••Μιά ενδιαφέρουσα ανάλυση
Του Αρχιμ. Ρωμανού Αναστασιάδη- Της Ι. Μητροπόλεως Ρεθύμνης
Πολλά συμπεράσματα μπορούν να βγουν από το Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Κύπρου σχετικά με το Ουκρανικό Ζήτημα.
Οι επιπόλαιοι και οι ηθελημένα ανόητοι, που βλέπουν τα της Εκκλησίας πράγματα με «ποδοσφαιρική-οπαδική» λογική, βιάστηκαν να πουν ότι η Εκκλησία της Κύπρου τάχα «δεν αναγνώρισε» τις Αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ουκρανία, συνεπώς το Φανάρι υπέστη… «ήττα»… Ναι, καλά… Ας γυρίσουν πλευρό, διότι το Ανακοινωθέν της Εκκλησίας Κύπρου είναι ένας ύμνος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, του οποίου αναγνωρίζει και διακηρύσσει απερίφραστα τον Πρώτο και ρυθμιστικό ρόλο στις υποθέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό δηλαδή που κατεξοχήν αρνούνται οι Μοσχοβίτες, οι οποίοι έχουν απαλείψει από την επίσημη ορολογία τους ακόμη και τον τίτλο «Οικουμενικό» για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Αποδομεί επομένως την καρδιά όλης της μοσχοβίτικης ιδεολογίας περί «Τρίτης Ρώμης» και περί εκπτώσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την πρώτη και ρυθμιστική θέση που πάντοτε είχε και εξακολουθεί να έχει στα της Ορθοδοξίας πράγματα. Άρα, συνιστά μια ιστορική ομολογία-επαναβεβαίωση του αδιάπτωτου και αναλλοίωτου ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου από μια Παλαίφατη Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων.
Ταυτόχρονα, το Ανακοινωθέν, στα υπ’ αριθμόν 1 έως 5 σημεία του, δίδει ηχηρά ραπίσματα στη Μόσχα και σε όσα αυτή έχει κατά καιρούς πράξει υπονομεύοντας την ενότητα και την ευστάθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ξεκάθαρες τοποθετήσεις κατά της πολιτικής της Ρωσικής Εκκλησίας, τόσο στην Ουκρανία, όσο και στα λοιπά διορθόδοξα πράγματα, με αποκορύφωμα την υπονόμευση από τη Μόσχα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σαφέστατα δε, καταδικάζεται με έντονο τρόπο η απόφαση της Μόσχας για διακοπή κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο: «Πόσο ἀκροβατοῦμε περὶ τὴν πίστιν ὅταν διακόπτουμε τὴν Εὐχαριστιακὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας; Εἶναι δυνατὸ μία ἐκκλησιαστικὴ ἐντολὴ νὰ ἀκυρώνει τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ναοὺς ποὺ λειτουργοῦν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία ἄλλης Ἐκκλησίας;» και «Ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου ἑνὸς Προκαθημένου ἀπὸ ἄλλη Ἐκκλησία, γιὰ ὁποιοδήποτε διοικητικὸ ἢ δικαιοδοσιακὸ λόγο, δὲν μαρτυρεῖ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος τῆς ταπείνωσης».
Το πλέον σημαντικό όμως, που αφορά ειδικά στο Ουκρανικό, καταγράφεται ήδη στο πρώτο σημείο του Ανακοινωθέντος της Κύπρου και αποτελεί ευθεία αναίρεση της σχετικής μοσχοβίτικης επιχειρηματολογίας: «1. Κάθε ἔθνος δικαιοῦται, μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἐθνικῆς του ἀνεξαρτησίας, νὰ ἐπιζητήσει καὶ τὴν ἐκκλησιαστική του αὐτοκεφαλία. Κατοχυρώνεται τοῦτο καὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. (Εἴωθε τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλεσθαι τοῖς πολιτικοῖς.)»
Το κρίσιμο ζήτημα, τελικά, είναι εάν από το Ανακοινωθέν της Εκκλησίας Κύπρου προκύπτει, έστω και έμμεσα, αναγνώριση ή μη της νέας Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας ή αν η Κύπρος, όπως λ.χ. η Σερβία μέχρι στιγμής, πιστεύει ότι δεν υπάρχει καμία νέα Εκκλησία και ότι η μόνη Κανονική Εκκλησία στην Ουκρανία είναι του Πατριαρχείου Μόσχας, υπό τον Ονούφριο. Εδώ είναι όλο το «ζουμί» και παρακαλώ πολύ να διαβαστεί με ιδιαίτερη προσοχή η προτελευταία παράγραφος του Ανακοινωθέντος, που έχει ως εξής: «Μὰ καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπίτευξης τῆς ἑνότητας γύρω ἀπὸ τὴ νέα Ἡγεσία, θὰ πρέπει καὶ πάλιν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ βρεῖ τρόπο καθησύχασης τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας καὶ τῶν μυστηρίων ποὺ τελοῦνται ἀπὸ τὴν Ἡγεσία αὐτή. Κι ἀκόμα, ἀντιλαμβανόμενο τὴν εὐαισθησία τοῦ Ρωσσικοῦ λαοῦ, ὡς πρὸς τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο ἐβαπτίσθησαν οἱ πρόγονοί του, νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴν κατοχύρωση μιᾶς σχετικῆς δικαιοδοσίας του ἐκεῖ.»
