευθύνσεως που το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιλέξει για την λύση του, της
ενδοεκκλησιαστικής ή της πολιτικής – νομοθετικής. Η πρώτη σίγουρα θα είναι
ολίγον «θολή», διότι εξ ορισμού θα βασισθεί στην διπλωματία και στην τήρηση
ισορροπιών. Η δεύτερη θα είναι ξεκάθαρη, αν βεβαίως η ελληνική πολιτεία και η
ελληνική κυβέρνηση θελήσει να μπει στην επίπονη διαδικασία παραγωγής
ολοκληρωμένου νομοθετικού κειμένου, που θα επιλύσει όμως το θέμα.
Εν κατακλείδι, όπως καταλαβαίνετε, από πλευράς εκκρεμοτήτων θα έχουμε
μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα χρονιά. Δεν ξέρω, αν θα είναι ενδιαφέρουσα και από
πλευράς λύσεως των εκκρεμοτήτων. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ δεν είμαι και πολύ
αισιόδοξος. Ελπίζω να επικρατήσει το συνοδικό και φιλάδελφο πνεύμα των
Επισκόπων, καθώς και η αντίληψη, ότι τα δίκαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου
δεν κατοχυρώνονται με την ενθουσιώδη αλλά μη κανονική επέκταση τους αλλά με
την σωστή θεμελίωση της κανονικής ασκήσεως τους.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.