You are currently viewing Η ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ -Υπό π. Δημητρίου Μπόκου

Η ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ -Υπό π. Δημητρίου Μπόκου

  • Reading time:1 mins read

π. Δημητρίου Μπόκου

Στριφογύρισε ανήσυχα στο στρώμα της, άλλαξε πλευρό, προσπά-θησε να ξανακοιμηθεί, μα ο ύπνος της είχε φύγει. Ανασηκώθηκε με κακό προαίσθημα. Δεν κοιμήθηκε καλά εκείνη τη νύχτα. Κάτι απροσ-διόριστο έσφιγγε την καρδιά της, σαν να ’χε τυλιχτεί στον λαιμό της θηλειά. Η νύχτα απλωνόταν ακόμα σκοτεινή, η αυγή δεν ρόδισε καθό-λου. Όνειρο κακό την ξεσήκωσε; Όχι ακριβώς. Πριν ακόμα ανοίξει τα μάτια της, οι νυχτιάτικες ανησυχίες πλημμύρισαν ξανά τη σκέψη της και την καρδιά της.

Το χθεσινοβραδινό τηλεφώνημα με την κόρη της είχε κοπεί λίγο απότομα. Δεν είχαν πει καλά-καλά τα νέα της μέρας τους, δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει καν πότε προγραμμάτιζε να ’ρθει για το Πάσχα, που σε τρεις βδομάδες έφτανε, όταν η κοπέλα ζήτησε να κλείσουν.

– Κάποιος χτυπάει το κουδούνι, μαμά! Σε κλείνω.

– Τέτοια ώρα, παιδί μου; Μα ποιος είναι; πρόλαβε να ρωτήσει ανήσυχη η μάνα.

– Μην ανησυχείς, κάποιοι φίλοι, μαμά! Είναι απ’ την παρέα μας. Είχαν τηλεφωνήσει νωρίτερα πως θα περάσουν, ίσως να βγούμε και μια βόλτα. Έλα, σε κλείνω τώρα, φιλάκια, μαμά!

– Πρόσεχε, κόρη μου! φώναξε σχεδόν η μάνα, μα η γραμμή είχε κιόλας κλείσει.

Ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα της συναγερμό. Άφησε το ακου-στικό να πέσει, μα την έζωσαν τα φίδια. Δεν είχε λόγους να ανησυχεί, η κόρη της ήταν μετρημένος άνθρωπος, δεν είχε στο ενεργητικό της επιπολαιότητες. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Ήταν αλήθεια πως την είχαν λίγο μακριά. Εργαζόταν δυο χρόνια τώρα σε εργοστάσιο σε άλλη

πόλη. Μα όλα κυλούσαν ήρεμα. Δεν εύρισκε πράγματι λόγους να ανη-συχεί. Κι ωστόσο μια έκτη αίσθηση μέσα της είχε ενεργοποιηθεί. Διαί-σθηση της μάνας; Δεν είχε κάποια λογική εξήγηση για την αναστάτωσή της. Είπε στον άντρα της τα σχετικά.

– Έλα, ηρέμησε, το ξέρεις το παιδί μας, τί κάνεις έτσι; λογικός και ψύχραιμος, την καθησύχασε εκείνος.

Δεν είχε λογικά καμμιά αντίρρηση. Κι όμως κάτι επαναστατούσε μέσα της. Έπεσε για ύπνο, μα δεν καλοκοιμήθηκε. Αλλόκοτα σενάρια χοροπηδούσαν στο φόντο του σκοταδιού, τάραζαν τον ύπνο της, φι-δοσέρνονταν στα ταραγμένα φυλλοκάρδια της. Μια παράξενη ανησυ-χία, κάτι σαν ακαθόριστος εφιάλτης, την έκαμε τελικά να σηκωθεί. Άρ-παξε το τηλέφωνο, πάτησε την ταχεία κλήση με το όνομα της κόρης της. Αυτομάτως το έκλεισε πάλι. Τί πήγαινε να κάνει; Δεν είχε ακόμα ξημερώσει. Θα της βάζαν τις φωνές πως είναι υστερική. Το είχαν κάνει άλλωστε πολλές φορές. Λογικά η κόρη της θα κοιμόταν ακόμα. Θα την ξεσήκωνε τζάμπα από την αγωνία της. Μα και πάλι ο λογισμός της δεν ησύχαζε. Τί είχε πάθει αλήθεια; Με τεράστια προσπάθεια είπε να κάνει λίγο υπομονή.

