Ως Βασικό επιχείρημα αρκετών επισκόπων, κληρικών ή λαϊκών, σε πολλές από τις προκλήσεις που έρχονται να ταράξουν το Σώμα της Εκκλησίας στην σημερινή εποχή, είτε αυτό εκφαίνεται ως προς το δόγμα, δηλαδή ως προς την αποτυπωμένη εμπειρία της Εκκλησίας, είτε ως προς τα υπόλοιπα προβλήματα που την ταλανίζουν αναλόγως την εποχή, έρχεται να προβληθεί μία αόριστη έννοια, η οποία καλείται ως «υπακοή».
Αυτή βεβαίως η «υπακοή» δεν ορίζεται υπό τη βάσει θεολογικών προϋποθέσεων, όπως δηλαδή θα έπρεπε, ούτε αποδίδεται νοηματικά υπό την σκέπη της πατερικής σκέψης και προοπτικής. Ως «υπακοή» παρουσιάζεται εν πολλοίς η -απροϋποθέτως- «τυφλή» συμμόρφωση σε γνωμικούς λόγους και κατευθυνόμενες σκέψεις οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως απολύτως ορθές ακριβώς επειδή εκφέρονται από «χείλη» τα οποία κατέχουν «εκκλησιαστική εξουσία»[1]. Βεβαίως σε αυτή την συνάφεια κάθε διακονία, κάθε χάρισμα εντός του εκκλησιαστικού σώματος «βαρύνεται» -και νοείται- υπό ορισμένη μορφή «εξουσιαστικότητας» είτε αυτή βρίσκεται σε μειονεκτική είτε σε πλεονεκτική πλευρά. Κορωνίδα βεβαίως της «εξουσίας» σε αυτό το οικοδόμημα σκέψεως βρίσκεται ο «Επίσκοπος», ο οποίος δεν αποτελεί- σε αυτή την προοπτική της σκέψης- απλώς τον φύλακα και τον «Σκοπό» του Σώματος της Εκκλησίας, αλλά την εξουσιαστική αρχή, η οποία θα ορίζει, αναλόγως της γνωμικής του στάσεως, την πίστη του χαρισματικού Σώματος. Ο Επίσκοπος κατ’ αυτόν τον τρόπο, έρχεται να επισκιάσει την έννοια της εκκλησίας ως σώμα με «μέλη εκ μέρους», ταυτιζόμενος εννοιολογικά με αυτήν. Σε αυτή, λοιπόν, την προοπτική «Υπακοή», «Επίσκοπος» και «Εκκλησία» σχετίζονται εννοιολογικά, όχι ως έννοιες με αμιγώς θεολογικό περιεχόμενο, αλλά ως έννοιες υπό την οπτική πάντοτε της «εξουσίας».
Για την στήριξη δε των έως άνωθεν θέσεων, χρησιμοποιούνται ενίοτε πατερικά ή αγιογραφικά σημεία, τα οποία «κόπτονται και ράβονται» κατά την οικεία βούληση εκείνου που τα εκλέγει. Βεβαίως ο τρόπος αυτός, αρκετά ξεκάθαρα, παραπέμπει σε μία καθαρά αιρετική ακολουθία σκέψεως, εφόσον (παρ)ερμηνεύονται έξω και πέρα από την συνάφεια τους αποδίδοντας σε αυτά περιεχόμενο και ουσία που δεν απαντώνται εντός του ορθοδόξου τρόπου ζωής και παραδόσεως. Κατά αυτόν τον τρόπο, κάθε αντίθετη – δηλαδή ορθή – προς αυτούς ερμηνεία, των έως άνωθεν χωρίων, αποσιωπείται, αμφισβητείται, κρίνεται σκεπτιστικά, αφού όταν αυτή πραγματοποιείται υπό ορθοδόξων προϋποθέσεων, έρχεται να επισκιάσει και να επικαλύψει, εκείνον όπου πρώτος ξεκίνησε να τα διαστρέφει. Σε αυτή την συνάφεια, οι Πατερικοί λόγοι, θεωρούνται ως «μη επίκαιροι», η ερμηνευτική των αγ. Πατέρων θεωρείται «ξεπερασμένη» και φυσικά, καθείς που βαδίζει στα χνάρια εκείνων, θεωρείται το λιγότερο «παραδοσιακός» ή «φονταμενταλιστής» εφόσον ο λόγος της Αληθείας, της Πατερικής σκέψης και Ερμηνείας, δεν μπορεί να επιζητεί αποκλειστικότητα.
