Απο Ισμήνη Χαραλαμποπούλου
Ποιο είναι το περιεχόμενο του δώρου που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος στον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
Την «Μαύρη Βίβλο» στην έκδοση της Αποστολικής Διακονίας και της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, στα αγγλικά και τα γαλλικά που αφορά στην Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, έδωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος στον Πάπα Φραγκίσκο, ως δώρο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στη χώρα. Ο Πάπας, όπως βεβαίωναν παρευρισκόμενοι, ξεφύλλισε την έκδοση και σχολίασε: «Πόσος Πόνος!»
Η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων μαζί με την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος προχώρησαν στη μετάφραση και την έκδοση της «Μαύρης Βίβλου» στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα ως μια ελάχιστη συνεισφορά στη μνήμη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της καθ’ ημάς Ανατολής αλλά και στην αναγκαία διεθνή συζήτηση, καθώς συμπληρώνονται 100 έτη από το 1922.
Το 1919 εκδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού 1914-1918». Όπως αναφέρει στην σχετική επιστολή του ο Μητροπολίτης Αίνου Ιωακείμ, «Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των μετατοπισθέντων Ελληνικών πληθυσμών», η «Μαύρη Βίβλος» συντάχθηκε «επί τη βάσει των εν τοις Πατριαρχείοις επισήμων εγγράφων».
Στον πρόλογο που συνέταξε η Επιτροπή, διαβάζουμε τη συγκλονιστική περιγραφή των μεθόδων της εξόντωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένου του Πόντου: «εδημιουργήθη εν πρώτοις καθ’ όλην την Αυτοκρατορίαν ατμόσφαιρα μίσους και περιφρονήσεως προς το ελληνικόν στοιχείον, συνέπεια του οποίου υπήρξεν η παραβίασις του εκπαιδευτικού και δη και του εκκλησιαστικού καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η καταστρατήγησις και η αυθαίρετος ερμηνεία και εφαρμογή του περί βουλευτικών εκλογών νόμου, η επιβολή καταναγκαστικών φόρων και εισφορών, ο αφοπλισμός των Ελλήνων και ο εξοπλισμός των τούρκων, ο καταρτισμός τουρκικών συμμοριών, ο θρησκευτικός προσηλυτισμός προς παραπλάνησιν και εξισλάμισιν των απλουστέρων, η αμείλικτος εφαρμογή εμπορικού αποκλεισμού και η επίσημος διακήρυξις σεισαχθείας, δηλ. η απαγόρευσις όπως οι τούρκοι πληρώνωσιν οιανδήποτε προς τους χριστιανούς οφειλήν αυτών … … … και εφηρμόσθη τότε [1914] σατανικώτατον σχέδιον αγρίου διωγμού και εξετοπίσθησαν ηβηδόν ολόκληροι ελληνικοί πληθυσμοί της Θράκης και των παραλίων της Μικράς Ασίας ανερχόμενοι εις 284.172 ψυχών. Πλείστοι των κατοίκων εφονεύθησαν, πολλά γυναίκες και νεάνιδες παρεβιάσθησαν, οικίαι και κτήματα επυρπολήθησαν ή κατεσχέθησαν υπό τούρκων μεταναστών, ολόκληροι κινηταί περιουσίαι διηρπάγησαν. Το κακόν εκορυφώθη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον, ότε πλείσται ελληνικαί επαρχίαι της αυτοκρατορίας εκλονίσθησαν εκ θεμελίων ή και εντελώς κατεστράφησαν. Είνε ανεκδιήγητα τα δεινοπαθήματα, τα οποία υπέστησαν οι εκδιωχθέντες εκ των εστιών αυτών Έλληνες. Διεσκορπίζοντο οι δυστυχείς ούτοι εις χωρία καθαρώς τουρκικά. Ημποδίζετο εις αυτούς η εκ μέρους των Πατριαρχείων διανομή βοηθημάτων, εστερούντο εκκλησιών και ιερέων και πάσης καθόλου από της θρησκείας απορρεούσης παραμυθίας και εξηναγκάζοντο δια τοιούτων και άλλων μέσων εις εξισλάμισιν. Τοιουτοτρόπως δε πληθυσμός ομογενής εκ 490.063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τουρκικά χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων εν γένει θάνατον».