Έδωκε κάποτε ο Θεός και έφεξε. Είχε φτάσει στα όριά της. Δεν θα περίμενε άλλο κι ας της φώναζαν όσο ήθελαν. Άρχισε να τηλεφωνεί ανυπόμονα. Μα η κόρη της δεν απαντούσε. Η μάνα τρελάθηκε. Πήρε και ξαναπήρε με την ψυχή στο στόμα. Τίποτα! Να κοιμόταν τόσο βα-ριά; Αποκλείεται! Οι χειρότεροι φόβοι της άρχισαν να επαληθεύονται.

Ξύπνησε αναστατωμένη τον άντρα της, του ’βαλε τις φωνές για τις διαμαρτυρίες του, βάλθηκαν να παίρνουν και να ξαναπαίρνουν την κόρη τους αδιάκοπα, μα απόκριση καμμιά. Το κεφάλι της βούιζε, πή-γαινε σίγουρα για εγκεφαλικό. Δεν ήταν νορμάλ πράγματα αυτά. Δεν ήταν δυνατόν, κάτι δεν πήγαινε καλά. Το κακό της προαίσθημα την έκανε σίγουρη γι’ αυτό. Αναζήτησε τηλέφωνα γνωστών. Αγουροξυ-πνημένες δυο φίλες της κόρης της, την απογοήτευσαν λέγοντας πως δεν την είχαν δει καθόλου εκείνο το βράδυ. Δεν ήξερε τί άλλο να κάνει.

Η ώρα περνούσε και η αγωνία της κορυφωνόταν. Ο άντρας της προσπαθούσε να την ηρεμήσει επιστρατεύοντας όλες τις λογικές εξη-γήσεις που μπορούσε να φανταστεί. Μπορεί να κοιμήθηκε αργά, να ήπιαν με την παρέα ένα ποτήρι παραπάνω και να μην ακούει, να ξέ-χασε κάπου το κινητό, να μην το ’χει κοντά της, να ξέμεινε από μπα-ταρία, να το έχασε… Μα η μάνα τ’ άκουγε βερεσέ. Εμπιστευόταν πιο πολύ το ένστικτό της. Είχε φτάσει σε έξαλλη κατάσταση.

– Πάρε γρήγορα την αστυνομία και μάζευέ τα να φεύγουμε! του είπε με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα.

Ήταν τόσο αγχωμένη και συγχυσμένη, που ο άντρας της κατά-λαβε πως δεν είχε νόημα να προσπαθεί να τη λογικέψει. Δεν τόλμησε να συνεχίσει τις κατευναστικές του προσπάθειες. Πήραν την αστυνο-μία, μα η κουρασμένη φωνή του ξενυχτισμένου αρχιφύλακα, που δεν έβλεπε την ώρα να παραδώσει στην πρωινή βάρδια, δεν τους ικανο-ποίησε καθόλου. Κράτησε βέβαια τα στοιχεία τους, αν και με κόπο κρά-ταγε ανοιχτά τα βλέφαρά του, μα δεν φάνηκε να συμμερίζεται και πολύ την αγωνία τους.

– Μπορεί να είναι οπουδήποτε η κόρη σας, τους είπε με μια ρά-θυμη απάθεια που τσάκιζε κόκκαλα. Και συνήθως δεν συμβαίνει τί-ποτε. Έτσι ξεχνιούνται τα παιδιά με τις παρέες τους και κάθε μέρα τρε-λαίνουν εμάς εδώ πέρα οι γονείς με τις ευαισθησίες τους.

Η μάνα μόνο που δεν ούρλιαξε από την αγανάκτησή της. Μα τί να πει; Πού να ζητήσει κατανόηση; Ποιος να καταλάβει τη μητρική της καρδιά; Ποιος να την πάρει στα σοβαρά; Τη θεωρούσαν και γραφική από πάνω!