Βεβαίως όλοι αυτοί, οι οποίοι κινούνται επί της αγ. Γραφής, έχοντας μία νοητή ραπτομηχανή ανά χείρας, κόπτοντας και ράπτοντας οτιδήποτε έρχεται να οικοδομήσει το δικό τους οικοδόμημα «πίστεως» και την δική τους «θεολογία», υπό ομαλές συνθήκες, καλύπτονται πίσω από την «εκκλησιαστικότητα» την οποία κατέχουν εντός των κόλπων της Εκκλησίας. Περίοδοι όμως όπως η σημερινή, όπου η τρικυμία βρίσκεται γύρω από το χαρισματικό σώμα, έρχονται να αναδείξουν τα αληθινά προβλήματα εντός της, και βεβαίως να αποκαλύψουν και να διαχωρίσουν τους «ψευτοδιδασκάλους» από τους αληθινούς διαδόχους των μαθητών του Χριστού.
Ένα, αρκετά γνωστό χωρίο, λοιπόν, της αγ. Γραφής, το οποίο φέρνουν ως απόλυτο παράδειγμα «υπακοής» στον γνωμικό λόγο του επισκόπου, είναι το γνωστό χωρίο του Απ. Παύλου από την προς Εβραίους Επιστολή. Γράφει ο απόστολος : «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις[2] ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι, καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο».[3]Το συγκεκριμένο αποστολικό χωρίο, γενόμενο έρμαιο της ‘’κοπτοραπτικής’’, στα χέρια επίδοξων και εξουσιαστικών ανθρώπων, δεικνύεται ως το απόλυτο χωρίο, απροϋπόθετης υπακοής και υποταγής στον κατέχοντα εκκλησιαστική εξουσία. Πάραυτα, η πραγματικότητα διαφέρει κατά πολύ από την θέληση και την γνώμη ορισμένων ανθρώπων. Ως κριτήριο ερμηνείας της αγ. Γραφής, άρα και του προκειμένου χωρίου, θα τεθεί ευθύς εξ’αρχής η αυθεντία των αγ. Πατέρων, οι οποίοι και την ερμήνευσαν. Η ερμηνεία τους, δεν αποτελεί ερμηνεία σύγχρονη ή έστω επίκαιρη αλλά αυτή καθίσταται διαχρονική. Ο λόγος της διαχρονικότητας της πατερικής ερμηνείας είναι αρκετά απλός. Γενόμενοι δέκτες της Θείας Χάριτος, οι ιεροί πατέρες, αποκτούν την εμπειρία της Αληθείας. Η εμπειρία της αληθείας την οποία δέχονται, δεν είναι άλλη από την ίδια την χάριτι Παρουσία εν αγίω Πνεύματι, του Λόγου του Θεού. Βιώνοντας τον σαρκωμένο Λόγο στην ζωή τους, καθιστούν πραγματικότητα το γεγονός ότι « Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Η Αλήθεια ως αναλλοίωτη[4] εντός του χρονικού ορίζοντα, δε παρέρχεται ούτε καθίσταται σύγχρονη και άρα κάποια στιγμή πεπερασμένη. Στην βάση αυτής της αληθείας, οι Θείοι Πατέρες, ερμηνεύουν την αγ. Γραφή, αφού καθίστανται δέκτες και ναοί της χάριτος του Πνεύματος.
Η κακία του άρχοντα ως μέγιστο κακό στο εκκλησιαστικό σώμα.