Μετά την μικρασιατική καταστροφή, η «Μαύρη Βίβλος» ξεχάστηκε και τα λίγα αυθεντικά αντίτυπά της φιλοξενούνταν σε ελάχιστες βιβλιοθήκες, εκτός από μια φωτομηχανική αναπαραγωγή της από τον εκδοτικό οίκο «Αρσενίδη», η οποία έδωσε την ευκαιρία να διαβαστεί από όποιον αναγνώστη είχε το σχετικό ενδιαφέρον.
Τώρα, η «Μαύρη Βίβλος» γίνεται προσβάσιμη στο διεθνές κοινό καθώς η «Αποστολική Διακονία» (οργανισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος) προχώρησε σε μια πολύ υψηλής ποιότητας έκδοση, με συγκλονιστικό φωτογραφικό υλικό, στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Η υλοποίηση του έργου υποστηρίχθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ο πρόλογος που έγραψε γι’ αυτή την έκδοση ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων κ. Γιώργος Καλαντζής είναι ένα κείμενο ιδιαίτερης σημασίας που εξηγεί με συντομία και σαφήνεια την αξία της «Μαύρης Βίβλου» και την σημασία της μετάφρασής της.
Πρόλογος Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων
Α. Ιστορικό πλαίσιο
Το 1908 οι Νεότουρκοι απέκτησαν τον έλεγχο των κρατικών μηχανισμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δυνατότητα να υλοποιήσουν το σχέδιο τους περί δημιουργίας ενός «καθαρού» τουρκικού κράτους, δηλαδή ενός κράτους χωρίς τις μεγάλες χριστιανικές μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι). Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912) και στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912) επιτάχυνε την εφαρμογή του.
Οι Νεότουρκοι θεωρούσαν ως στρατηγική απειλή το γεγονός ότι στην Ανατολική Θράκη και την καθ’ ημάς Ανατολή οι Έλληνες είχαν μια εντυπωσιακή πληθυσμιακή, οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική παρουσία αποτελώντας συμπαγείς κοινότητες (σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και τοπικές πλειονότητες) με βαθιές ρίζες στον τόπο. Την ίδια αντίληψη είχαν και για τους Αρμένιους στην περιοχή του Καυκάσου.
Το πρώτο βήμα για τη Γενοκτονία των Ελλήνων ήταν η εκδίωξή τους από τις εστίες τους στην Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας, προκειμένου να αντικατασταθούν από Μουσουλμάνους πρόσφυγες από τα Βαλκάνια για τους οποίους δεν υπήρχε καμία αμφισβήτηση της πίστης τους στο όραμα των Νεότουρκων. Η κρατικά οργανωμένη προπαγάνδα των Νεότουρκων μετέτρεψε τους Οθωμανούς πολίτες που ανήκαν σε χριστιανικές μειονότητες σε αποδιοπομπαίους τράγους για τις τουρκικές ήττες. Τους θεώρησαν «εσωτερικούς εχθρούς» και υπεύθυνους για όλα τα δεινά της Αυτοκρατορίας. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι χριστιανικές μειονότητες δεν ήταν πλέον ένας πληθυσμός προς εκμετάλλευση (δηλαδή ένας πληθυσμός με κατώτερη θέση από αυτή των Μουσουλμάνων και προορισμένος να πληρώνει υπέρογκους φόρους), ούτε ένας σύμμαχος για τον εκσυγχρονισμό της, αλλά μια απειλή που έπρεπε να εκλείψει οριστικά και με κάθε δυνατό τρόπο.