Σε λίγες ώρες είχαν φτάσει στο σπίτι που νοίκιαζε η κόρη τους. Χτύπησαν, τίποτε. Είχαν κλειδί, μπήκαν. Μα τί να δουν; Το σπίτι ανά-στατο. Αναποδογυρισμένες καρέκλες, στρωσίδια στραπατσαρισμένα, πράγματα, ρούχα άνω-κάτω, αντικείμενα στο δάπεδο. Οι φτωχοί άν-θρωποι τρελάθηκαν. Η γη έφυγε κάτω από τα πόδια τους.

– Παναγία μου! πετάχτηκε οξύς αναστεναγμός από τα στήθη της μάνας. Τα βλέπεις λοιπόν; ύψωσε τρομερή φωνή στον άντρα της. Είμαι

υστερικιά εγώ, ε;… Αχ, παιδί μου!… Παιδάκι μου!… Πού βρίσκεσαι; Τί σου έκαναν, κόρη μου;

Οι επόμενες ώρες και μέρες γνώρισαν πρωτόγνωρο καταιγισμό εξελίξεων. Αλαφιασμένοι, μα χωρίς ν’ αγγίξουν τίποτε, οι γονείς ειδο-ποίησαν αμέσως την αστυνομία. Ο πατέρας κάλεσε και έναν γνωστό του ιδιωτικό ντετέκτιβ και νομικό, να σπεύσει αμέσως. Στη στιγμή, ένα πλήθος ανθρώπων βρέθηκε να χτενίζει πόντο-πόντο το μικρό διαμέ-ρισμα, την πολυκατοικία, τις γειτονιές. Ανέκριναν, φωτογράφιζαν, α-ναζητούσαν ύποπτα στοιχεία, ίχνη αίματος, αποτυπώματα. Η μηχανή του νόμου ενεργοποιήθηκε, οι μυστικές υπηρεσίες άπλωσαν τα πλο-κάμια τους, οι μαρτυρίες γνωστών και αγνώστων διασταυρώθηκαν. Το μπερδεμένο κουβάρι σιγά-σιγά ξετυλίχτηκε και η άκρη του μίτου έφτασε μακριά, πολύ μακριά από την πόλη. Σε τόπο απόμερο, στην ερημιά, όπου κακοποιημένο είχε πεταχτεί, μακριά απ’ τα ανθρώπινα βλέμματα, το άψυχο σώμα της άτυχης κοπέλας. Δράστες; Οι «φίλοι» που την επισκέφτηκαν αποβραδίς. Όταν το μακρύ χέρι του νόμου τους τσάκωσε κι αυτούς, ομολόγησαν κυνικά τα κατορθώματά τους και μπήκαν στα σίδερα, εν αναμονή της δίκης και καταδίκης τους.

Φρικιαστικές λεπτομέρειες αναδύθηκαν μέσα απ’ τις πολύπλευρες έρευνες. Οι άμοιροι γονείς έφριξαν. Κατασυντριμμένοι, βίωσαν βήμα-βήμα τη φοβερή εμπειρία. Η τραγωδία τους ξεπερνούσε την ανθρώ-πινη αντοχή. Δεν ήταν μόνο η βαθύτατη θλίψη για την απώλεια του παιδιού τους. Ήταν ο τρόπος του θανάτου που ανέβαζε σε ανυπολό-γιστο βαθμό τον αβάσταχτο πόνο τους. Η κόρη τους είχε μαρτυρήσει. Κακοποιήθηκε βάναυσα στα χέρια των βασανιστών της.