Ερμηνεύοντας λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος το ως άνω χωρίο του αποστόλου Παύλου, διαπιστώνει πολύ γλαφυρά τις προϋποθέσεις υπακοής του πιστού στον οικείο επίσκοπο. Σε αυτή την προοπτική, και ακολουθώντας τον λόγο του απ. Παύλου, διατυπώνει δύο «πληγές» εντός της Εκκλησίας. Η πρώτη πληγή απαντάται ως προς την «ανυπαρξία» επισκόπου εντός του εκκλησιαστικού σώματος[5]. Γνωρίζοντας την σημασία της διακονίας την οποία κατέχει ο επίσκοπος εντός του σώματος, χαρακτηρίζει την απουσία αυτού ή τον εξοβελισμό του από «κυβερνήτη» του λογικού ποιμνίου ως «αναρχία» την οποία περιγράφει ως «κακό και αιτία πολλών συμφορών». Ως δεύτερη «πληγή» εντός της εκκλησίας εντοπίζει ο άγιος Ιωάννης την «ανυπακοή»[6] των πιστών έναντι του οικείου τους επισκόπου. Η ανυπακοή, σε αυτό ακριβώς το σημείο, ορίζεται ως γνωμική αντίθεση εκ μέρους των πιστών έναντι του επισκόπου τους, πράγμα τα οποίο ακριβώς οδηγεί σε σημεία διασπάσεως, τόσο των μελών μεταξύ τους, όσο και των μελών από τον επίσκοπο. Πάραυτα, και ενώ διαφαίνεται ότι δεν υφίσταται μεγαλύτερο κακό, από τα άνωθεν δύο προαναφερθέντα εκ τουαγ. Χρυσοστόμου, αφήνει να εντυπωθεί φανερῶς, πως υφίσταται μεγαλύτερο «σκάνδαλο» εκ των άνωθεν δύο κακών, και μεγαλύτερη πληγή από αυτές:«Ἀλλ’ ἴσως ἐρεῖ τις ἡμῖν, ὅτι ἔστι καὶ τρίτον κακὸν, ὅταν ὁ ἄρχων ᾖ κακός»[7]. Ως τρίτο «κακό» εντός του εκκλησιαστικού σώματος παρουσιάζει ο άγιος την κακία του άρχοντα.Κατά αυτόν τον τρόπο και σε αυτή την προοπτική, κάθε παραπάνω ερμηνεία η οποία αναφέρεται τόσο στον άρχοντα όσο και στους αρχωμένους εντός του σώματος της εκκλησίας, πρέπει να ερμηνευτεί υπό τη βάση ακριβώς αυτής της προϋποθέσεως. Είναι ο επίσκοπος ‘’καλός’’ ή ‘’κακός’’;
Το να είναι ο επίσκοπος «κακός», θεωρείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ως πολύ «χειρότερο από την αναρχία» την οποία προγενεστέρως εξηγεί, και βεβαίως παντελώς άμετρο σπουδαιότητας έναντι της ανυπακοής του ποιμνίου.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο αγ. Ιωάννης αναφέρει πως «κρεῖττον γὰρ ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι». Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή το να είναι ο επίσκοπος κακός, είναι προτιμότερο το ποίμνιο να μην ακολουθεί κανέναν. Αυτό ακριβώς προτρέπει ο άγ. Ιωάννης, αφού«ο μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν· οὗτος δὲ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος». Κατά αυτόν τον τρόπο ο Ι. Χρυσόστομος διεκυκρινίζει πως περισσότερες «πιθανότητες» σωτηρίας έχει εκείνος ο οποίος δεν οδηγείται από κανέναν, αφού άλλοτε σώζεται και άλλοτε κινδυνεύει, σε αντίθεση με εκείνον όπου οδηγούμενος από «κακό» άρχοντα, τείνει να καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα στα «βάραθρα».[8]
Προϋπόθεση της Υπακοής
Στο σημείο αυτό όμως, και επεκτείνοντας την ερμηνεία της αποστολικής περικοπής, ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, φτάνει να εξετάσει την έννοια της «κακίας» εκ μέρους του επισκόπου. Επαναφέροντας τον λόγο του απ. Παύλου και συνδέοντας τον με μία προγενέστερη φράση του, η οποία αποτελεί και την αναγκαία προϋπόθεση της υπακοής, λέει: «Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπὼν, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε.»[9]Σε αυτό ακριβώς το σημείο, θα μπορούσαμε να πούμε, τίθεται η αναγκαία προϋπόθεση της «υπακοής». Αναλογιζόμενος πρωτίστως ο πιστός όλη την πορεία του επισκόπου, και εφόσον επαληθεύσει την ορθότητα της πίστεως του πάνω στη βάση του βιώματος της εκκλησίας, τότε οδηγείται προς την μίμηση της δικής του πίστεως[10]. Τέλμα βεβαίως αυτής της μιμήσεως στην πίστη, αποτελεί η υπακοή και η «υποταγή» η οποία βεβαίως πιστώνεται με παντελώς ελεύθερο τρόπο και εκφορά. Στο σημείο εκείνο που ο πιστός αναγνωρίζει την παράδοση της αποστολικής πίστεως στην όψη του επισκόπου, αφ’ ης στιγμής αρχίζει να πιστώνεται η ακοή και εν συνεχεία υπ-ακοή στον λόγο ή στα έργα του. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως η ορθή πίστη, όταν φανερώνεται εκ μέρους του επισκόπου, γίνεται η κινητήρια δύναμη, η οποία έλκει το ποίμνιο προς υπακοή του οικείου της ποιμένος. Απόλυτο κριτήριο και αναγκαία προϋπόθεση, λοιπόν, υπακοής γίνεται η Ορθότητα της Πίστεως.