Ταυτόχρονα, οι Νεότουρκοι άρχισαν να επιδιώκουν μεθοδικά τον εκτουρκισμό της οθωμανικής οικονομίας υπό την καθοδήγηση των Γερμανών συμμάχων τους. Μετά το 1915, προπαγανδιστικές εκστρατείες εξαπολύθηκαν με στόχο τον εμπορικό αποκλεισμό των ελληνικών καταστημάτων και των Ελλήνων επαγγελματιών, όπως ήδη είχε γίνει και στην περίπτωση των Αρμενίων. Η ελληνική αστική τάξη συνδεόταν κυρίως με τους Άγγλους, γεγονός που σήμαινε ότι η οικονομική εξόντωση των Ελλήνων αποτελούσε προϋπόθεση για τη γερμανική οικονομική επέκταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Νεότουρκοι και Γερμανοί συμφωνούσαν ότι οι χριστιανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να περιθωριοποιηθούν, να χάσουν την οικονομική τους δύναμη, να απομακρυνθούν οπωσδήποτε από «στρατηγικές» περιοχές (Ανατολική Θράκη, παράλια Μικράς Ασίας και περιοχές που συνόρευαν με τη Ρωσία) και να εξισλαμιστούν ή να εκδιωχθούν.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος λοιπόν προσέφερε την ευκαιρία ώστε ο εν εξελίξει σχεδιασμός του εκτουρκισμού της οικονομίας αλλά και του εξισλαμισμού ή της εκδίωξης των χριστιανικών μειονοτήτων να ριζοσπαστικοποιηθεί και να λάβει τη μορφή της συστηματικής-μεθοδικής εξόντωσης Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων.
Οθωμανική γραφειοκρατία και εξισλαμισμός
Στην υλοποίηση της Γενοκτονίας των χριστιανικών μειονοτήτων ενεπλάκησαν η οθωμανική γραφειοκρατία, ο οθωμανικός στρατός καθώς και μουσουλμανικές παραστρατιωτικές ομάδες αποτελούμενες από πολίτες. Ειδικότερα, η Teşkilât-ı Mahsusa (η «Ειδική Οργάνωση», η πρόγονος της Milli İstihbarat Teskilati – ΜΙΤ) ήταν εκείνη που είχε την κύρια ευθύνη της οργάνωσης της Γενοκτονίας. Περίπου 1.500.000 Αρμένιοι, 250.000 Ασσύριοι και 1.500.000 Έλληνες εξοντώθηκαν με όλους τους δυνατούς τρόπους. Πρώτα, στοχοποιήθηκαν με κηρύγματα των Ιμάμηδων στα Τζαμιά και με κρατικά οργανωμένη προπαγανδιστική εκστρατεία ως υπεύθυνοι για τις ήττες του Οθωμανικού στρατού στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια, οργανώθηκε εκτεταμένο μποϊκοτάζ εναντίον τους και εξαπολύθηκε ένα κύμα τρομοκρατίας με δολοφονίες των ηγετικών ομάδων τους, καταστροφή περιουσιών, βιασμούς και αρπαγή παιδιών με στόχο τον εξισλαμισμό. Το τελευταίο βήμα ήταν η κρατικά οργανωμένη εξόντωσή τους με τις πορείες θανάτου να έχουν μείνει χαραγμένες στη συλλογική μνήμη των θυμάτων.
Βεβαίως, όπως και παλαιότερα, τα θύματα είχαν πολλές φορές την ευκαιρία να σωθούν, εάν εξισλαμίζονταν. Άλλωστε οι Νεότουρκοι θεωρούσαν ότι η αιτία των δεινών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το γεγονός ότι οι μεγάλοι Σουλτάνοι (όπως ο Μωάμεθ ο Πορθητής) δεν είχαν επιβάλει τον εξισλαμισμό σε όλους τους χριστιανούς. Ο αριθμός των εξισλαμισθέντων Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων την εποχή της Γενοκτονίας δεν έχει εξακριβωθεί -καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν στοιχεία- αλλά ασφαλώς δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το νεοτουρκικό σχέδιο περιελάμβανε και τη διασπορά των χριστιανικών πληθυσμών, όπου δεν ήταν δυνατή η πλήρης εξόντωσή τους, προκειμένου να αποτελέσουν αμελητέες μειονότητες εντός πόλεων και χωριών και αναπόφευκτα να εξισλαμιστούν και να εκτουρκιστούν.