Η κακορίζικη μάνα έσπασε. Οι γοεροί οδυρμοί της δεν είχαν τε-λειωμό. Ευχήθηκε να είχε πεθάνει αυτή χίλιες φορές, παρά να χαθεί το παιδί της τόσο τραγικά και απρόσμενα. Η ψυχή της σκλήρυνε απ’ την ανείπωτη θλίψη. Έχασε κάθε νόημα γι’ αυτήν η ζωή. Η οργή της για τους φονιάδες του σπλάχνου της ανάβλυζε τρομερή. Άλλο δεν ήθελε, παρά να τους δει να πληρώνουν σκληρά. Η εκδίκηση έγινε ο μόνος

σκοπός της ζωής της. Το μοναδικό κίνητρο που την κρατούσε ζω-ντανή. Δεν της έφτανε μια απλή καταδίκη τους, έστω και ισόβια, στη φυλακή. Ήθελε θάνατο σκληρό, αργό και βασανιστικό γι’ αυτούς. Η καρδιά της πέτρωσε. Κάθε άλλο συναίσθημα λάκισε. Αχ και να μπο-ρούσε να πάρει αυτή για μια στιγμή τον νόμο στα χέρια της! Τρελές ιδέες την αλώνιζαν. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Άφατος πόνος και ανεξέλεγκτος θυμός σάλευαν τα λογικά της.

– Να τους δω στην κόλαση κι ας πεθάνω! Να τα ξεσκίσω με τα νύχια μου τα κτήνη! έσκουζε μες στον παραλογισμό της.

Ποιος είδε τη λέαινα αγριεμένη και δεν φοβήθηκε!

Με τούτα και με κείνα οι μέρες πέρασαν, το Πάσχα κόντεψε. Οι μελαγχολικές ακολουθίες του Μεγαλοβδόμαδου σκόρπιζαν δέος ιερό στις καρδιές, μα η μάνα είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Μπρος στη νωπή χαίνουσα πληγή της ψυχής της τα Πάθη του Χριστού φάνταζαν τόσο μακρινά, τόσο ξένα γι’ αυτήν! Με τα πολλά, Μεγάλη Πέμπτη νυχτιάτικα, κάτι την έσπρωξε και σύρθηκε ως τον Εσταυρω-μένο. Την ώρα που οι λιγυρές φωνές εξακοντίζονταν με πάθος ιερό στα όριά τους, για ν’ αποδώσουν με έξοχα μελίσματα το «Σήμερον κρε-μάται επί ξύλου…», την ώρα που η βαριά καμπάνα έσκουζε λυπητερά και οι καρδιές φρικιούσαν, μπρος στον μεγάλο νεκρό βρέθηκε, άγνω-στο πώς, και η μάνα. Τον κοίταζε, μα δεν έσκυβε να προσκυνήσει τα ματωμένα πόδια του σαν τους άλλους. Ήθελε να δικαστεί μαζί του. Να ζητήσει το δίκιο της. Να βγάλει το βαρύ άχτι της για το παιδί της.

Δεν καταλάβαινε καν τί γινόταν γύρω της. Εκείνη βρισκόταν σε άλλη διάσταση. Μπροστά της ξετυλίγονταν οι μοναδικά συγκλονιστι-κές σκηνές του φριχτού Γολγοθά. Έβλεπε τον όχλο και τους άρχοντές του κάτω από τον σταυρό να περιπαίζουν τον Υιό του Ανθρώπου. «Οι παραπορευόμενοι, κινούντες τας κεφαλάς αυτών» με ύφος θριαμβευ-τικό, έφτυναν, βλαστημούσαν, προκαλούσαν τον Χριστό να κατεβεί απ’ τον σταυρό. Μα έβλεπε πως ο Χριστός δεν διαμαρτυρόταν. Δεν απαντούσε στις προκλήσεις τους. Έστρεψε μόνο τη σβησμένη του μα-

τιά προς τα πάνω και είπε με τη λιγοστή φωνή που του απόμενε: «Πά-τερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσιν». Κάγχασαν τα πλήθη πιο πολύ στο άκουσμα αυτό. Μα η μάνα δεν κρατήθηκε.

– Ρίχ’ τους τους κεραυνούς σου, Κύριε, ποιους συγχωρείς; Αυτό και μόνο τους χρειάζεται, όχι συγχώρηση!

Ο μεγαλόθυμος κατάδικος έστρεψε το θεϊκό βλέμμα πάνω της. Καμμιά οργή δεν άστραφτε στο βλέμμα εκείνο. Θλίψη μόνο και αγάπη βασίλευαν εκεί. Η φωνή του ακούστηκε ήρεμη.