Αφενός, το Ανακοινωθέν αναγνωρίζει σαφώς την ύπαρξη «νέας Ηγεσίας» στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Δηλαδή τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Επιφάνιο, ο οποίος έλαβε τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Αναφέρεται στο ευκτέον, κατά πρώτον από τον ίδιον τον Οικουμενικό Πατριάρχη, δηλαδή την επίτευξη «τῆς ἑνότητας γύρω ἀπὸ τὴ νέα Ἡγεσία», δεν αμφισβητεί όμως την ύπαρξη της Ηγεσίας αυτής ως ένα εκκλησιαστικό πλέον γεγονός, που έχει λάβει την υπόσταση και το κύρος του από την έκδοση και επίδοση σε αυτήν του Τόμου της Αυτοκεφαλίας.
Αφετέρου, και εδώ οι βόρειοι αδελφοί μας ας διαβάσουν πολύ προσεκτικότερα και με ταπείνωση, το Ανακοινωθέν αναγνωρίζει ότι πλέον η Εκκλησία της Ουκρανίας δεν τελεί, και δεν μπορεί να τελεί, καθολικά υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Αυτό το νόημα έχει η προτροπή-έκκληση για την αναγνώριση μιας «σχετικής δικαιοδοσίας» του Μοσχοβίτικου Πατριαρχείου στην Ουκρανία (περίπου κάτι σαν το μοντέλο της Εσθονίας), για λόγους καθαρά ιστορικούς και συναισθηματικούς, δηλαδή λόγως της ευαισθησίας «τοῦ Ρωσσικοῦ λαοῦ, ὡς πρὸς τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο ἐβαπτίσθησαν οἱ πρόγονοί του»…
Άλλωστε αυτό το έχει πράξει ήδη το Ουκρανικό Κοινοβούλιο με την απόφασή του ότι αναγνωρίζει ως Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας αυτήν που έλαβε τον Τόμο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετονομάζοντας ταυτόχρονα την υπό τον Ονούφριο Εκκλησία ως «Ρωσική Εκκλησία εν Ουκρανία». Αναγνώρισε δηλαδή το δικαίωμα «σχετικής δικαιοδοσίας» του Πατριαρχείου Μόσχας σε όσους πολίτες της Ουκρανίας επιθυμούν να εξακολουθήσουν να υπάγονται σε αυτό.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από το κατεξοχήν ρωσικό πρακτορείο στην Ελλάδα, τοsputniknews.gr, το οποίο δημοσιεύει το ρεπορτάζ για το Ανακοινωθέν της Εκκλησίας Κύπρου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: “ Εκκλησία της Κύπρου: Η Ρωσία θα πρέπει να έχει μία «σχετική δικαιοδοσία» στην Ουκρανία”. Δηλαδή, όχι μόνο δεν… πανηγυρίζουν ότι τάχα η Εκκλησία της Κύπρου δεν αναγνωρίζει την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά προβάλλουν αυτό που αποτελεί πλέον το έσχατο αμυντικό ανάχωμα της Μοσχοβίτικης Εκκλησίας, δηλαδή το δικαίωμά τους να έχουν και αυτή μια «σχετική δικαιοδοσία» στην Ουκρανία. Ο όρος «σχετική δικαιοδοσία» είναι εκκλησιολογικά σαφής και αντιδιαστέλλεται προς τον όρο «καθολική» ή «απόλυτη δικαιοδοσία», η οποία πλέον υπάρχει και αναγνωρίζεται μόνο για την υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Υπάρχουν και άλλοι παράμετροι του Ανακοινωθέντος της Εκκλησίας Κύπρου που αξίζουν προσοχής και αναφοράς, αλλά ήδη το κείμενο αυτό έχει μακρύνει αρκετά. Για να προλάβουμε πάντως το οποιοδήποτε αρνητικό σχόλιο, οφείλομε να επισημάνομε ότι η Εκκλησία της Κύπρου δεν θέτει σε αμφισβήτηση την κανονικότητα της αποκατάστασης του Φιλαρέτου και των λοιπών πρώην σχισματικών και καθηρημένων. Απλά, και είναι πολύ λογικό, ζητά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο «νὰ βρεῖ τρόπο καθησύχασης τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας καὶ τῶν μυστηρίων» που τελούνται από τους αποκατασταθέντας αυτούς κληρικούς.
Φρονώ, ότι δεν θα υπήρχε καλύτερη ευκαιρία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ώστε να φέρει επιτέλους στη δημοσιότητα τις αναλυτικές μελέτες και το ιστορικό αυτών των υποθέσεων που έχουν από καιρό συνταχθεί, αφού πλέον, ακόμη και στην Εκκλησία, κάποια πράγματα δεν είναι, όπως θα έπρεπε, αυτονόητα. Και λέγω αυτονόητα, διότι θα μπορούσαν όλοι, όσοι θέτουν σήμερα ερωτήματα και προβάλλουν αμφιβολίες, να ανατρέξουν στο ιστορικό της θεραπείας του Βουλγαρικού Σχίσματος, όταν και τότε όλοι οι σχισματικοί, αναθεματισμένοι και καθαιρεμένοι Ιεράρχες της Βουλγαρικής Εκκλησίας αποκαταστάθηκαν στην κανονικότητα και αναγνωρίστηκαν όλες οι χειροτονίες τους, με μόνη τη σχετική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας αυτής…