Περιπτώσεις Τούρκων που δεν συμφωνούσαν με τις επιλογές των Νεότουρκων
Βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν ήταν όλοι οι Τούρκοι υπεύθυνοι για τη Γενοκτονία. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις Τούρκων που δεν συμφωνούσαν με τις επιλογές των Νεότουρκων, που βοήθησαν τους γείτονές τους, που αρνήθηκαν να γίνουν συμμέτοχοι στο έγκλημα. Πολλοί Μουσουλμάνοι διέσωσαν τους χριστιανούς γείτονές τους χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Ίσως αυτοί να εξέφραζαν αυθεντικά την επιθυμία του τουρκικού λαού για ένα κοινό μέλλον ευημερίας και ειρήνης. Η πραγματικότητα όμως διαμορφώθηκε από τους Νεότουρκους και εν συνεχεία τον Μουσταφά Κεμάλ που ήλεγχαν τους κρατικούς μηχανισμούς.
Υπεράνθρωπες προσπάθειες Οικ. Πατριαρχείου
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέβαλε υπεράνθρωπες αλλά μάταιες προσπάθειες για την προστασία του Γένους, καθώς δεν διέθετε ούτε τα μέσα, ούτε τις δυνάμεις για την επίτευξη του στόχου του. Το ελληνικό κράτος βυθίστηκε στον Εθνικό Διχασμό και έχασε κάθε δυνατότητα αποτροπής της πολιτικής των Νεότουρκων. Έτσι ο ελληνισμός αντιμέτωπος με το αδιανόητο, βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία να προστατεύσει τον άμαχο πληθυσμό στις αρχαίες πατρίδες της Ανατολικής Θράκης και της καθ’ ημάς Ανατολής.
Β. Η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία
Η συντριπτική νίκη του Μουσταφά Κεμάλ τον Αύγουστο του 1922 και η ανάγκη Βρετανών, Γάλλων και Σοβιετικών να αποκτήσουν προνομιακές σχέσεις μαζί του δεν άφησαν κανένα περιθώριο αυτογνωσίας και αναγνώρισης της Γενοκτονίας όχι μόνο από τους Τούρκους αλλά και από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ο ιδρυτικός μύθος της «νέας Τουρκίας» και η Realpolitik της διεθνούς πολιτικής επέβαλαν την απόκρυψη της αλήθειας, η οποία, άλλωστε, ήταν πολύ ενοχλητική, καθώς μέρος της ευθύνης για την τραγωδία των χριστιανικών πληθυσμών βάραινε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Η τουρκική άρνηση της Γενοκτονίας Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων έχει κεντρική σημασία για το παρόν και το μέλλον, διότι χωρίς την αυτογνωσία που προκύπτει από μια τέτοια διαδικασία, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια απειλή για την ευρύτερη περιοχή. Μια δημοκρατική και ευημερούσα Τουρκία που έχει αποδεχθεί το παρελθόν της και έχει συνειδητοποιήσει την ευθύνη της, μια Τουρκία η οποία δεν επιδιώκει την αναθεώρηση του εδαφικού status quo, είναι μια Τουρκία που θα έχει καθοριστικό ρόλο στην ειρήνη όλης της ευρύτερης περιοχής.
Γ. Η στάση της Ελλάδας μετά τη Γενοκτονία και ο Ελληνισμός της Πόλης
Η Ελλάδα, ηττημένη, βυθισμένη στον Εθνικό Διχασμό και αντιμέτωπη με την ανάγκη στέγασης και σίτισης 1.500.000 περίπου προσφύγων (όταν ο πληθυσμός της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 ήταν 5.500.000), με την Ιταλία να κατέχει την Κέρκυρα, την Αλβανία να διεκδικεί την Ήπειρο, τη Γιουγκοσλαβία να εποφθαλμιά τη Θεσσαλονίκη και τη Βουλγαρία να μην κρύβει την πρόθεσή της να κατακτήσει τη Θράκη, δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την αλήθεια της Γενοκτονίας και τις συνέπειές της τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική πολιτική της. Αντίθετα, η Ελλάδα έπρεπε να βρει τρόπους συνεννόησης με την Τουρκία, τη μοναδική δύναμη της περιοχής που είχε ρητά δηλώσει και αποδεχθεί ότι δεν είχε καμία εδαφική διεκδίκηση εναντίον της.