– Μάνα εσύ, πώς γίνεται να μην καταλαβαίνεις τίποτα;

– Νοιώθω αυτό που νοιώθει η κάθε μάνα σε τέτοια περίσταση! Ακόμα και η δική σου μάνα, την ώρα που σε βλέπει στον σταυρό! συ-νέχισε αλύγιστη η μάνα. Όποιος δεν έχασε παιδί δεν θα μπορέσει να μας καταλάβει ποτέ!

– Πώς είσαι τόσο σίγουρη για το πώς νοιώθει η δική μου μάνα;

Μια ψηλή γυναικεία φιγούρα κινήθηκε στο πλάι του σταυρού. Ξε-χώρισε απ’ τον όμιλο των γυναικών που θρηνούσαν και στάθηκε μπρος της. Ανασήκωσε το πένθιμο βέλο που σκέπαζε το πρόσωπό της. Τα μάτια της έσταζαν δάκρυα. Μα η φωνή της ακούστηκε ήρεμη, α-παλή.

– Ο γιός μου ο μονογενής είναι αυτός κι εγώ η μάνα του. Οδύρο-μαι και κλαίω, και την καρδιά μου ρομφαία σκίζει κοφτερή μ’ αυτά που πέρασε ο γιος μου και περνάει. Δεν ξέρω πώς κρατιέμαι ακόμα ζω-ντανή. Ο πόνος μου παρηγοριά δεν έχει. Κλαίω γι’ αυτόν, μα κλαίω και γι’ αυτούς εδώ που τον σταυρώνουν.

Η μάνα έδειχνε να μην καταλαβαίνει τίποτε. Η μεγάλη μάνα συνέ-χισε:

– Κάθε πληγή, κάθε αγκάθι, κάθε καρφί στο σώμα του, είναι καρφί και στη δική μου την καρδιά. Μα ο γιος μου υποφέρει εδώ για χάρη του λαού του. Πώς είναι δυνατόν να κατακεραυνώσει αυτούς που α-γαπάει; Γι’ αυτούς καρφώθηκε εκεί ψηλά. Κι εγώ σαν μάνα του το νοιώθω αυτό, έχω γνωρίσει, έμαθα πια το πνεύμα του, το αποδέχτηκα μέσα μου, ταυτίστηκα βαθιά μαζί του. Νοιώθω και την ανάσα ακόμα

του παιδιού μου, προτού ανοίξει το στόμα του για να μιλήσει. Κι όσο κι αν κλαίω και πονάω για τον γιο μου, πονάω εξίσου και για τον λαό που τον σταυρώνει. Μου δόθηκε το χάρισμα να νοιώθω πια σαν μάνα και γι’ αυτούς. Κλαίω κι εγώ για τα χαμένα πρόβατα, για τα ξεστρατισμένα του Θεού παιδιά.

– Μα είναι δυνατόν αυτό ποτέ; Να κλαις γι’ αυτούς που βασανί-ζουν το παιδί σου; απορημένη ρώτησε η μάνα, σαν να ξυπνούσε από τη νάρκη το μυαλό της. Εγώ θα ευχόμουν με τα ίδια μου τα χέρια να τους σκίσω! Ν’ ανοίξει η γη! Να τα καταπιεί τα σκυλιά! σκλήρυνε πάλι η φωνή της, σαν ν’ ανέβαινε από τα ερεβώδη έγκατα.