Όταν, λοιπόν, κατά αυτόν τον τρόπο και σε αυτή την προοπτική, το κριτήριο της ορθότητας στην πίστη απουσιάζει από τον επίσκοπο, σαφώς απουσιάζει και οποιαδήποτε έννοια υπακοής, αφού πλέον αυτή δε μπορεί να εφαρμοσθεί απροϋποθέτως. Σε αυτή την προοπτική, εισάγεται από τον άγιο Ιωάννη η έννοια της κακίας ή πονηρίας του επισκόπου :« Τί οὖν, φησὶν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρὸς, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου»[11]. Ο Ιερός Πατήρ εντοπίζει, εμφανώς, την έννοια της «κακίας» ή της «πονηρίας» στην έννοια της πίστεως. Όταν δηλαδή, η κακία του επισκόπου κεντρίζεται γύρω από θέματα πίστεως «φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών». Σε αυτή την περίπτωση φυσικά, δεν υφίσταται«υπακοή» ή «υποταγή», αφού η οποιαδήποτε τυχόν υπακοή σε μία νοθευμένη με «πονηρία» ‘’πίστη’’, οδηγεί τον πιστό στην απόλυτη έκπτωση και φυσικώς στην απώλεια της Σωτηρίας. Βεβαίως στο σημείο αυτό πραγματοποιείται από τον αγ. Ιωάννη, μία αναγκαία διάκριση μεταξύ βίου και πίστεως. Κακία, ενδεχομένως να εντοπίζεται υπό άλλη μορφή, και στην βιωτή του επισκόπου. Όταν δηλαδή η κακία εντοπίζεται στον βίο ενός ανθρώπου, και εν προκειμένου του επισκόπου, ο πιστός θα πρέπει παντελώς να το αγνοεί. Κατά αυτόν τον τρόπο, καταλήγοντας συμπερασματικά, όταν ο επίσκοπος δεν πληρεί το κριτήριο της ορθότητας της πίστεως, διαστρεβλώνοντας
δηλαδή την πατερική διδασκαλία, νοθεύοντας την αποστολική πίστη, και καθαιρώντας το βίωμα της Εκκλησίας «φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι» ενώ όταν βεβαίως τα παραπτώματα του επισκόπου εγγίζουν την προσωπική του ζωή και βιωτή«μὴ περιεργάζου».