Η συνεννόηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επιτεύχθηκε με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου (Σύμφωνο Φιλίας του 1930). Βέβαια ο Ισμέτ Ινονού ήδη πριν από τον θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ το 1938, είχε επανέλθει στη στρατηγική των Νεότουρκων επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του στην εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της τελευταίας πολυπληθούς και οικονομικά ισχυρής χριστιανικής μειονότητας της Τουρκίας. Το τουρκικό «βαθύ κράτος» ουδέποτε είχε αποδεχθεί την εξαίρεση από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών των Ελλήνων της Πόλης με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Ο στόχος της εκδίωξης της τελευταίας γηγενούς χριστιανικής μειονότητας της Τουρκίας από την «Βασιλίδα των Πόλεων» επιτεύχθηκε σε τρεις φάσεις.
Κατά την πρώτη φάση (1923-1945) κύριος στόχος ήταν η οικονομική εξόντωση των Ελλήνων της Πόλης με την απαγόρευση άσκησης συγκεκριμένων επαγγελμάτων και με αποκορύφωμα την επιβολή το 1942 ενός ασύλληπτα υπέρογκου και αυθαίρετου φόρου ιδιοκτησίας (varlik Vergisi). Αν και ο νόμος θεωρητικά αφορούσε όλους τους πολίτες, στην πράξη εφαρμόστηκε επιλεκτικά εις βάρος των χριστιανικών μειονοτήτων και ειδικότερα των Ελλήνων. Ο φόρος έπρεπε να πληρωθεί εντός 15 ημερών επί ποινή κατάσχεσης της περιουσίας και του εκτοπισμού των υπόχρεων σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Περίπου 2.500 Έλληνες κατέληξαν σε αυτά τα στρατόπεδα, ενώ οι Έλληνες αν και αποτελούσαν το 0,5% του τουρκικού πληθυσμού πλήρωσαν το 20% των χρημάτων που συγκεντρώθηκαν από αυτόν τον φόρο.
Τα μέτρα της καταπίεσης και της οικονομικής εξόντωσης της ελληνικής μειονότητας δεν είχαν τα αποτελέσματα που ανέμεναν οι Τούρκοι και έτσι προχώρησαν στην επόμενη φάση η οποία κορυφώθηκε με τα Σεπτεμβριανά το 1955. Πρόκειται για τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» της ελληνικής μειονότητας της Πόλης όταν οργανωμένες ομάδες Τούρκων «διαδηλωτών» -κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων επιχειρήσεων της εποχής της Γενοκτονίας- κατέστρεψαν 1.004 κατοικίες, 5.000 επιχειρήσεις, δύο νεκροταφεία, 73 εκκλησίες, 23 σχολεία και 5 αθλητικά κέντρα.
Οι νεκροί και οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 60 ενώ 200 Ελληνίδες βιάστηκαν. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πρωθυπουργός των Σεπτεμβριανών, Α. Μεντερές, ήταν ο διοικητής των παραστρατιωτικών ομάδων Τούρκων (Τσέτες) που είχαν εξοντώσει τον ελληνικό πληθυσμό του Αϊδινίου και είχαν βασανίσει και εκτελέσει 31 Προσκόπους (παιδιά και εφήβους) στις 17/6/1919, αφού πρώτα τους ζήτησαν να εξισλαμιστούν και εκείνοι αρνήθηκαν.
Η τρίτη φάση κορυφώθηκε το 1964 με τις μαζικές απελάσεις Ελλήνων και ολοκληρώθηκε με τη σφράγιση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Η περιουσία όσων απελαύνονταν ή αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Πόλη, σύμφωνα με το μυστικό διάταγμα 6/3801 του 1964, περνούσε στην ιδιοκτησία του τουρκικού κράτους το οποίο έσπευσε να την παραχωρήσει σε μουσουλμάνους.
Με τις μεθόδους αυτές ο τουρκικός στόχος επιτεύχθηκε, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε σχεδόν κατά 96% σε σχέση με τον αριθμό τους το 1923. Ενώ το 1925 οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, σήμερα δεν ξεπερνούν το 0,006%.