– Δεν είναι το δικό μου πνεύμα αυτό! γύρισε ξανά τα μάτια πάνω της ο Εσταυρωμένος. Αυτοί εδώ δεν ξέρουν πράγματι τί κάνουν. Με σταύρωσαν από την άγνοιά τους. Μα εσείς; Τόσους αιώνες τώρα, δεν μάθατε ακόμα ποιος είμαι και τί θέλω από σας; Ήρθα να σώσω, όχι να απολέσω. Να χαρίσω πάλι τον Παράδεισο, όχι να γκρεμίσω στην ά-βυσσο. Με σας όμως τί γίνεται; «Ποίου πνεύματός εστε υμείς»;

– Μη μου ζητήσεις τώρα να συχωρέσω κι εγώ τους δήμιους της κόρης μου! Δεν γίνονται αυτά, Κύριε! Τουλάχιστον όχι από μένα! Και σύ, επιτέλους, δείξε και μια φορά τη δύναμή σου. Όλοι σε θεωρούν α-δύναμο, σε προκαλούν να κατεβείς απ’ τον σταυρό. Δείξε τους πως είσαι Θεός, να κλείσουν μια για πάντα τα στόματά τους.

– Μα εκούσια πάσχω. Δεν ανέβηκα εδώ παρά τη θέλησή μου. Δεν ψάχνω τρόπους να κατεβώ, να γλυτώσω. Γι’ αυτούς που με σταυρώ-νουν σταυρώνομαι. Γι’ αυτούς παρακαλώ τον Πατέρα μου. Γιατί, λες, να μην επιτρέπω στη γη, αν και επαναστατεί, να τους καταπιεί;

– Και είναι δίκαιο αυτό; Δεν πρέπει να πληρώνουν κάποτε κι αυ-τοί; Το βλέπω τόσο άδικο να τη γλυτώνουν!

– Μα έφτιαξα τον άνθρωπο για να ζήσει. Δίκαιο για μένα είναι να του ξαναδώσω τη ζωή που είχε χάσει και «περισσόν ζωής». Δεν είναι δίκαιο για μένα να τιμωρώ τον κακό, όπως ζητάει η δική σας δικαιο-σύνη, αλλά να του δίνω με κάθε τρόπο τη δυνατότητα να επανορθώ-νει, να φτάνει στον σκοπό για τον οποίο πλάστηκε, εκτός κι αν από

μόνος του δεν θέλει να μετέχει στη ζωή αυτή. Εγώ δεν χαίρομαι μ’ αυτό, ποτέ μου δεν επιζητώ «τον θάνατον του αμαρτωλού», αλλά «το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Να μη φροντίζω το κακό μου παιδί; Δεν θα ’ταν άδικο να πλάσω τον άνθρωπο και να τον εγκαταλείψω στην κα-τάντια του; Τον αγαπώ λοιπόν κι εργάζομαι γι’ αυτόν αδιάκοπα, πα-σχίζοντας με κάθε τρόπο να τον αποκαθιστώ στον αρχικό του προο-ρισμό. Αυτή είναι η δική μου δικαιοσύνη: Να συγχωρώ, να αγαπώ και όχι να τιμωρώ, το πλάσμα μου. Τί δεν καταλαβαίνεις απ’ αυτά;

– Όμως δική μου ευχαρίστηση είναι να δω τον φταίχτη να πλη-ρώνει, να υποφέρει τη χειρότερη κόλαση γι’ αυτά που κάνει.

– Κανείς δεν φταίει τόσο, για να πληρώνει αιώνια. Αν ήταν δικό σου παιδί ο φταίχτης, ο εγκληματίας, θα ’νοιωθες έτσι;

– Όχι βέβαια! Εκεί αλλάζει το πράγμα. Θα κοίταζα να σώσω, να διορθώσω το παιδί μου.

– Βλέπεις λοιπόν; «Πλάσμα εμόν» είναι και ο κάθε παραστρατη-μένος, δικό μου παιδί. Κάνω κι εγώ ό,τι θα κάνατε κι εσείς για τα παιδιά σας. Και πάσχω πιότερο και από μάνα, φροντίζοντάς τα «εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», να μετανοιώσουν κάποτε για να τους δώσω θέση δίπλα μου στη Βασιλεία μου. Δεν είμαι εγώ που τιμωρώ τους κακούς, είναι η δική τους αμετάκλητη επιλογή που τους παιδεύει. Εγώ να κλαίω ξέρω μόνο και να πονώ για όσους εθελούσια εμμένουν στην α-μαρτία τους. Και όποιος δεν έχει στην καρδιά του έλεος και δεν συ-μπάσχει μαζί μου με τον ίδιο τρόπο για τον αμετανόητο, δεν έχει «μέ-ρος μετ’ εμού». Δεν μου μοιάζει σε τίποτα. Κλαίω και γι’ αυτόν, μα δεν είναι δικός μου μαθητής. «Ουκ οίδα» αυτόν.