Υπακοή, κρίση και κατάκριση
Αναλύοντας περεταίρω και ευρύτερα το αποστολικό χωρίο, τονίζει ο Ιεράρχης, πως στην περίπτωση που η κακία αναφέρεται στον βίο του ποιμένος, αυτή βεβαίως δε μπορεί να μεταδοθεί σε εκείνους που τον ακούνε, και για αυτόν τον λόγο δε προξενείται και κακό εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Στην περίπτωση όμως, όπου η κακία εντοπίζεται ως προς την πίστη, ακριβώς επειδή ο επίσκοπος φέρεται υπό κακίας, αυτή βεβαίως την «κακία» της πίστεως, δηλαδή με άλλα λόγια την στρεβλότητα, θα προσπαθήσει, και βεβαίως, δε θα διστάσει, να διδάξει. Σε αυτό το σημείο βεβαίως, κομβικός είναι ο ρόλος των μελών του σώματος της εκκλησίας: Επειδή εμφανώς αναιρείται κάθε έννοια υπακοής, το λογικό ποίμνιο καλείται με απόλυτη σαφήνεια να σταθεί έναντι της νοθευμένης διδασκαλίας κρίνοντας την με απόλυτη ευθύτητα, έχοντας ως βάση την πατερική διδασκαλία. Κρίνεται δηλαδή, η στάση του επισκόπου, ως προς την αλλοίωση την οποία φέρει εντός της Εκκλησίας, με απόλυτο γνώμονα και απόλυτο κριτήριο αυτή την ίδια την προφητική, αγιογραφική, αποστολική και πατερική παράδοση. Σε αυτή λοιπόν την προοπτική, η φράση του Ιησού Χριστού «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» απευθύνεται, πάντα κατά τον αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ως προς τον τρόπο ζωής του επισκόπου, και βεβαίως όχι ως προς την πίστη.«Τὸ γοῦν ἐπαγόμενον τοῦτο δηλοῖ. Τί γὰρ βλέπεις, φησὶ, τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; Πάντα οὖν ὅσα ἂν λέγωσιν ὑμῖν, φησὶ, ποιεῖν, ποιεῖτε (τὸ δὲ ποιεῖν ἔργων ἐστὶν, οὐ πίστεως)· κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε.» Θεωρείται αυτονόητο ότι οι έννοιες του «κάρφους όσο και της «δοκού», λέγονται και σημαίνονται εντός του πλαισίου της βιωτής του ανθρώπου. Σε αυτό το επίπεδο, φυσικώς, οι προσωπικές αστοχίες εκάστου ανθρώπου ως προς την κοινωνία και μετοχή του προς τον Θεό, κρίνονται αποκλειστικά από αυτόν τον ίδιο τον Κτίστη και Δημιουργό του. Στο επίπεδο όμως τις πίστεως, η κατάσταση σαφώς και διαφέρει κατά τρόπο ριζικό. Στο επίπεδο της πίστεως, ο πιστός είναι υποχρεωμένος, όταν αναγνωρίζει την αλλοίωση της πίστεως, να μην «ποιεί» και επομένως να μην εφαρμόζει τον αντίστοιχο ‘’αλλοιωτικό’’ τρόπο ζωής, όταν αυτός προτείνεται ως μέτρο «σωτηρίας», ανεξαρτήτως προέλευσης ή εκκλησιαστικής ισχύος και εξουσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο «πάντα ποιεῖν ποιεῖτε», όταν δηλαδή πρόκειται για ζητήματα εκτός και πέρα από την αλήθεια της πίστεως, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, όταν η παρακίνηση «έργων» γίνεται εξαιτίας αλλοιωτικής φοράς προερχόμενη από ζήτημα πίστεως, «μὴ ποιεῖτε».