Είναι ενδιαφέρον ότι τα Σεπτεμβριανά του 1955 αποτελούν, ίσως, τη μόνη περίπτωση για την οποία η Τουρκία έχει αναγνωρίσει (έστω και ανολοκλήρωτα) την ευθύνη της. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι εξέχοντες Τούρκοι διανοούμενοι, αλλά και επιχειρηματίες, αναγνωρίζουν ότι ήταν λανθασμένη η πολιτική εκδίωξης των Ελλήνων της Πόλης, γιατί έτσι η Πόλη έχασε κάτι πολύτιμο από τον ίδιο τον χαρακτήρα της. Όμως μέχρι σήμερα, η κυρίαρχη τάση στον τουρκικό δημόσιο λόγο αλλά και την τουρκική ιστοριογραφία είναι η πλήρης διαγραφή ή η μεθοδική αποσιώπηση από την ιστορική μνήμη του τουρκικού έθνους της μεγάλης προσφοράς των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την επιστήμη και τη διοίκησή της. Διαγράφει ή αποσιωπά κάθε μαρτυρία, κάθε αναφορά, κάθε γεγονός που αποδεικνύει ότι οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία χάρη στις μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, συνέβαλαν με όλες τους τις δυνάμεις στην προσπάθεια για την οικονομική, κοινωνική (ιδρυτής της «Ερυθράς Ημισελήνου» και Πρύτανης της Αυτοκρατορικής Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής ήταν ο Μάρκος Πιτσιπιός Πασάς) και πολιτιστική πρόοδο της Αυτοκρατορίας αλλά και για την εδαφική ακεραιότητά της (με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τη μεγάλη επιτυχία του Αλέξανδρου Καραθεοδωρή Πασά, εκπροσώπου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, ο οποίος ανέτρεψε την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου).
Δ. Η «Μαύρη Βίβλος»
Η «Μαύρη Βίβλος» είναι μια αναλυτική καταγραφή όσων υπέστησαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και της καθ’ ημάς Ανατολής την περίοδο 1914-1918. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πρωτογενείς πηγές για τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο, μια ανεκτίμητη ιστορική πηγή που καταγράφει γεγονότα και διασώζει την αλήθεια. Αποδεικνύει πού οδηγεί ο εθνικισμός, ο πόλεμος και το θρησκευτικό μίσος. Δεν είναι ένα βιβλίο που στρέφεται κατά της Τουρκίας και των Τούρκων. Είναι ένα βιβλίο που δείχνει πώς οι κρατικοί μηχανισμοί μετατρέπουν τον χθεσινό πράο και φιλήσυχο γείτονα, τον φίλο, τον συμμέτοχο στη χαρά και τη λύπη, εκείνον που σέβεται την πίστη του άλλου, σ’ έναν παρατηρητή της εξόντωσης των γειτόνων του ή, ακόμα χειρότερα, στον φυσικό αυτουργό αυτής της εξόντωσης. Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην κατανόηση του παρελθόντος, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαβαστεί χωρίς εθνικιστικές προκαταλήψεις.Η «Μαύρη Βίβλος» είναι μια αιώνια, πανανθρώπινη κραυγή εναντίον του εθνικισμού, του μίσους, της προκατάληψης και του θρησκευτικού φανατισμού.
Το 2022 συμπληρώνονται 100 έτη από τη μεγαλύτερη καταστροφή του Ελληνισμού, ο οποίος ξεριζώθηκε από την προαιώνια πατρίδα της καθ’ ημάς Ανατολής. Οι Έλληνες ζούσαν εκεί ήδη πριν από τον 11ο αιώνα π.Χ., αιώνες πριν εμφανιστούν οι Οθωμανοί Τούρκοι. Ίσως θα μας βοηθούσε να αντιληφθούμε την κολοσσιαία σημασία του ξεριζωμού, αν σκεφθούμε ότι σχεδόν σε όλες τις γλώσσες της Ανατολής, οι Έλληνες ονομάζονται «Ίωνες».
Η Γενοκτονία των χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας και ειδικότερα των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής δεν είναι ένα τοπικό ζήτημα ούτε μια «ελληνοτουρκική διαφορά». Είναι ένα έγκλημα που αφορά όλη την ανθρωπότητα και πρέπει να διδάσκεται, να συζητείται και να αναλύεται, ώστε η γνώση να αποτρέψει την επανάληψη τέτοιων πολιτικών. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι αναγκαίο οι κύριες πρωτογενείς πηγές να μεταφράζονται, ώστε να είναι προσβάσιμες σε όσους περισσότερους επιθυμούν να τις μελετήσουν.
ΠΗΓΗ: protothema.gr