– Δεν νοιώθω έτοιμη για κάτι τέτοιο. Η οργή μου είναι λάβα καυτή, υπερκαλύπτει τα πάντα. Δεν είμαι εγώ ούτε Θεός όπως εσύ, ούτε Παναγία. Το μίσος μου έχει θεριέψει, ζητάει διέξοδο. Με πνίγει η τρομερή αδικία.

– Και προτιμάς να μείνεις «έξω του νυμφώνος» μου, να βουτη-χτείς στην κτηνωδία για το ανώφελο πάθος σου; Άδικα σταυρώθηκα για σένα;

Η μάνα δεν απάντησε. Με το μυαλό της ένοιωθε πως είχε δίκιο ο Χριστός, μα η ματωμένη της καρδιά επαναστατούσε άγρια. Ήταν πο-λύς ο δρόμος απ’ την εκδίκηση ως τη συγχώρηση. Δεν μπορούσε να τον περάσει τόσο εύκολα. Όχι, ζητούσε πολλά ο Χριστός. Δεν ήταν διατεθειμένη να τα δώσει. Της ήταν ακατόρθωτο να κάνει ένα τόσο τεράστιο βήμα. Το πρόσωπο του Εσταυρωμένου αυλακώθηκε από θλίψη. Της μίλησε με πόνο.

– Δεν υποσχέθηκα ποτέ τα εύκολα. Δεν το ’ξερες ότι τα θέλω όλα; Ότι ζητάω τα πιο δύσκολα; Νομίζεις θα ξεφύγεις με ημίμετρα; Δυστυ-χώς, δεν είσαι διαφορετική από αυτούς που με σταυρώνουν εδώ τώρα!

Από το πλάι του σταυρού σάλεψε τότε η Παναγία πάλι προς το μέρος της. Μα δεν ήταν μόνη της τώρα. Μια δεύτερη μορφή τη συνό-δευε, κρατώντας το χέρι της. Η μάνα σάστισε. Ντυμένη στα λευκά, γε-λαστή, ολοφώτεινη, στεκόταν μπροστά της, δίπλα στην Παναγία, η κόρη της. Ανατρίχιασε σύγκορμη. Τα γόνατά της λύθηκαν.

– Παιδί μου! άφησε σπαραχτική κραυγή.

Έκαμε να τρέξει προς το μέρος της, μα δεν μπόρεσε. Ένοιωσε να πατάει στο κενό, σαν κάποιο χάος μυστικό, αόρατο, να έχασκε ανά-μεσά τους.

– «Ουκ έχεις μέρος μετ’ εμού»! ξανάπε ο Χριστός απ’ τον σταυρό. Μα ούτε και με την κόρη σου. Δεν θα είσαι δική μας, δεν ανήκεις στον κόσμο μας, αν δεν μάθεις να συγχωρείς.

– Μα είναι το παιδί μου! διαμαρτυρήθηκε έντονα η μάνα. Δεν μπορείς να μου το στερήσεις.

– Ανάμεσά μας «χάσμα μέγα εστήρικται»! Μια μόνο γέφυρα το γεφυρώνει, η αγάπη που φτάνει μέχρι και τον εχθρό σου. Δεν είσαι καν Χριστιανή, αν το αρνείσαι αυτό. Είναι ο τρόπος μου αυτός, ο δικός μου μονόδρομος. Δεν έχεις επιλογή, αν θέλεις να ’σαι μαζί μας.

– Τί έχεις πάθει, μαμά; μίλησε η κόρη τώρα με φωτεινό χαμόγελο. Εσύ δεν μου μάθαινες να κάνω πάντα το καλό, και στον εχθρό μας ακόμα; Και να, που εγώ δεν βλέπω πια κανέναν εχθρό. Ευεργέτες μου

έγιναν οι δήμιοί μου. Τα ξέχασες όλα; Τώρα θα δείξεις αν τα εννοού-σες πραγματικά και δεν ήταν λόγια μόνο τα όσα μου έλεγες.