Συμπεράσματα
Η Υπακοή, εντός αυτού λοιπόν του πλαισίου, και εντός αυτών των ερμηνευτικών παραμέτρων, δεν νοείται χωριστά και έξω από οποιαδήποτε προϋπόθεση. Δεν νοείται εντός ενός δουλικού πλαισίου υποταγής των ἀρχομένων στον άρχοντα, ούτε φυσικώς τίθεται ως προϋπόθεση σωτηρίας, όταν αυτή η ίδια δεν πληρείται από προϋποθέσεις. Η υπακοή, σύμφωνα με τον αγ. Ιωάννη, πληρείται και τίθεται σε εφαρμογή, όταν ακριβώς σε αυτή λαμβάνει χώρα μία σημαντική προϋπόθεση : Η Ορθότητα της πίστεως, και η εμμονή στην ζώσα παράδοση της Εκκλησίας.HΕπαλήθευση αυτή, για την εξακρίβωση της εμμονής ή της αποστάσεως από την παράδοση της Εκκλησίας, του εκάστοτε επισκόπου, γίνεται ακριβώς με τον τρόπο που ο αγ. Ιωάννης το περιγράφει : «Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε». Η ορθότητα βεβαίως τις πίστεως, η οποία έγκειται στην μία συνεχή ζώσα και
αδιάσπαστη παράδοση της εκκλησίας, πιστώνεται ακριβώς στην συνέχεια η οποία εμφανίζεται στην πίστη του άρχοντα και εν προκειμένου του Επισκόπου εντός της Εκκλησίας. Όταν η βιωματική αυτή πίστη των Πατέρων της Εκκλησίας, απαντάται στον επίσκοπο, ο πιστός, δε μπορεί, παρά να βρεθεί πλησίον του επισκόπου του, παραμερίζοντας οποιαδήποτε πάθη ή προσωπικές αδυναμίες του, εφόσον η αναγκαία προϋπόθεση της Υπακοής – αυτή δηλαδή της Ορθότητας στην πίστη – πληρείται στον τρόπο ζωής του. Σε αντίθετη βεβαίως περίπτωση, και όταν αυτή η ορθότητα απουσιάζει, ενώ παραλλήλως εμφανίζονται σε αυτόν, σημάδια αλλοιώσεως της Αποστολικής Πίστεως, ο πιστός δε μπορεί, παρά να απομακρυνθεί ώστε να μην μεταδοθεί η «κακία» αυτή του επισκόπου. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ακόμα και αν έρθει ο πιστός ενώπιον του επισκόπου «φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι», κατά την προτροπή του Ι. Χρυσοστόμου. Αυτή η αποχή και η αποστροφή, η οποία πρέπει να τελεσθεί από το σώμα προς τον λαθεμένο ποιμένα του, δεν αποτελεί πράξη εγωισμού ή υπερηφάνειας, αλλά ένδειξη η οποία στα μάτια του επισκόπου, πρέπει να σημάνει την λανθάνουσα πορεία την οποία ακολουθεί, με σκοπό να οδηγηθεί στην μετάνοια. Μάλιστα, στο σημείο αυτό, θεωρείται ότι είναι καλύτερο και ωφελιμότερο για την ψυχή των αρχομένων « ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι».
Στο σημείο αυτό, βεβαίως, δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίο συνδέουν ανεπιτυχώς, τον περί «κρίσεως» λόγο του Ιησού Χριστού. Η ανεπυτυχία αυτή κρύβεται στο γεγονός πως η κρίση αυτή «περὶ βίου ἐστὶν, οὐπερὶ πίστεως·», δηλαδή αφορά αποκλειστικά την κρίση και εν συνεχεία την κατάκριση στα θέματα του βίου ενώ είναι φανερό πως «οὐ περὶ δογμάτων ἐστὶν ὁ λόγος, ἀλλὰ περὶ βίου καὶ ἔργων.». Αναφορικά και γύρω από τα ζητήματα, τα οποία ως είπαμε και παραπάνω, αλλοιώνουν την πίστη της Εκκλησίας, η κρίση δεν συνίσταται απλώς, αλλά επιβάλλεται ως αναγκαίο μέσω, αφού εγγίζει τα όρια της σωτηρίας του λογικού τους ποιμνίου. Αυτή ακριβώς ήταν και η στάση των πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων, όπως αυτή φανερώθηκε μέσα από τις νουθεσίες, τις διδασκαλίες και τις παροτρύνσεις μετανοίας των αγίων προς τους διαστρεβλωτές της αληθείας. Μέγιστη έκφραση αυτών όλων υπήρξαν φυσικά οι Οικυμενικές Σύνοδοι, που απομάκρυναν από το υγειές σώμα, αλλοιωτικές και φθοροποιές διδασκαλίες, οι οποίες ταλάνιζαν την σωτηρία των Πιστών.
