Γράφει ο Αρχιδιάκονος Ιωάννης Μπούτσης
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην σημερινή ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
Πόλεμος στην Ουκρανία, στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Ρήγμα
βαθύ, σχίσμα εντός της παγκόσμιας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και ένα επιστημονικό συνέδριο
θεολογίας στην Αθήνα. Τι σχέση μπορεί να έχει το τελευταίο με τα προηγούμενα;
Από την 11η έως την 15η Οκτωβρίου 2023 έλαβε χώρα στην Αθήνα διεθνές συνέδριο για την
εκατονταετηρίδα του επιστημονικού περιοδικού «Θεολογία», της τριμηνιαίας έκδοσης της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τίτλο «Η ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία στην
"άυλη πραγματικότητα" της ύστερης νεωτερικότητας». Με έναρξη και καταληκτικό
συλλείτουργο προκαθημένων στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, και κυρίως χώρο
εργασιών το Μέγαρο Μουσικής. Η είδηση ακούγεται περιορισμένου, ειδικού ενδιαφέροντος:
εκκλησιαστικού αφ’ ενός, της κοινότητας της ακαδημαϊκής θεολογίας αφ’ ετέρου. Είναι
όμως έτσι; Ίσως μια πιο προσεκτική ματιά του παρατηρητή να οδηγεί σε ευρύτερα
συμπεράσματα.
Δεν αναφερόμαστε εδώ απλώς στην ευρεία ακαδημαϊκή ανταλλαγή με επίκεντρο δριμείας
επικαιρότητας ζητήματα όπως, ενδεικτικά, η τεχνολογική πρόοδος, η βιοτεχνολογία, η
τεχνητή νοημοσύνη και η διάδραση ψηφιακής πραγματικότητας και κοινωνιών — παρά το
γεγονός πως «είναι αξιοσημείωτο ότι για πρώτη φορά λαμβάνει η Ιερά Σύνοδος της
Εκκλησίας της Ελλάδος την πρωτοβουλία για την διεξαγωγή Διεθνούς Θεολογικού
Συνεδρίου τέτοιας εμβέλειας και ρηξικέλευθης θεματικής», όπως σημείωσε ο
Μακαριώτατος. Ούτε σε καθ’ εαυτήν την τιμητική παρουσία των εκπροσώπων της
Ελληνικής Δημοκρατίας και ιδίως της Προέδρου της Δημοκρατίας, ή στην συμμετοχή
διεθνώς σημαινόντων ακαδημαϊκών στους τομείς τους, όπως οι κ.κ. Edward Siecienski, Elias
Kattan, Basilius Groen, π. Paul Gavrilyuk, π. Cyril Hovorun και Βασίλειος Μακρίδης,
εντελώς ενδεικτικά. Ο προσεκτικός παρατηρητής ίσως σταθεί στις ευρύτερες προεκτάσεις —
συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών προεκτάσεων, η διακριτική και υπόρρητη
προσέγγιση των οποίων δεν πρέπει να συγχέεται με την απουσία τους ή με την άγνοια επ’
αυτών.
Διότι σε άλλες εποχές, το εκκλησιαστικό «παρουσιολόγιο» θα συνιστούσε ίσως σε μικρότερο
βαθμό «είδηση» από το διεθνές ακαδημαϊκό ή το θεσμικό/κρατικό αντίστοιχο. Όχι σήμερα.
Όχι μετά από ένα σχίσμα και ρήγμα στην παγκόσμια Ορθοδοξία, όχι μετά από έναν πόλεμο
σε ευρωπαϊκό έδαφος, όχι μετά από την ανάφλεξη της Μέσης Ανατολής (όπου συχνά
παραθεωρούμε την παρουσία των χριστιανών Αράβων και τη σημασία τους, αν και
διαποιμαίνονται από δύο παλαίφατα Πατριαρχεία, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και το
Πατριαρχείο Αντιοχείας στην πολύπαθη Συρία).
Μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής,
και πέραν της παρουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κρήτης, παρέστησαν οι
προκαθήμενοι των Εκκλησιών της Κύπρου και της Αλβανίας, καθώς και ιεράρχες
εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας,
Γεωργίας και Ιεροσολύμων, αλλά και της Εκκλησίας της Πολωνίας, καθώς και ο
Αρχιεπίσκοπος Φινλανδίας και ο Μητροπολίτης Εσθονία — ενώ, είναι καίριο να σημειωθεί,
είχε προσκληθεί προς εκπροσώπηση το Πατριαρχείο Μόσχας. Δεν χρειάζεται να είναι ο
αναγνώστης υπερβαλλόντως υποψιασμένος για να αντιληφθεί τη σημασία μιας τέτοιας
σύναξης στην παρούσα διεθνή συγκυρία, απλώς και μόνον αντιλαμβανόμενος τις
αναφερόμενες γεωγραφίες αλλά και την πρόσφατη ιστορία εκκλησιαστικών, πολιτικών,
γεωπολιτικών, διπλωματικών και πολεμικών γεγονότων σε αυτές — κάτι που φανερώνει το
δυσεπίτευκτο αυτής της σύναξης, και συνεπώς το επίτευγμα που αυτή συνιστά.