Χωρίς να φαίνεται να ακούει, η μάνα κοίταζε ασάλευτη την κόρη της που άστραφτε από ουράνια ομορφιά. Έμοιαζε θαμπωμένη. Η κόρη συνέχισε:

– Δεν θέλεις να ’μαστε μαζί για πάντα, μαμά;

Αν το ’θελε λέει!

– Θάψε το πάθος σου, μαμά! Σταύρωσέ το και θάψε το, προτού σε θάψει αυτό. Συγχώρησε τους εχθρούς, μαμά! Αν το κάνεις, θα ’σαι πάντα μαζί μου. Αλλιώς…, αλλιώς, δεν θα με ξαναδείς άλλη φορά! Οι δρόμοι μας θα χωρίσουν οριστικά, μαμά! Δεν θα ξανασυναντηθούμε δυστυχώς ποτέ! Δεν θα ’ναι κρίμα να χαθούν τα πάντα για ένα πάθος ανόητο;

Με τα πολλά, η μάνα φάνηκε επιτέλους να συνειδητοποιεί την κα-τάσταση. Με προσμονή ψέλλισε:

– Θα είμαστε μαζί πραγματικά, για πάντα, κόρη μου, αν συχω-ρέσω;

– Ναι, μαμά μου! Θα είσαι εδώ, θα με έχεις πάντοτε μαζί σου! Θα λάμπεις όπως τώρα εγώ!

– «Μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», ευλογημένη και δοξασμένη όσο δεν φαντάζεσαι! Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό, σου το εγγυώμαι από-λυτα εγώ! μίλησε ξανά η σταυρωμένη Αγάπη από ψηλά.

Η μάνα φάνηκε να πείθεται. Κατάλαβε τί πρέπει να κάνει, αν και το ’βλεπε βουνό τεράστιο μπροστά της.

– «Γενηθήτω, Κύριε, το θέλημά σου»! ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της.

Αυτό ήταν! Η φριχτή παγωνιά που σκέπαζε την ψυχή της, νικη-μένη από το φως που έλαμπε μπροστά της, άρχισε λίγο-λίγο να υπο-χωρεί. Μια ζεστασιά γλύκανε για πρώτη φορά τα σωθικά της. Άπλωσε τα χέρια της και ολοφώτεινη η κόρη χύθηκε στην αγκαλιά της. Κανένα χάσμα δεν τους κρατούσε τώρα μακριά. Η μητρική της καρδιά πήγαινε να σπάσει απ

της ερημιά. Οι ταφόπλακες του μίσους που βάραιναν πάνω της, επιτέ-λους ράγιζαν, διαλύονταν, θραύονταν. Ο φαινομενικά αδύναμος, αλλά πανσθενουργός Εσταυρωμένος συνέτριβε τις μανταλωμένες πύλες του άδη της ψυχής της…

Οι φωτεινές εικόνες έσβηναν, τα θεία οράματα χαμήλωναν, η μάνα ξαναγύρισε στα γήινα. Παραξενεμένη αντίκρυσε τον εαυτό της γονατιστό μπροστά στον σταυρό. Τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει τα άχραντα πόδια που έσταζαν αίμα, τα δάκρυά της έβρεχαν το ψυχρό μάρμαρο στη βάση. Λί-γοι βρισκόντουσαν α-κόμη στον ναό. Ασπά-στηκε τον Εσταυρω-μένο, έκαμε αργά τον σταυρό της, σηκώθηκε. Ο δρόμος της θα ’ταν μακρύς, δεν είχε καθόλου ψευδαισθήσεις για τις δυσκολίες που την περίμεναν, μα η αρχή έγινε.

– Δεν θα σε απογοητεύσω, κόρη μου! ψιθύρισε και προχώρησε σιγά προς την έξοδο. Κύριέ μου, βοήθησέ με να είμαι στο εξής Χρι-στιανή!

Πάσχα 2019