Μαθητεύοντας λοιπόν, στον πατερικό λόγο και την πατερική σκέψη, μπορούμε να κατανοήσουμε το εξής γεγονός : Η Ερμηνεία των αγ. Πατέρων, δεν είναι ποτέ προϊόν συγχρονικότητα με μία στιγμή και μία φάση του κόσμου και βεβαίως δεν αποτελεί ούτε γεγονός αυθαίρετης ή έστω γνωμικής βούλησης των ρημάτων της αγ. Γραφής. Σε αντιδιαστολή με τις σύγχρονες – και βεβαίως κάποια στιγμή πεπερασμένες- ερμηνείες της αγ. Γραφής, όταν δίδονται με τρόπο άβουλο και άκριτο από σύγχρονους θεολόγους κληρικούς ή λαϊκούς, η ερμηνεία των αγ. Πατέρων είναι ερμηνεία, η οποία εκπορεύεται από το ίδιο το βίωμα τους, το οποίο δημιουργείται από την κοινωνία τους με τον δημιουργικό Λόγο του Θεού. Αυτό ακριβώς το πράγμα, καθιστά την ερμηνεία των αγ. Πατέρων, και την διδαχή τους, διαχρονική, εξαιτίας ακριβώς της Διαχρονικότητας της Αληθείας. Η εξήγηση των αγ. Πατέρων, αποτελεί εξήγηση χάριν της αληθείας και βεβαίως δεν αποτελεί βόλεψη προς χάριν της δικής τους γνωμικής σκέψης. Η διδασκαλία των αγίων, ως διαχρονική, στοχεύει στην Αλήθεια των πραγμάτων, αφού «οὐδὲ γὰρ ἐν ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιἡ εὐσέβεια(=Αλήθεια).»[12]Με βάση λοιπόν αυτό το κριτήριο, το κριτήριο της αληθείας, και της πιστότητας στην παράδοση, μπορεί να ιδωθεί ανόθευτη η υπακοή. Η αληθής υπακοή, η οποία είναι κατ’ ουσίαν υπακοή στην Αλήθεια, δεν διατρέχεται από
γνώμες οι οποίες προσπαθούν να επιβληθούν με όπλο την «εξουσιαστικότητα», αλλά εξαρτάται από την αληθή γνώση του Θεού, που την συμπορεύει η Ελευθερία.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική και συμβολική Θεολογία Τομ. Γ., εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη,2016, σελ. 383. Γράφει χαρακτηριστικά για την εξουσιαστική επιβολή γνωμικών απόψεων εντός της εκκλησίας «”Όλες οι τριαδικές, χριστολογικές εικονοκλαστικές και λοιπές αιρέσεις αμφισβήτησαν την ενεργειακή σχέση Θεού και κόσμου, και τον θεραπευτικό χαρακτήρα της σωτηρίας επιχειρώντας να επιβάλουν την αντίληψη για μία ηθική σχέση Θεού και κόσμου και τον ηθικοπλαστικό χαρακτήρα μίας κατ ‘αυτούς χριστιανικής θρησκείας. Όμως κατά την αποκάλυψη του Θεού και τα μνημεία της, ο Χριστιανισμός μήτε θρησκεία είναι μήτε καημό έχει να προσθέσει ακόμα μια ηθική διδασκαλία στις τόσες άλλες που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν στον κόσμο. Ωστόσο οφείλει κανείς να προσέξει κατά πολύ την ακόλουθη αμείλικτη διευκρίνιση : ηθική θρησκεία σημαίνει απαραίτητα περιορισμός της ελευθερίας και εξουσιαστική επιβολή απόψεων. Θεραπευτική σωτηρία σημαίνει εξάπαντος ελευθερία και εξοβελισμό κάθε εξουσιαστικής κυριαρχίας.»
2. Επί του προκειμένου, λοιπόν, χωρίου, συμβαίνουν αναίσχυντες παρερμηνείες, οι οποίες όλες τείνουν να συμβαδίζουν με τις έως άνωθεν νεωτερικές προσεγγίσεις. Προσεγγίσεις εκτός του Ορθοδόξου βιώματος και βιωτής, προσεγγίσεις με αποκλειστικό γνώμονα το προσωπικό – γνωμικό θέλημα του ομιλητή, και βεβαίως προσεγγίσεις οι οποίες αποτελούν κατά πλειοψηφία αιρετικές αποκλείσεις, οι οποίες μάλιστα κατά τυχαίο θα λέγαμε τρόπο, απαντώνται από Δυτικές Θεωρήσεις περί της εκκλησίας και του ποιμένος σε αυτή. Από όλους βεβαίως αυτούς τους λογοτέχνες και τεχνολόγους της «σύγχρονης» όπως αναφέρουν εκκλησίας, εκλείπουν παντελώς οι Ορθόδοξες προϋποθέσεις ερμηνείας των αγιογραφικών χωρίων.