Εντελώς ενδεικτικά ας αναφερθεί ότι στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου
Εκκλησίας το 2016 στην Κρήτη αρνήθηκαν, πέραν της Ρωσίας, να συμμετάσχουν οι
εκκλησίες της Αντιοχείας (Συρία), της Βουλγαρίας και της Γεωργίας. Επτά χρόνια μετά, σε
διεθνείς συνθήκες απείρως δυσχερέστερες, εκπροσωπήθηκαν στην Αθήνα και τα τρία
πατριαρχεία, στο συνέδριο για το περιοδικό «Θεολογία». Τα μέχρι πρότινος αδύνατα
απεδείχθησαν πλέον δυνατά. Υπό την σκέπη της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ευθύνη του
Αρχιεπισκόπου κ. κ. Ιερωνύμου, στην Αθήνα φανερώθηκε για λίγες μέρες ένας τρόπος
συνύπαρξης (με την κυριολεξία της κοινής αίθουσας, όχι ως ρητορικό σχήμα) κι ένας χώρος
διαλόγου που ειδάλλως θα θεωρείτο σχεδόν ανέφικτος. Συμβάλλοντας έτσι το κατά δύναμιν
στη φανέρωση της Ελλάδας ως του τόπου ενός διαλόγου που δεν μπορεί να γίνει αλλού, ως
μιας χώρας-μεταιχμίου, μιας χώρας-κατωφλιού ανάμεσα σε κόσμους που ολοένα και
περισσότερο απομακρύνονται. Δηλαδή, ως μιας χώρας-κλειδί, με τρόπο ιδιαίτερα πολύτιμο
σε καιρούς κλιμακούμενης διεθνούς δυστοπίας.
Θεσμός που προϋπάρχει κατά αιώνες του ελληνικού κράτους, η ελληνική Εκκλησία ασκεί
την διαποίμανση του εκκλησιαστικού σώματος και καταθέτει δημόσια τη μαρτυρία της.
Δευτερεύουσα μα φυσική απόρροια αυτών, όμως, είναι και η διπλωματία που ασκεί, κατ’
αναλογία της εμβέλειας του θεσμού της — και αν κάτι είναι η διπλωματία, αυτό εν τέλει
είναι η εναλλακτική σε κάθε είδους πόλεμο, η αποτροπή του ή η αντιστροφή του, η μεθοδική
ύφεση της κάθε είδους αντιπαλότητας. Εκ της φυσικής τάξης των πραγμάτων λοιπόν, πέρα
από την εκκλησιαστική διαποίμανση και τη χριστιανική μαρτυρία, η εκάστοτε ηγεσία ενός
σώματος αλλά και ενός θεσμού όπως η Εκκλησία της Ελλάδος καλείται να δώσει τα
διαπιστευτήριά της και σε αυτό το σκάμμα: της διπλωματίας με εκκλησιαστικές
προτεραιότητες, άλλοτε ρητής και άλλοτε υπόρρητης, κατ’ ελπίδα πάντως ουσιωδώς
αποτελεσματικής. Και εάν η διπλωματία ενός κράτους συνομιλεί πρωτίστως με άλλους
κρατικούς δρώντες, η διπλωματία μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, απελευθερωμένης από
αντίστοιχους περιορισμούς, διαθέτει μια δυνητικά σχεδόν απεριόριστη δυναμική. Σε αυτό το
σκάμμα διαμορφώνει την παρακαταθήκη του ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης
Ελλάδος κ. κ. Ιερώνυμος: το συνέδριο για την εκατονταετηρίδα του περιοδικού «Θεολογία»
ήταν μόνο μια στιγμή, σημαίνουσα και εόρτια μεν, στιγμή δε. Η συνολική αξιολόγηση του
πλήρους φάσματος μιας τέτοιας παρακαταθήκης δεν μπορεί να λάβει χώρα σε χρόνο
παρόντα, αλλά μόνο με την χρονική απόσταση που φανερώνει την αλληλουχία των
γεγονότων στις πραγματικές τους διαστάσεις: προϋποθέτει ένα βλέμμα που έρχεται από το
μέλλον.