3. Προς Εβραίους, 13:17
4. Εντός αυτής της συνάφειας, του αναλλοίωτου της Αληθείας, γράφει ο Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (G. Ludwig, Athanasiiepistula ad Epictetum [Diss. Jena. 1911]: 3-18.) «…ἀναλλοίωτος οὖσα καὶ ἄτρεπτος, λέγοντος μὲν αὐτοῦ τοῦ σωτῆρος, ἴδετέ με, ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι, τοῦ δὲ Παύλου γράφοντος, Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.»
5.Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την προς Εβραίους επιστολή, P.G. 63,231 «Κακὸν μὲν ἡ ἀναρχία πανταχοῦ, καὶ πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν, καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως· μάλιστα δὲ ἐν Ἐκκλησίᾳ τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστὶν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον καὶ ὑψηλότερον. Ὥσπερ γὰρ, ἂν χοροῦ τὸν κορυφαῖον ἀνέλῃς, οὐχὶ κατὰ μέλος καὶ κατὰ τάξιν ὁ χορὸς ἔσται, καὶ φάλαγγος στρατοπέδου τὸν στρατηγὸν ἂν ἀποστήσῃς, οὐκ ἔτι ῥυθμῷ καὶ τάξει τὰ τῆς παρατάξεως ἔσται, καὶ πλοίου τὸν κυβερνήτην ἐὰν περιέλῃς, καταδύσεις τὸ σκάφος· οὕτω καὶ, ποιμνίου τὸν ποιμένα ἐὰν ἀποστήσῃς, πάντα ἀνέτρεψας καὶ ἠφάνισας.»
6.Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την προς Εβραίους επιστολή, P.G. 63,231, «Κακὸν μὲν οὖν ἡ ἀναρχία καὶ ἀνατροπῆς ὑπόθεσις, κακὸν δὲ οὐχ ἧττον καὶ ἡ ἀπείθεια τῶν ἀρχομένων· τὸ αὐτὸ γὰρ γίνεται πάλιν. Λαὸς γὰρ ἄρχοντι μὴ πειθόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ μὴ ἔχοντι, τάχα δὲ καὶ
χείρων· ἐκεῖ μὲν γὰρ καὶ συγγνώμην ἔχουσιν ὑπὲρ τῆς ἀταξίας, ἐνταῦθα δὲ οὐκέτι, ἀλλὰ καὶ κολάζονται.»
7.Ο.π. , Εις την προς Εβραίους επιστολή, P.G. 63,231
8. Ο.π. , Εις την προς Εβραίους επιστολή, P.G. 63,231
9.Ο.π. , Εις την προς Εβραίους επιστολή, P.G. 63,231
10.ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, P.G. 95, 993. «Θεωροῦντες αὐτῶν τὸν βίον, καὶ τὴν πολιτείαν, φησὶ, μιμεῖσθε τὴν πίστιν. Τί ἐστι ἀναθεωροῦντες; συνεχῶς στρέφοντες ἐν ἑαυτοῖς, ἐξετάζοντες, λογιζόμενοι ἀναζητοῦντες, ἀκριβῶς βασανίζοντες, ὅτι τέλος χρηστὸν αὐτῶν ἔχει ἡ ἀναστροφή.»
11.Ο.π. , Εις την προς Εβραίους επιστολή, P.G. 63,232
12.ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, 5η επιστολή, στο N.A. Matsoukas, “Ἐπιστολαί,” in P.K. Chrestou (ed.), Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγγράμματα, vol. 2 [Thessalonica 1966]: 315-547. «Τούτων κατ’ οὐδὲν ἀπᾷδον καὶ ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος διδάσκει Γρηγόριος· «οὐδὲ γὰρ ἐν ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασι», φησίν, «ἡ εὐσέβεια· οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων ζυγομαχήσομεν οὐδὲ περὶ ταῦτα ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν, ὥσπερ ἐν ὀνόμασι κειμένης ἡμῖν τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ οὐκ ἐν πράγμασιν.»
Γεώργιος Χαρίτος, Θεολόγος,
υπ. ΜΔΕ Δογματικής Θεολογίας